Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των Βρυξελλών έγραψα στο «Βήμα» (15/2/15) «Τα περισσότερα θεσμικά (ομοφωνία) και ουσιαστικά (χρήμα) όπλα βρίσκονται στα χέρια της ΕΕ. Αλλά ακόμα κι αν οι διαφωνίες εξαλείφονται δεν σημαίνει ότι αποκλείεται το ατύχημα μέχρι την τελική συμφωνία (και εδώ να υπενθυμίσω ότι η επικείμενη συμφωνία είναι… ένα πρώτο βήμα)».
Εκείνο που δεν μπορούσα να προβλέψω είναι το πόσο μικρό θα ήταν το πρώτο βήμα. Kαι ότι θα ξαναζήσουμε πολλές φορές τις ίδιες αγωνίες. Πρέπει όμως να μάθουμε κάτι από τις προηγούμενες αναμετρήσεις για το μέλλον. Ας αναλύσουμε λοιπόν τα όπλα της ΕΕ, ώστε να ξέρουμε τι μας περιμένει.
Σε ένα παιχνίδι διαπραγματεύσεων, όπως η αναμέτρηση των Βρυξελλών, το αποφασιστικό όπλο είναι η αρχή της ομοφωνίας (δεν θα μιλήσω για το ουσιαστικό, το χρήμα, γιατί είναι προφανές ότι είμαστε χρεωμένοι και οι κρουνοί ανοίγουν μόνο μετά από υλοποίηση μέτρων). Σε διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις για κάποια αλλαγή χρειάζεται η συμφωνία όλων των κρατών-μελών, αλλιώς παραμένει η κρατούσα κατάσταση. Στην πρόσφατη διαπραγμάτευση αυτό ήταν το επιχείρημα που προέβαλε ο κ. Σόιμπλε, και το θέσφατο με το οποίο αναμετριέται η ΕΕ όλα τα χρόνια της ύπαρξής της.
Ενα παράδειγμα για την καλύτερη κατανόηση αυτής της διαδικασίας: η ΕΕ προσπαθούσε για δεκαετίες να αλλάξει τον τρόπο λήψης αποφάσεων και να μειώσει το ποσοστό συμφωνίας στο Συμβούλιο (ήταν πάντα γύρω στο 72% και άρχισε να εφαρμόζεται στην πράξη το 1987 με τη Single European Act). Η πρώτη επιτυχής αλλαγή ήταν στην Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη του 2002, και πήρε σχεδόν μια δεκαετία για να εφαρμοστεί με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (επικυρώθηκε τελικά το 2009). Η αλλαγή ήταν ότι το ποσοστό μειώθηκε στο 65%. (1)
Η μόνη ταχεία και σημαντική αλλαγή σε ευρωπαϊκές διαδικασίες ήταν το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (2012) που υπεγράφη σε χρόνο-ρεκόρ (δύο μήνες), υπό την πίεση κατάρρευσης του ευρώ. Ο βασικός τρόπος με τον οποίον επετεύχθη η ομοφωνία ήταν η δημιουργία ασαφών όρων για την κάλυψη διαφορών ή εξάλειψη αμφισβητούμενων διατάξεων (για παράδειγμα η Ιταλία ήταν διατεθειμένη να αναλάβει δεσμεύσεις για ελλείμματα στον προϋπολογισμό, αλλά όχι για χρέος, και αυτές οι δεσμεύσεις εξαλείφτηκαν από το τελικό κείμενο). (2)
Στην πρόσφατη διαπραγμάτευση είδαμε την ΕΕ να χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους εξαλείφοντας όρους (τρόικα, Μνημόνιο) που δεν αποδεχόταν η ελληνική πλευρά, αλλά να αντιστέκεται σε ουσιαστικές αλλαγές. Για τέτοιες αλλαγές ζητεί συγκεκριμένα σχέδια και θα χρησιμοποιήσει τη λογική των ισοδύναμων μέτρων. Η κυβέρνηση φαίνεται να ξαφνιάστηκε από την αταλάντευτη, επί της ουσίας, στάση. Ο Γλέζος ομολογεί ότι εξεπλάγη από το αποτέλεσμα. Ομως η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να περιμένει αυτούς τους περιορισμούς και να προετοιμαστεί ανάλογα.
Ενα άλλο aquis communautaire είναι ότι σε περιπτώσεις διαφωνίας, τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν συγκλίνουν αναγκαστικά στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή (σε αυτή την περίπτωση οι δηλώσεις Σόιμπλε θα ήταν το τέλος του παιχνιδιού), αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν ευρύτερες συμμαχίες. Αρα, μπορούν να βοηθήσουν οι συγκεκριμένες προτάσεις. Για παράδειγμα, δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ποτέ στην εξουσία και δεν βαρύνεται από διαφθορά και φοροδιαφυγή, μπορεί να προτείνει μέτρα με σημαντικά αποτελέσματα (με πρώτο μια ανεξάρτητη φορολογική Αρχή) και να εξοικονομήσει χρήματα για την αντιμετώπιση της υπαρκτής ανθρωπιστικής κρίσης. Αυτά για τις επικείμενες διαπραγματεύσεις στο εξωτερικό. Ας περάσουμε τώρα στο εσωτερικό.
Η γραμμή που υιοθέτησαν τα κόμματα της προηγούμενης κυβέρνησης: «εμείς τα λέγαμε αυτά», «η όλη διαδικασία ήταν ένα επικοινωνιακό παιχνίδι», δεν είναι παρά μια προσπάθεια αναβίωσης μιας σύγκρουσης που ήδη κρίθηκε. Οι εκλογές έγιναν και η κυβέρνηση εξελέγη. Πολύ μεγαλύτερη σημασία για την πορεία της χώρας έχει, όχι η αναμέτρηση ανάμεσα στη ΝΔ (πολύ λιγότερο το ΠαΣοΚ) και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μέσα στην κυβέρνηση. Ανάμεσα στους διαπραγματευτές που (προς το παρόν) κατέληξαν σε συμφωνία, και σε όσους αυθόρμητα ρέπουν προς «Κούγκι» ή θρηνούν την εγκατάλειψη του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Αυτές οι συγκρούσεις θα επαναλαμβάνονται και θα εντείνονται με τις συχνές διαπραγματεύσεις και την υλοποίηση μέτρων.
Για όσους ενδιαφέρονται για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας χρειάζεται όχι μόνο να μην υπονομεύονται όσοι τελικά συμπλέουν με την Ευρώπη, αλλά να υποστηρίζονται. Και χρειάζεται να γίνει γνωστό σε όλους ότι η ευρωπαϊκή πορεία υποστηρίζεται από μια μεγάλη πλειοψηφία του λαού, που όταν χρειάζεται ενώνεται πάνω και πέρα από κόμματα για την υποστήριξη αυτής της επιλογής (ακόμα κι αν οι έλληνες αντιπρόσωποι είναι προβληματικοί). Και πρέπει να συμβάλουμε όλοι στα επόμενα βήματα που όπως είπαμε θα είναι υλοποίηση μέτρων και άλλες διαπραγματεύσεις.
Κάτι που θα βοηθούσε τη σύγκλιση των αντιλήψεων, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με την πραγματικότητα, θα ήταν ο υπολογισμός της αξίας του χρόνου των διαπραγματεύσεων. Διότι, όταν η υπογραφή μιας συμφωνίας καθυστερεί μία ημέρα υπάρχει μια τιμή που η χώρα πληρώνει σε επιπλέον τόκους. Επίσης καθυστερούν σημαντικά οι εκτελέσεις έργων και συμβάσεων προκαλώντας έτσι πρόσθετο κόστος από ρήτρες και αποζημιώσεις. Τέλος, υπολειτουργεί η δημόσια διοίκηση, μιας και οι υπουργοί δεν γνωρίζουν σε ποια κατεύθυνση να προγραμματίσουν, δεδομένου ότι αυτό συναρτάται με την έκβαση των διαπραγματεύσεων.
Ούτε η προηγούμενη κυβέρνηση ούτε η τωρινή μοιάζουν να νοιάζονται γι’ αυτό και υπερηφανεύονταν για τη σκληρή τους στάση. Ομως το γεγονός ότι δεν ξέρουμε την τιμή του χρόνου δεν σημαίνει ότι είναι μηδενική, και καλό θα ήταν κάποιος ανεξάρτητος οικονομολόγος να την υπολόγιζε.
(1)Finke, Daniel, Thomas König, Sven-Oliver Proksch, and George Tsebelis. 2012. Reforming the European Union: Realizing the Impossible. NJ: Princeton University Press.
(2)Tsebelis, George; Hahm, Hyeonho 2014 Suspending vetoes: how the euro countries achieved unanimity in the fiscal compact JOURNAL OF EUROPEAN PUBLIC POLICYVolume: 21Issue: 10 Pages: 1388-1411
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ