Τελικά, μάλλον υπάρχει ένα ίχνος αλήθειας στους παλιούς μύθους ότι στα έγκατα της Γης, υπάρχει ένας καταχθόνιος κόσμος γεμάτος θειάφι, που μερικοί λένε και κόλαση. Νέες εκτιμήσεις των επιστημόνων επιβεβαιώνουν ότι ο πυρήνας του πλανήτη μας περιέχει τεράστιες ποσότητες παγιδευμένου θείου, δεκαπλάσιου από όσο υπάρχει στην επιφάνεια.


Η ανακάλυψη

Ομάδα ερευνητών από τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ελβετία και τις ΗΠΑ υπολόγισε ότι ο πυρήνας της Γης περιέχει έως 8,5Χ10^18 τόνους θείου. Η ποσότητα αυτή -σχεδόν το 10% της μάζας της Σελήνης- είναι περίπου δεκαπλάσια σε σχέση με το θείο που έχει υπολογισθεί ότι υπάρχει στην υπόλοιπη Γη, συνήθως κοντά σε ηφαίστεια και θερμοπηγές.

Ο πυρήνας ξεκινά σε βάθος 2.900 χιλιομέτρων κάτω από τα πόδια μας και ασφαλώς είναι αδύνατον να μελετηθεί άμεσα από τους επιστήμονες. Όμως η νέα διεθνής μελέτη κατέφυγε σε έμμεσες γεωχημικές μεθόδους υπολογισμού σχετικά με τη χημική σύνθεση του πυρήνα.

Οι γεωεπιστήμονες υποπτεύονταν εδώ και καιρό ότι υπάρχει πολύ θείο στον πυρήνα, όμως είναι η πρώτη φορά που πιστεύουν ότι έχουν απτές ενδείξεις για τη συσσώρευσή του εκεί, γεγονός που φαίνεται να ενισχύει και τη θεωρία ότι το φεγγάρι σχηματίσθηκε από μια πλανητική σύγκρουση πριν από δισεκατομμύρια χρόνια.

Οι αναλύσεις

Εδώ και δεκαετίες ήταν γνωστό -μέσω ανάλυσης των σεισμικών κυμάτων που διατρέχουν το υπέδαφος- ότι ο πυρήνας του πλανήτη μας είναι πολύ ελαφρύς για να αποτελείται μόνο από σίδηρο και νικέλιο. Συνεπώς οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι πρέπει να περιέχει και ελαφρύτερα χημικά στοιχεία, όπως το θείο, το οξυγόνο και ο άνθρακας, πράγμα όμως που είναι αδύνατο να επιβεβαιωθεί με παρατήρηση.

Ευτυχώς, η κατακλυσμική σύγκρουση που δημιούργησε κάποτε τη Σελήνη, πιθανότατα άφησε ένα χρήσιμο «δακτυλικό αποτύπωμα», καθώς -σύμφωνα με τις επιστημονικές εκτιμήσεις- η πρόσκρουση έλιωσε τον μανδύα της Γης (το ενδιάμεσο στρώμα μεταξύ φλοιού και πυρήνα), οδηγώντας στη δημιουργία ενός υγρού πλούσιου σε θείο, ένα μέρος του οποίου καταβυθίσθηκε και κατέληξε στον πυρήνα.

Η επιβεβαίωση αυτής της θεωρίας έγινε μέσω σύγκρισης της αναλογίας των ισοτόπων (ατόμων του ίδιου χημικού στοιχείου με ελαφρώς διαφορετική μάζα) στον φλοιό και στον μανδύα, με τα ανάλογα ισότοπα στους μετεωρίτες που έχουν βρεθεί στη Γη και πιστεύεται ότι ταιριάζουν καλύτερα με την αρχική χημική σύνθεση της Γης. Η ανακάλυψη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Geochemical Perspectives Letters».

Newsroom ΔΟΛ