Οφείλουμε να προσανατολιστούμε στην ιδέα ότι «βρισκόμαστε στις παραμονές ενός πολέμου με την τρομοκρατία». Η βαρύγδουπη αυτή άποψη δεν θα είχε ίσως κάποια βαρύτητα αν δεν τη διατύπωνε, και μάλιστα ως προειδοποίηση, ο Νίκολας Ράσμουσεν, διευθυντής του αμερικανικού Κέντρου εναντίον της τρομοκρατίας καταθέτοντας την περασμένη Δευτέρα σε επιτροπή του Κογκρέσου. Τρεις ημέρες νωρίτερα ο αντιστράτηγος Βίνσεντ Στιούαρτ, επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Πενταγώνου, είχε στείλει στον Λευκό Οίκο πολυσέλιδη έκθεση για τις «πρόσφατες μετακινήσεις» τζιχαντιστών σε «χώρες και περιοχές του ευρύτερου μουσουλμανικού ορίζοντα». Αμερικανοί αναλυτές προσδιορίζουν αυτόν τον ορίζοντα –περιλαμβάνει τον Λίβανο, την Ιορδανία, τη Λιβύη, την Τυνησία, την Υεμένη και «ακαθόριστες βάσεις» στην Αίγυπτο, γράφουν οι «New York Times», οι οποίοι ανεβάζουν τον αριθμό των μαχητών τζιχαντιστών του (νεοχαλιφάτου) της Συρίας – Ιράκ σε 30.000 και πλέον. Τον περασμένο Οκτώβριο ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου τούς είχε υπολογίσει σε 18.000-22.000.
Θα μείνουν και θα περιοριστούν στον «μουσουλμανικό ορίζοντα» αυτοί οι τζιχαντιστές; Μάλλον όχι. Η αντίδραση του γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ και του ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι στο «αποτρόπαιο έγκλημα» της δολοφονίας των 21 αιγυπτίων χριστιανών στη Λιβύη από ένα παρακλάδι του «νεοχαλιφάτου» είναι ενδεικτική. Ο Ολάντ μαζί με τον πρόεδρο της Αιγύπτου στρατηγό Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας –από το οποίο δεν μπορεί να περιμένει κανένας τίποτε περισσότερο από ένα ψυχρό καταδικαστικό ψήφισμα των τζιχαντιστών –και ο Ρέντσι ετοιμάζει αναβάθμιση των μέτρων και της νομοθεσίας εναντίον της τρομοκρατίας. Τι ειδικό βάρος έχουν αυτά; Ασήμαντο. Πολύ απίθανο βρίσκει το «New Yorker» το να μην «επιδείξουν εγκληματική δεξιότητα» και στις πατρίδες τους οι ευρωπαίοι μουσουλμάνοι που «σήμερα συμπορεύονται με τους τζιχαντιστές της Συρίας (…) αλλά αύριο θα επιστρέψουν» στην Ευρώπη.
Μας προειδοποιεί και ο Βρετανός Τζόναθαν Πάουελ, σύμβουλος του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον σε θέματα τρομοκρατίας. Η Λιβύη, δήλωσε την περασμένη Τρίτη σχολιάζοντας στον «Guardian» την εκεί «παρουσία ισλαμιστών εγκληματιών», εξελίσσεται στο να μεταβληθεί σε (ακυβέρνητη) «Σομαλία της Μεσογείου» και «η βία να επεκταθεί στη Νότια Ευρώπη». Τονίζοντας ότι η Λιβύη έχει καταντήσει «πρόσφορο έδαφος» για τα παρακλάδια του «νεοχαλιφάτου», καθώς δεν υπάρχει «κυβερνητική εξουσία», ο Πάουελ είναι κατηγορηματικός: Η Ευρώπη, είπε, από τα νότιά της ακόμη και «ως τη Βρετανία» δεν αποκλείεται να γίνει «ο δεύτερος σε σειρά» στόχος των ισλαμιστών. Το γεγονός ότι το «απόσπασμα» του νεοχαλιφάτου στη χερσόνησο του Σινά «έχει στρέψει τη δράση του στους (εκεί) μουσουλμάνους (…) σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας εφησυχάζει», δήλωσε. Τον περασμένο Ιανουάριο οι ένοπλοι ισλαμιστές του Σινά σκότωσαν 24 στρατιώτες, έξι αστυνομικούς και 14 πολίτες –όλους μουσουλμάνους, χωρίς να θίξουν τους χριστιανούς της εκεί Μονής της Αγίας Αικατερίνης. Η ανατολική περιοχή της Λιβύης, αυτή που συνορεύει με την Αίγυπτο, «έχει μεταβληθεί σε έμπεδο εκγύμνασης ευρωπαίων ισλαμιστών οι οποίοι κατευθύνονται προς τη Συρία και το Ιράκ». Αυτοί αποτελούν τους «πιθανούς ένοπλους μουσουλμάνους που θα δραστηριοποιηθούν στην Ευρώπη κάποτε», γράφει ο αμερικανός αναλυτής Ερικ Σμιτ με βάση στοιχεία αμερικανικών υπηρεσιών. «Κυβερνητικές πηγές στη Νότια Ευρώπη φοβούνται» αναφέρει «ότι τρεις επαρχίες της Λιβύης μετατρέπονται σιγά-σιγά σε βάσεις μαχητών του χαλιφάτου, ότι θα διαπλεύσουν την Μεσόγειο και θα διεισδύσουν στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Αφρικής».

Ο Ομπάμα πήρε (ξανά) το όπλο του
Επί του παρόντος μόνο η Αμερική φαίνεται να αντιμετωπίζει το πρόβλημα με κάποιον ουσιαστικό τρόπο αλλά όχι δίχως προβλήματα. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, τηρώντας παρά τη θέλησή του τον άγραφο «αμερικανικό κανόνα» του «κάθε αμερικανός πρόεδρος κηρύσσει κάποιον πόλεμο», ζήτησε την εξουσιοδότηση του Κογκρέσου για «στρατιωτική δράση» εναντίον των τζιχαντιστών και θεωρείται βέβαιον ότι θα τη λάβει. Η «δράση» θα ανατεθεί μόνο στην Αεροπορία και είναι αμφίβολο αν θα φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα, ίσως μάλιστα δημιουργήσει στην Αμερική νέα προβλήματα. Αν πρέπει, π.χ., να πλήξει στόχους ισλαμιστών στη χερσόνησο του Σινά, θα μείνει αδιάφορη η Αίγυπτος –με την οποία οι σχέσεις είναι μάλλον ψυχρές –στην οποία ανήκει το Σινά; Αμερικανοί πολιτικοί αναλυτές προβληματίζονται και φοβούνται επίσης μήπως υπάρξουν σοβαρές αντιδράσεις από την Ιορδανία και τον Λίβανο σε περίπτωση που τα drones, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ο προπομπός των αεροπορικών βομβαρδισμών, πλήξουν κατά λάθος και αθώους πολίτες αυτών των χωρών. Στο Πακιστάν, όπου συνέβησαν τέτοιες τραγικές περιπτώσεις, ξεσηκώθηκε ο κόσμος, παρ’ όλο που αποζημιώθηκαν οι οικογένειες των θυμάτων. «Μήπως δημιουργήσουμε άθελά μας νέους μαχητές τζιχάντ;» αναρωτιέται ο αρθρογράφος του «American Concervative» και παραθέτει στοιχεία γαλλικών πηγών σύμφωνα με τα οποία «κάθε εκδικητική αντίδραση των (γαλλικών) Αρχών στέλνει (γάλλους) μουσουλμάνους» στους τζιχαντιστές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ