Πολλοί φίλοι με ρωτούν αυτές τις μέρες αν η θεωρία παιγνίων έχει κάποια πρόβλεψη για την ελληνική διαπραγμάτευση που διεξάγεται στις Βρυξέλλες. Τι είδους παιχνίδι παίζουμε και ποια είναι η καλύτερη στρατηγική;
Το υπόδειγμα παιχνιδιού διαπραγμάτευσης είναι ανάμεσα σε δύο παίκτες που προσπαθούν να συμφωνήσουν πώς θα μοιράσουν ένα ευρώ. Ο καθένας προτιμά να το κρατήσει ολόκληρο, και οποιοδήποτε αποτέλεσμα όπου ο ένας παίκτης παίρνει ένα ποσοστό χ και ο άλλος 1-χ (για οποιαδήποτε τιμή του χ μεταξύ 0 και 1) είναι σημείο ισορροπίας. Δηλαδή αν συμφωνηθεί το χ, δεν μπορεί να αλλάξει με ομοφωνία, γιατί δεν θα συμφωνήσει όποιος θα πάρει μικρότερο μερίδιο με τον νέο συμβιβασμό. Γι’ αυτό η ΕΕ μάς υπενθυμίζει συνέχεια ότι υπάρχουν συμφωνίες.
Σε αυτό το παιχνίδι, αν και οι δύο παίκτες ξέρουν ότι δεν θα δεχθούν άλλη λύση πέρα από το 50-50, τότε αυτό θα είναι το αποτέλεσμα. Επίσης, αν ξέρουν ότι ο ένας δεν μπορεί να πάρει πάνω από 30 και ο άλλος λιγότερα από 70, πάλι αυτό θα είναι το αποτέλεσμα. Φυσικά, οι συνθήκες «κοινής γνώσης» (common knowledge) όπου ο κάθε παίκτης ξέρει την «τιμή κράτησης» (reservation price) του άλλου, και οι δύο τιμές κράτησης είναι ακριβώς συμπληρωματικές (αθροίζονται στο 100%), δεν ισχύουν σχεδόν ποτέ στην πράξη.
Ας πάρουμε ένα πιο ρεαλιστικό παιχνίδι, όπου ο ένας παίκτης προσπαθεί να πουλήσει το σπίτι του και ο άλλος να το αγοράσει. Ο πρώτος έβαλε μια αγγελία με την τιμή του ακινήτου και ο δεύτερος έκανε μια προσφορά. Προφανώς η προσφορά του αγοραστή είναι χαμηλότερη της τιμής πώλησης. Η διαπραγμάτευση θα γίνει για το πώς θα μοιράσουν οι δύο παίκτες τη διαφορά (αυτό είναι το προηγούμενο παιχνίδι). Ο καθένας από τους παίκτες έχει στο μυαλό του μια τιμή κράτησης, δηλαδή ένα ποσό κάτω από το οποίο δεν πρόκειται να συμφωνήσει για την αγοραπωλησία. Αν αυτές οι δύο τιμές κράτησης δεν είναι συμβιβαστές, θα καταλήξουν χωρίς συμφωνία. Θα μπορούσε κάποιος λοιπόν να σκεφθεί: Γιατί δεν ανακοινώνουν οι δύο παίκτες τις τιμές κράτησης εξαρχής; Ετσι, σε περίπτωση που δεν είναι συμβιβαστές, μη χάνουν τον χρόνο τους, ή, αν είναι, να μοιράσουν τη διαφορά με κάποιον τρόπο; Διότι το συμφέρον του καθενός είναι να πείσει τον άλλον ότι αν δεν μετακινηθεί κατά πολύ από την αρχική του θέση δεν θα γίνει η αγοραπωλησία. Ο πωλητής θέλει την ανώτατη δυνατή τιμή και ο αγοραστής την κατώτατη δυνατή.
Ας έρθουμε τώρα στη διαπραγμάτευση των Βρυξελλών –η οποία είναι πολύ πιο περίπλοκη από το προηγούμενο παιχνίδι. Πρώτον, διεξάγεται μεταξύ πολύ μεγαλύτερου αριθμού παικτών. Δεν μετέχουν μόνο η Ελλάδα και η ΕΕ. Υπάρχουν και το ΔΝΤ και η ΕΚΤ. Επιπλέον, η ΕΕ αποτελείται από πολλά κράτη με διαφορετικές στρατηγικές (τιμές κράτησης στην περίπτωσή μας). Και οι επιδιώξεις της Γερμανίας είναι διαφορετικές από της Πορτογαλίας. Και να μην ξεχνάμε ότι και άλλοι παίκτες ενδιαφέρονται για την κατάληξη αυτού του παιχνιδιού (ΗΠΑ, Ρωσία) και κάνουν δηλώσεις που αποσκοπούν στον επηρεασμό των κύριων παικτών. Τέλος, να μην ξεχνάμε ότι και η ελληνική πλευρά δεν είναι ενιαία. Οχι μόνο υπάρχουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, αλλά και η κυβερνητική παράταξη δεν έχει ενιαία πολιτική (πρόσφατα ο Βαρουφάκης και ο Λαπαβίτσας συγκρούστηκαν για το 70% του Μνημονίου). Δεν τελειώνουμε εδώ με τις επιπλοκές σε σχέση με το παιχνίδι της αγοραπωλησίας σπιτιού. Εκεί υπήρχε μια καθαρή εναλλακτική λύση: όχι συναλλαγή. Οι συνέπειες του Grexit δεν είναι γνωστές σε κανέναν, και οι παίκτες προσπαθούν να δημιουργήσουν εντυπώσεις που θα επηρεάσουν τους άλλους. Για παράδειγμα, τα ανοίγματα της ελληνικής πλευράς προς τη Ρωσία, την Κίνα, οι θέσεις για Ουκρανία προσπαθούν να δημιουργήσουν μια πιο μελανή εικόνα του Grexit στους εταίρους μας, ενώ αντίστοιχα οι παρεμβάσεις του Κάμερον προσπαθούν να πείσουν την ελληνική πλευρά ότι οι συνέπειες στην Ευρώπη θα είναι μηδενικές. Τέλος, υπάρχουν άπειροι «ειδικοί» που έχουν συμφέροντα προς τη μία ή την άλλη πλευρά, και για το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα που παρεμβαίνουν, «αναλύουν» και προσπαθούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα.
Το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει από αυτή την ανάλυση είναι ότι κατ’ αρχάς δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως οι παίκτες δείχνουν να στέκονται σε τεράστια απόσταση. Οταν κάποιος κάνει μια παραχώρηση, αυτό γίνεται δεδομένο για τη συνέχιση του παιχνιδιού. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάει πια για τη μείωση του ονομαστικού χρέους και η ΕΕ είναι διατεθειμένη να συζητήσει κάποια άλλη διαδικασία από απλή αίτηση παράτασης του Μνημονίου. Αυτό σημαίνει ότι αυτά τα θέματα δεν θα αποτελέσουν πια πεδίο σύγκρουσης. Επίσης ότι η κατάσταση είναι όχι μόνο αντικειμενικά περίπλοκη, αλλά και ότι οι παίκτες μπορεί να θέλουν να διατηρούν την αβεβαιότητα σαν στοιχείο της στρατηγικής τους. Αν κάποιος δηλώσει τις προθέσεις του, χάνει πιθανές ευκαιρίες να αποσπάσει πλεονεκτήματα από τον άλλο. Μπορεί επίσης να θέλουν να κάνουν σαφή τη θέση τους ώστε να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις (όταν όλοι οι υπουργοί του Eurogroup δηλώνουν ότι πρέπει να τηρούνται οι συμφωνίες).
Με άλλα λόγια, τα περισσότερα θεσμικά (ομοφωνία) και ουσιαστικά (χρήμα) όπλα βρίσκονται στα χέρια της ΕΕ. Αλλά ακόμα κι αν οι διαφωνίες εξαλείφονται, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται το ατύχημα μέχρι την τελική συμφωνία (και εδώ να υπενθυμίσω ότι η επικείμενη συμφωνία είναι… ένα πρώτο βήμα).
Υπάρχει επίσης ένα μείζον θέμα τακτικής για τις διάφορες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα που θα το αφήσουμε για επόμενη συζήτηση.
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ