«Τώρα, μετά το ‘όχι’ της Ελλάδας’, το άμεσο ερώτημα δεν αφορά το μέλλον το Αλέξη Τσίπρα. Αφορά τη μοίρα του ευρώ η οποία κρέμεται από μια κλωστή». Αυτό είναι το μήνυμα του κύριου άρθρου του βρετανικού Guardian την επαύριον του κρίσιμου δημοψηφίσματος. Επισημαίνοντας τον κίνδυνο πολιτικής μετάδοσης της κρίσης, ενδεχόμενο το οποίο θα έθετε σε κίνδυνο «το πιο ουσιαστικό και πολύτιμο σχέδιο» της ενοποίησης των ευρωπαϊκών λαών, η συντακτική ομάδα της βρετανικής εφημερίδας υποστηρίζει πως μετά την επικράτηση του ‘όχι’, οι ευρωπαίοι ηγέτες «θα πρέπει να επιδείξουν μετριοφροσύνη και να ακούσουν τους Έλληνες οι οποίοι οδηγήθηκαν σ’ αυτό το άλμα στο σκοτάδι». Ακολουθεί το άρθρο του Guardian.
«Η πορεία στο δρόμο της αναβολής υπήρξε η κύρια επιλογή αναφορικά με μια βραδυφλεγή κρίση του ευρώ η οποία σταδιακά απομύζησε την ελληνική οικονομία. Αλλά ήταν σίγουρο πως αυτός ο δρόμος που επέλεξε η Ευρώπη θα τελείωνε κάποια στιγμή. Αυτό έγινε το βράδυ της Κυριακής όταν διαπιστώθηκε πως ο ελληνικός λαός είχε πει ‘όχι’ στο ενδεχόμενο να συνεχιστούν οι συνομιλίες με τους πιστωτές αναφορικά με τους ίδιους ασφυκτικούς όρους.
Μόλις πριν από μία εβδομάδα, ο Αλέξης Τσίπρας στοιχημάτισε το μέλλον του επιβάλλοντας αυτήν τη λύση. Κατά τις οχτώ ημέρες που ακολούθησαν την ανακοίνωσή του για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος συνέβησαν αρκετά εξαιρετικά πράγματα. Το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε ένα βιαστικό δημοψήφισμα πάνω σ’ ένα ερώτημα το οποίο είχε ήδη ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Ένα ψηφοδέλτιο γραμμένο σε εξειδικευμένη φρασεολογία έθεσε ένα παράλογα τεχνικό ερώτημα, δημιουργώντας ένα κενό το οποίο θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο με το συναίσθημα. Αναμειγνύοντας τις δηλώσεις «τρόμου» των εταίρων τους με την ασάφεια όσον αφορά τις συνέπειες του ‘όχι’, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Γιάννης Βαρουφάκης, στόχευαν ακριβώς στην καρδιάι. Την ίδια ώρα, οι Έλληνες ήταν αντιμέτωποι με τους πιο αυστηρούς οικονομικούς ελέγχους που έχουν επιβληθεί ποτέ στη σύγχρονη Ευρώπη. Οι πόρτες των τραπεζών ήταν κλειστές, υπήρχαν προβλήματα στην τροφοδοσία και οι πολίτες σχημάτιζαν ουρές σε κάθε ATM για να πάρουν τα χρήματα που τους αναλογούν. Σε χώρες όπως η Γερμανία όπου τα δημοψηφίσματα γίνονται αποδεκτά με καχυποψία, λόγω της Ιστορίας, η όλη κατάσταση ενδεχομένως να φαινόταν ως παράδειγμα για το πώς δεν πρέπει να ασκείται η δημοκρατία.
Αλλά είναι περισσότερο εντυπωσιακό το ότι η απάντηση των πιστωτών παρέμεινε η ίδια. Οι πρώτες φωνές από το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακούστηκαν τόσο ακραίες ενδεχομένως γιατί δεν αποκλείεται να επιζητούσαν την ακύρωση του δημοψηφίσματος. Στη συνέχεια, ωστόσο, το ξανασκέφτηκαν. Αποκαλύφθηκε πως η ΕΚΤ, δεν σταμάτησε να στηρίζει την Ελλάδα, όσον αφορά τη ρευστότητα, αλλά έθεσε ένα ανώτατο όριο και ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες, συμπεριλαμβανομένης και της Άνγκελα Μέρκελ, αναζητούσαν μια ευκαιρία για να απαλλαχτούν από έναν ενοχλητικό συνομιλητή. Φαντάστηκαν τρομαγμένους πολίτες να τάσσονται υπέρ του ΄ναι’, συνθλίβοντας την εξουσία του κ. Τσίπρα και ξηλώνοντας την χαλαρή συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ. Επισημαίνοντας ότι η ψήφος υπέρ του ‘όχι’ θα οδηγούσε την Ελλάδα εκτός της ευρωζώνης, παραβίασαν όλα τα πρωτόκολλα παίρνοντας θέση στο εσωτερικό μιας δημοκρατικής αναμέτρησης μιας άλλης χώρας. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά αλαζονική στάση. Τώρα, μετά το ‘όχι’ της Ελλάδας, το άμεσο ερώτημα δεν αφορά το μέλλον το Αλέξη Τσίπρα. Αφορά τη μοίρα του ευρώ η οποία κρέμεται από μια κλωστή.
Όλοι οι ηγέτες της ευρωζώνης έχουν τις δικές τους εντολές και εσωτερικές πιέσεις, άλλα οι ηγέτες της ευημερούσας Βόρειας Ευρώπης όφειλαν να κατανοήσουν πόσο στενά ήταν τα περιθώρια ελιγμού για μία ελληνική κυβέρνηση η οποία ηγείται μίας κοινωνίας η οποία έχει φτάσει στο χείλος της καταστροφής. Έχοντας ήδη απορρίψει το σχέδιο για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος από την πιο συνεκτική, σε γενικές γραμμές, κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου, οι ηγέτες του Βορρά, βλέποντας το δημοψήφισμα να επανέρχεται σε πιο αόριστη μορφή, όφειλαν να σκεφτούν περισσότερο εάν είναι βιώσιμο για την Ευρώπη να εναντιώνεται ‘στο λαό’ οποιουδήποτε κράτους. Πάνω από όλα, οι πιστωτές όφειλαν επιδείξουν μετριοφροσύνη όσον αφορά την αξιοθρήνητη αποτυχία της λιτότητας που επιβλήθηκε κατά την τελευταία πενταετία
Η διαχείριση των συνεπειών του δημοψηφίσματος θα πρέπει να είναι πιο επιδέξια απ’ όσο υπήρξε η διαχείριση της εκστρατείας. Η Αθήνα πρέπει να κατεβάσει τους τόνους και να διαπραγματευτεί με ατσάλινη ηρεμία. Μπορεί να είναι οικονομικά αδύναμη αλλά το πνεύμα της διαπραγμάτευσης δεν αποκλείεται να λειτουργεί υπέρ της. Εάν η Ελλάδα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ευρώ, οι συμβάσεις θα διακοπούν και οι προμήθειες ενδεχομένως να εξαντληθούν για κάποιο διάστημα, αλλά η προσεχτική διαχείριση μιας υποτίμησης θα μπορούσε να χαράξει έναν νέο δρόμο πέρα από την πενία. Αντιθέτως, για την υπόλοιπη ευρωζώνη, η έξοδος της Ελλάδας δεν θα έχει κανένα πλεονέκτημα. Αντί να κερδίσουν μια διευθέτηση του χρέους μέσω διαπραγματεύσεων, οι πιστωτές δεν αποκλείεται να χάσουν τα πάντα. Καθώς οι αγορές αναρωτιούνται ποιος θα είναι ο επόμενος, μια βραδυφλεγής θρυαλλίδα ενδέχεται να αρχίσει να καίγεται κάτω από το εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος. Και τώρα που η ορθοδοξία της ΕΕ απορρίφθηκε στην κάλπη, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος πολιτικής μετάδοσης της κρίσης με άγνωστες συνέπειες για το πιο ουσιαστικό και πολύτιμο σχέδιο της ενοποίησης της Ευρώπης.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να επιδείξουν μετριοφροσύνη και να ακούσουν τους Έλληνες οι οποίοι οδηγήθηκαν σ’ αυτό το άλμα στο σκοτάδι. Πρέπει να καταλήξουν σε μεταρρυθμίσεις με στόχο την επιδιόρθωση ενός ξεχαρβαλωμένου ενιαίου νομίσματος από τα θεμέλιά του. Αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή η νομισματική ένωση θα υποστηριχθεί περαιτέρω μέσω μιας ευρύτερης κατανομής της εξουσίας όσον αφορά την εθνική κυριαρχία των κρατών μελών της ευρωζώνης. Πιο άμεσα, αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να παραδεχτούν ότι τα ελληνικά χρέη δεν πρόκειται να εξοφληθούν στο σύνολό τους και να είναι έτοιμοι να διαπραγματευτούν στοχεύοντας σε μία πιο ρεαλιστική λύση».



