Οι έλληνες ψηφοφόροι οδηγούνται, για τρίτη φορά το 2015, στις κάλπες. Το εκλογικό και, κυρίως, το κυβερνητικό αποτέλεσμα είναι αβέβαιο.
Μήπως ο αναστεναγμός ανακούφισης της διεθνούς κοινότητας μετά την τελευταία συμφωνία –για πρόσθετη χρηματοδότηση από τους δανειστές με αντάλλαγμα διαρθρωτικές αλλαγές –ήταν πρόωρος; Μήπως η Ελλάδα, ο «άρρωστος άνθρωπος της Ευρώπης», τον εικοστό πρώτο αιώνα, συνεχίσει να αρνείται να μεταρρυθμιστεί;
Το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση χρειάζεται μεγαλύτερη ενοποίηση για την αντιμετώπιση κρίσεων όπως η ελληνική ή αν μπορεί να διατηρήσει το σημερινό σύστημα που θεμελιώνεται στην εθνική ευθύνη και σε κυρώσεις σε όσους παραβιάζουν τους κανόνες. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει μάλιστα εισηγηθεί να περιληφθεί στις κυρώσεις και η αποβολή από την ευρωζώνη –χωρίς να υπάρχει καμία σχετική πρόβλεψη στη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Ούτε ήταν νοητό ότι η Ελλάδα θα βίωνε την τωρινή οικονομική τραγωδία. Βέβαια, οι επιδόσεις της μετά το πετρελαϊκό σοκ των αρχών της δεκαετίας του ’70 δεν ήταν ικανοποιητικές: χαμηλή ανάπτυξη, υψηλός πληθωρισμός και ανεργία, τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα. Πράγματι, ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η απουσία μακροοικονομικής πειθαρχίας από τις κυβερνήσεις και η τάση να υποκύπτουν σε λαϊκιστικά αιτήματα και σε οργανωμένα συμφέροντα εξηγούν μεγάλο μέρος της οικονομικής αδυναμίας. Ομως η ένταξη στην ευρωζώνη θεωρήθηκε ότι θα παρακινούσε το πολιτικό σύστημα να επιδιώξει μακροχρονιότερους στόχους, όπως η αύξηση της παραγωγικότητας και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Αρχικά, τα γεγονότα εξελίχθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο. Στη διάρκεια της ενταξιακής περιόδου, από το 1994 ως το 2001, η οικονομία σταθεροποιήθηκε, με τον πληθωρισμό και τα δημοσιονομικά ελλείμματα να μειώνονται ραγδαία. Η κυβέρνηση υλοποίησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ο ρυθμός ανάπτυξης αυξήθηκε από -1,6% το 1993 σε περίπου 4% το 1997 –και παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο ως το 2007.
Η «ύβρις» ήταν κατανοητή αλλά, όπως διδασκόμαστε στα σχολεία, οδηγεί στη νέμεση. Ο υπερβολικός δανεισμός δημιούργησε μια πιστωτική φούσκα, η οποία έσκασε όταν εκδηλώθηκε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση το 2007-2008, οδηγώντας στη σημερινή κοινωνική και οικονομική καταστροφή.
Η δημοφιλέστερη ερμηνεία είναι ότι η Ελλάδα δεν εκπλήρωνε τα κριτήρια προσχώρησης στην ευρωζώνη και παραποίησε τα στατιστικά στοιχεία για να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της. Αυτό είναι ανοησία. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας το 1999 –χρόνος αξιολόγησης της αίτησης προσχώρησης –φάνηκε αρκετά χρόνια αργότερα ότι υπερέβαινε οριακά το όριο του 3% του ΑΕΠ που επέβαλλε το Μάαστριχτ. Ομως, αυτός ο υπολογισμός ήταν αποτέλεσμα λογιστικού «κόλπου» –της αναδρομικής αλλαγής της μεθόδου καταγραφής των αμυντικών δαπανών –που επινοήθηκε για μικροπολιτικούς λόγους από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μετά τις εκλογές του 2004.
Η αλήθεια πίσω από την κρίση είναι ότι η Ελλάδα μετά την ένταξη ανέστειλε την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του κράτους και της οικονομίας. Αντίθετα, επέστρεψε στις κακές παλιές συνήθειες. Οργανωμένα συμφέροντα επικράτησαν. Επιχειρηματικοί όμιλοι αποπειράθηκαν να ελέγξουν συγκεκριμένες αγορές. Συνδικαλιστικοί φορείς του δημόσιου τομέα αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Η φοροδιαφυγή διογκώθηκε, ενώ η σπατάλη εξελίχθηκε σε κυρίαρχο στοιχείο στη λειτουργία του κράτους. Κακή διακυβέρνηση και αδύναμοι θεσμοί είναι υπεύθυνοι για την κρίση χρέους του 2010.
Τα προηγούμενα προγράμματα διάσωσης απέτυχαν διότι επέβαλαν υπερβολική λιτότητα. Δεν υπήρχε αντισταθμιστική κίνηση αύξησης της ζήτησης μέσω δημοσίων επενδύσεων. Οι μεταρρυθμίσεις ήταν ανεπαρκείς. Οι δανειστές δεν προχώρησαν σε ουσιαστική αναδιάρθρωση ή διαγραφή του χρέους. Γιατί, λοιπόν, να πετύχει η νέα συμφωνία;
Από μια αισιόδοξη σκοπιά, η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί. Επιπλέον, συζητείται ελάφρυνση του χρέους. Η ισοτιμία του ευρώ και η τιμή του πετρελαίου είναι σε χαμηλά επίπεδα ενώ, παρά την οικονομική επιβράδυνση της Κίνας, οι διεθνείς προοπτικές παραμένουν ευνοϊκές.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κοινωνία έχει εξαντληθεί από τις τεράστιες θυσίες που αναγκάστηκε να δεχτεί. Η δημόσια διοίκηση έχει εξασθενίσει και αποκαρδιωθεί έπειτα από οδυνηρές εισοδηματικές περικοπές. Το πολιτικό σύστημα έχει αποδιοργανωθεί από την άνοδο του λαϊκισμού και εξτρεμιστικών δυνάμεων τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά –ενώ οι επικείμενες εκλογές μπορούν να ανοίξουν νέο κύκλο κυβερνητικής αστάθειας.
Τα προβλήματα της Ελλάδας δεν είναι καινούργια. Και άλλες χώρες πέρασαν δύσκολες περιόδους και ανέκαμψαν (η Γερμανία είναι ένα καλό παράδειγμα). Η γεωγραφική θέση, σε συνδυασμό με πλεονεκτήματα στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καθώς και μια δεξαμενή επιστημόνων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαμορφώνουν ισχυρή αναπτυξιακή προοπτική. Για να αναδειχτεί, χρειάζονται σταθερότητα και πραγματική μεταρρύθμιση.
Αυτό σημαίνει ότι μετά τις εκλογές –που είναι απίθανο να αναδείξουν πολιτική δύναμη ικανή από μόνη της να αναλάβει την προσπάθεια –τα ελληνικά κεντρο-αριστερά και κεντρο-δεξιά κόμματα πρέπει να μάθουν να συνεργάζονται για να εξασφαλίσουν αποτελεσματική διακυβέρνηση. Πηγαίνοντας από τη μια κρίση στην επόμενη θα καταστρέψει την οικονομία για πολλές δεκαετίες –και θα εξαντλήσει την υπομονή ακόμη και των πιο φιλικών μας εταίρων.
Ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ