Λεξιπενία, λάθη γραμματικής, κοινοτοπίες, διδακτισμός σε πολλά επίπεδα, στερεότυπα, μιμητισμός και έλλειψη πρωτοτυπίας, πρόχειρη εικονογράφηση, αντιγραφές, κακή σελιδοποίηση, κακές μεταφράσεις και άθλιες διασκευές. Αυτά είναι μερικά από τα προβλήματα που εντοπίζει στην παραγωγή παιδικού βιβλίου η συγγραφέας και κριτικός παιδικού βιβλίου Μαρίζα Ντεκάστρο. Όπως λέει στο «Βήμα», «υπάρχει υπερπαραγωγή βιβλίων στον χώρο του παιδικού βιβλίου, θεωρείται πολύ εύκολο είδος, ίσως γι’ αυτό κυκλοφορούν και πολλές κακές εκδόσεις». Την Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου, στις 7.00 μ.μ., θα συντονίσει τη συζήτηση «Πώς γράφεται ένα κακό παιδικό βιβλίο», που διοργανώνει το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης» στο Μέγαρο Μουσικής (Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη). Εκεί, η Τζίνα Καλογήρου, καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Αγγελική Γιαννικοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Δημήτρης Χαλκιόπουλος, γραφίστας/σχεδιαστής οπτικής επικοινωνίας και η αφηγήτρια Εύη Γεροκώστα θα μιλήσουν για το σύγχρονο ελληνικό παιδικό βιβλίο, επισημαίνοντας τα στοιχεία που ξεχωρίζουν τα καλά βιβλία από τα κακά βιβλία.
Ως μέλος της κριτικής επιτροπής των βραβείων του «Αναγνώστη» για το παιδικό βιβλίο, η Μαρίζα Ντεκάστρο κρίνει κάθε χρόνο περισσότερα από 300 βιβλία. Οι εκδόσεις για παιδιά καταλαμβάνουν περίπου το 20% της ετήσιας συνολικής βιβλιοπαραγωγής. «Είναι καιρός να γίνει μια γενικότερη αποτίμηση», λέει, «γι’ αυτό και αποφασίσαμε να διοργανώσουμε αυτή τη συζήτηση με τον προκλητικό τίτλο «Πώς γράφεται ένα κακό παιδικό βιβλίο», γιατί σε βάθος χρόνου οι νεαροί αναγνώστες μαθαίνουν να αρκούνται στο τυποποιημένο και διστάζουν να προσεγγίσουν απαιτητικότερα κείμενα, όπως διστάζουν και οι ενήλικες να τους τα προτείνουν».
Ποια είναι λοιπόν τα κακά βιβλία; Πολλά «βιβλία γνώσεων που χαρακτηρίζονται από κοινοτοπία και αφόρητο διδακτισμό», «βιβλία σε σειρές στα οποία οι συγγραφείς επαναλαμβάνουν μέχρις εξαντλήσεως μια επιτυχημένη συνταγή υποκύπτοντας στις πιέσεις των εκδοτών για πολλαπλασιασμό της επιτυχίας, κάκιστα βιβλία ιστορικών γνώσεων γεμάτα ιδεολογικές προκαταλήψεις, για τα οποία δεν έχει προηγηθεί καμιά έρευνα».
Στην εικονογράφηση «συχνές είναι η έλλειψη πρωτοτυπίας, οι αντιγραφές ξένων προτύπων, η εύκολη επανάληψη του ίδιου στυλ, των ίδιων μορφών σε διαφορετικά περιβάλλοντα και διαφορετικά βιβλία, οι στερεοτυπικές απεικονίσεις του δασκάλου με γυαλιά, του πατέρα να διαβάζει εφημερίδα κτλ.».
Έχουμε και καλούς συγγραφείς και καλούς εικονογράφους και καλούς μεταφραστές, υποστηρίζει, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι πάντοτε το καλύτερο. Οι πενιχρές αμοιβές στα επαγγέλματα του βιβλίου αποτελούν για ορισμένους δημιουργούς το άλλοθι μιας κακής δουλειάς. Δεν χρειάζεται να κυκλοφορούν τόσο πολλά και πρόχειρα βιβλία, υποστηρίζει η Μαρίζα Ντεκάστρο, αλλά λιγότερα και περισσότερο φροντισμένα.
«Οι γονείς ενδιαφέρονται για το βιβλίο με ιδιαίτερο τρόπο. Θεωρούν ότι το βιβλίο ως αγαθό είναι καλό έτσι κι αλλιώς». Τι πρέπει να προσέχει ένας υποψιασμένος γονιός όταν πηγαίνει στο βιβλιοπωλείο για να αγοράσει βιβλία για το παιδί του; «Ο εκδοτικός οίκος παίζει ρόλο», μας λέει η κριτικός, «γιατί κάποιοι εκδότες ειδικεύονται στο παιδικό βιβλίο και έχουν παράδοση σε αυτό, αλλά ο εκδότης δεν πρέπει να είναι αποκλειστικός καθοριστικός παράγοντας. Ούτε επίσης το όνομα ενός γνωστού συγγραφέα αποτελεί εγγύηση ότι κάθε του βιβλίο θα είναι καλό. Ο γονιός θα πρέπει να ξεφυλλίσει το βιβλίο, να διαβάσει μερικές σελίδες». Προσοχή χρειάζεται επίσης στην ηλικία που αναγράφεται στα οπισθόφυλλα: «Επειδή η αναγνωσιμότητα πέφτει στην εφηβική ηλικία, πολλοί εκδότες κατεβάζουν την ηλικία και εντάσσουν μυθιστορήματα με θεματολογία κατάλληλη για εφήβους σε σειρές για μικρότερες ηλικίες».
Πάντως, «λίγα είναι τα πρωτότυπα κείμενα που έχουμε στην κατηγορία του εφηβικού-νεανικού μυθιστορήματος , όπως επίσης ελάχιστη είναι η παραγωγή αμιγώς ελληνικών βιβλίων γνώσεων, τα οποία, κατά τους εκδότες, έχουν μεγάλο κόστος παραγωγής».
Πιο αυστηροί στις επιλογές τους χρειάζεται να είναι οι εκδότες και πιο σκληροί στις κριτικές τους οι κριτικοί, εκτιμά η Μαρίζα Ντεκάστρο, επισημαίνοντας πόσο σημαντικός είναι για τη φιλαναγνωσία ο εκπαιδευτικός. «Ο «Μικρός Αναγνώστης» του ΕΚΕΒΙ ήταν μια ιστοσελίδα που προσέφερε διαρκή ενημέρωση για το παιδικό βιβλίο, ενώ και οι επισκέψεις των συγγραφέων στα σχολεία που διοργάνωνε συστηματικά το ΕΚΕΒΙ ενίσχυσαν τη φιλαναγνωσία. Εκείνοι όμως που αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία για τις επισκέψεις αυτές, που προετοιμάζουν τα παιδιά, που οργανώνουν και συντηρούν βιβλιοθήκες στα σχολεία είναι οι δάσκαλοι. Αυτοί δίνουν στα παιδιά ερεθίσματα να γνωρίσουν το βιβλίο και τα μυούν στο καλό βιβλίο».