Μόνο τρεις χώρες της Ευρωζώνης έχουν ανακοινώσει μέχρι στιγμής στοιχεία για την πορεία των οικονομιών τους το πρώτο τρίμηνο του 2015: η Ισπανία, που ανακοίνωσε ανάπτυξη υψηλότερη από την αναμενόμενη (0,9%), το Βέλγιο, που ανακοίνωσε ανάπτυξη 0,3% και η Αυστρία με οριακή αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,1% συγκριτικά με το τέταρτο τρίμηνο του 2014.

Κάποιοι αναλυτές, σπεύδουν να προβλέψουν ότι, βήμα-βήμα, η οικονομία της Ευρωζώνης ανακάμπτει. Και ότι το τρίμηνο που διανύουμε η ευρωοικονομία θα ξεπεράσει τον αποπληθωρισμό. Άλλοι θεωρούν ότι αν δεν ανακάμψουν οι αγορές εργασίας και δεν τονωθεί η καταναλωτική ζήτηση, άρα και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, μια σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη δεν πρόκειται να αποκατασταθεί.

«Η Ευρωζώνη μπορεί να ελπίζει σε γρηγορότερους ρυθμούς ανάπτυξης συγκριτικά με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερα χρόνια κατά τα οποία υπολείπεται συγκριτικά», δηλώνει στη γαλλική εφημερίδα «Les Echos» ο Κριστιάν Σουλτς, αναλυτής της τράπεζας Berenberg.
Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι το κλείσιμο της αναπτυξιακής ψαλίδας μεταξύ Ευρωζώνης, από τη μια πλευρά, και ΗΠΑ και Βρετανίας από την άλλη, δεν επιτεύχθηκε τόσο χάρη στην ανάκαμψη της ευρωοικονομίας όσο εξαιτίας του «φρεναρίσματος» της αγγλοσαξονικής. Διότι οι ΗΠΑ και η Βρετανία ανακοίνωσαν αναπάντεχα χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, 0,2% (από 2,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2014!) και 0,3% αντιστοίχως.
Τέλος πάντων, «η Ευρωζώνη μπορεί να δει το ΑΕΠ της να αυξάνεται κατά 0,4% το πρώτο τρίμηνο του έτους», διαβεβαιώνει ο οικονομολόγος της Berenberg. Τα στοιχεία από τα οικονομικά επιτελεία των «19» θα γίνουν γνωστά εντός δεκαπενθημέρου.
Αποπληθωρισμός τέλος;
Επισήμως η Ευρωζώνη ξεπέρασε τον αποπληθωρισμό την Πέμπτη, 30 Απριλίου. Διότι έπειτα από τέσσερις μήνες υποχώρησης των τιμών, ο πληθωρισμός στις 19 χώρες-μέλη κατεγράφη τον Απρίλιο στο 0% από την επίσημη στατιστική ευρωπαϊκή υπηρεσία Eurostat.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) συνέβαλε σημαντικά σ’ αυτή την ανατροπή με το γιγαντιαίο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» του (σχεδόν) 1 τρισεκ. ευρώ, που έθεσε σε εφαρμογή στις αρχές Μαρτίου. Σε ανακοίνωσή της που εξέδωσε την Πέμπτη από τη Φραγκφούρτη η ΕΚΤ σημειώνει ότι «η αναμονή μακροπρόθεσμων πληθωριστικών τάσεων στη ζώνη του ευρώ επιστρέφει».
Ο Κριστιάν Σουλτς της Berenberg, πάντως, εμφανίζεται πιο επιφυλακτικός: «Η μικρή ανάκαμψη στο επίπεδο των τιμών που διαπιστώσαμε τον Απρίλιο δεν οφείλεται πουθενά αλλού πέρα από την ισχυρή ανατίμηση των τροφίμων και από την υποχώρηση του ευρώ. Βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από τον στόχο του πληθωρισμού 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ», ισχυρίζεται ο Σουλτς.
Jobless recovery
Η απαισιοδοξία του αναλυτή εδράζεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ανεργία εξακολουθεί να επηρεάζει τα εισοδήματα και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, άρα και τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών. Είναι αλήθεια ότι το ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη υποχώρησε στο 11,3% το Μάρτιο –ήταν ο τέταρτος συνεχόμενος μήνας κάμψης του δείκτη.
Ωστόσο, όπως σημειώνει επίσης στη «Les Echos» ο Τζόναθαν Λόινς της Capital Economics, «ο ρυθμός υποχώρησης της ανεργίας είναι πολύ αργός ώστε να επηρεάσει αισθητά το διαθέσιμο εισόδημα… Και στο μέλλον δεν φαίνεται ο ρυθμός αυτός να επιταχύνεται».
Πρόκειται, ίσως, για μια επιβεβαίωση του φαινομένου που οδήγησε προσφάτως την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) να αναστείλει για το φθινόπωρο την αύξηση των επιτοκίων, που είχε προαναγγείλει, στο πλαίσιο της εγκατάλειψης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και τόνωσης της ρευστότητας και της αμερικανικής οικονομίας, που εφαρμόζει εδώ και χρόνια.
Διότι, πέρα από την αναπάντεχη επιβράδυνση στο 0,2% της αμερικανικής οικονομίας το πρώτο τρίμηνο του έτους (οι ειδικοί προέβλεπαν επιβράδυνση στο 1% από 2,2% που ήταν το τέταρτο τρίμηνο του 2014), η Fed παρατηρεί μια αδυναμία της ανακάμπτουσας με εντυπωσιακούς ρυθμούς (έως τα τέλη της περασμένης χρονίας) οικονομίας να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Και η πρόεδρος της Fed, Τζάνετ Γέλεν, έχει συνδέσει ρητώς την εγκατάλειψη του προγράμματος ρευστότητας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στη χώρα.
Μισθοί και ανάπτυξη
Το φαινόμενο της οικονομικής ανάκαμψης δίχως, όμως, την σε ανάλογο βαθμό δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (jobless recovery) επιβεβαιώνεται πλέον και στην Ευρώπη. Και η αδυναμία αυτή συνδέεται, πλέον, από όλο και περισσότερους αναλυτές με την ανάγκη τόνωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και την ανάγκη ισχυροποίησης της ζήτησης για προϊόντα –διότι η ανάπτυξη που παράγεται κυρίως από την ταχύτερη κυκλοφορία του χρήματος στις αγορές και από τα κεφαλαιακά κέρδη όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στους κοινωνικούς στόχους των κυβερνήσεων –οι καταναλωτές είναι και δικοί τους (πολιτικοί) πελάτες –αλλά αποδεικνύεται εύθραυστη και δύσκολα διατηρήσιμη.
«Η μεγαλύτερη ζήτηση για προϊόντα εξαρτάται από την κατάσταση της εσωτερικής αγοράς και από τις εξαγωγές. Αλλά αν στην Βρετανία και στις ΗΠΑ η καταναλωτική ζήτηση δεν φαίνεται τόσο εύρωστη, το ίδιο διαφαίνεται και στις άλλες μεγάλες αγορές. Ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στην Κίνα, που ανακοινώθηκε σήμερα, μετά βίας ξεπερνά το 50, ενώ στην Ιαπωνία βρίσκεται κάτω από το 50», έγραφε την Πρωτομαγιά η Λίντα Γιε στο BBC. Σημειωτέον ότι κάθε ένδειξη πάνω από το 50 υποδηλώνει αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων και προσδοκία αύξησης των πωλήσεων, ενώ κάθε ένδειξη κάτω από το 50 υποδηλώνει κάμψη.
«Η εικόνα που διαμορφώνεται στις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, στις ΗΠΑ, στην Κίνα, στην Ιαπωνία και βεβαίως στην Ευρώπη δεν μοιάζει τόσο ρόδινη. Έτσι, και η παγκόσμια καταναλωτική ζήτηση επίσης δεν μοιάζει τόσο ρόδινη. Αυτό σημαίνει ότι μεγαλύτερο βάρος στις προσπάθειες των κυβερνήσεων για οικονομική ανάκαμψη περνά από τις εξαγωγές στην εσωτερική ζήτηση. Γεγονός που επαναφέρει το ερώτημα κατά πόσον η αύξηση των μισθών και κατά συνέπεια του διαθεσίμου εισοδήματος έχουν θετικό αντίκτυπο στην οικονομία», σημειώνει η επικεφαλής οικονομική ανταποκρίτρια του βρετανικού ειδησεογραφικού ομίλου.
Η Λίντα Γιε κλείνει το άρθρο της φροντίζοντας να στείλει ένα… Πρωτομαγιάτικο μήνυμα σε κυβερνήσεις και επιχειρηματίες: «Η αύξηση της παραγωγικότητας και η αύξηση των μισθών μπορούν να δημιουργήσουν έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο κατά τον οποίο η υψηλότερη καταναλωτική ζήτηση θα δίνει ώθηση στις εξαγωγές, στα κέρδη των επιχειρήσεων και στην αναπτυξιακή διαδικασία των οικονομιών».