Η μάχη ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα είναι σε εξέλιξη, αλλά η συσχέτιση Γκολιάθ – Δαυίδ θα ισχύσει μόνο αν η ευφυία αποδειχτεί ότι είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μέγεθος. Είναι νωρίς για προβλέψεις, αν και ο χρόνος μετριέται σε ημέρες και όχι σε εβδομάδες.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει δίκιο για τη δημοσιονομική πολιτική και την ελάφρυνση του χρέους. Υπερβολική λιτότητα χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα για την τόνωση της ζήτησης οδήγησαν σε βαθειά ύφεση που αύξησε το ποσοστό του χρέους στο ΑΕΠ και μείωσε δραματικά τις επενδύσεις και, κατ’ επέκταση, το προϊόν και την απασχόληση.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι πως το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, σχεδιασμένο για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της υπερβολικής λιτότητας των τελευταίων ετών, μπορεί να ενσωματωθεί στο πλαίσιο της ευρωζώνης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθεται να πραγματοποιήσει ένα μαζικό πρόγραμμα δαπανών, που περιλαμβάνει δωρεάν ηλεκτρική ενέργεια και τρόφιμα για όσους έχουν οικονομική ανάγκη και αυξήσεις στις συντάξεις ώστε να επανέλθουν στα επίπεδα πριν από την κρίση – με κόστος περίπου 6,5% του ΑΕΠ. Υψηλότεροι φόροι στους πλούσιους και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία θα συμβάλουν στη χρηματοδότηση αυτών των δαπανών ενώ αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα ενισχύσουν την προσπάθεια αναδιανομής του εισοδήματος. Η κυβέρνηση σχεδιάζει, επίσης, να επαναδιαπραγματευτεί το δημόσιο χρέος με τους δανειστές για να επιτύχει τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του.

Όμως, η αναστολή ή κατάργηση διαρθρωτικών αλλαγών που ενισχύουν την παραγωγικότητα δεν συμβάλλει στην οικονομική ανάκαμψη. Ένα μεταρρυθμισμένο κράτος μπορεί να βελτιώσει το οικονομικό περιβάλλον και να περιστείλει αντιπαραγωγικές δαπάνες, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα κίνητρα της αγοράς σαν μοχλός ανάπτυξης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποσχεθεί να καταργήσει την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και να αναστείλει τις ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό αγνοεί το γεγονός ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν τμήμα των δεσμεύσεων της Ελλάδας. Επιπλέον, υπηρετούν το μακροχρόνιο συμφέρον της χώρας. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν, και δεν πρέπει, να ακυρωθούν. Αντίθετα, πρέπει να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα σχεδιασμού και υλοποίησης για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά τους.

Η Ελλάδα τώρα ζητά τον τερματισμό του προγράμματος διάσωσης καθώς και του μηχανισμού εποπτείας του – της ‘τρόϊκα’ των αντιπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Στόχος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι η επαναδιαπραγμάτευση των όρων της υφιστάμενης συμφωνίας για τη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών, την ελάφρυνση του χρέους και την έξοδο από το καθεστώς διάσωσης.

Για να υπάρξει θετική έκβαση, η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει στην αναθεώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής και στην ελάφρυνση του χρέους προσαρμόζοντας το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης. Η κοινή γνώμη στην Ευρώπη και στον κόσμο μεταστρέφεται προς το μέρος της Ελλάδας συνειδητοποιώντας το τεράστιο κοινωνικό κόστος που προκάλεσαν οι αποτυχημένες πολιτικές λιτότητας. Αυτό ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της Αθήνας.

Αντί, όμως, η κυβέρνηση να στραφεί στα θέματα ουσίας, σπαταλά πολύτιμο διαπραγματευτικό κεφάλαιο επιδιώκοντας την απόρριψη κάθε αναφοράς στην υφιστάμενη συμφωνία με επίκληση της δημοκρατικής εντολής που έλαβε στις πρόσφατες εκλογές. Οι αρχές της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν αυτήν την στάση ως αμφισβήτηση της γενικά αποδεκτής αρχής pacta sunt servanda – οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται.

Αν η Ελλάδα μείνει έξω από ένα πλαίσιο προγράμματος, οι τράπεζές της θα μείνουν χωρίς χρηματοδότηση και θα εκτεθούν σε πολύ σοβαρούς κινδύνους. Η μάχη, από σύγκρουση πολιτικών – όπου το περιβάλλον μας ευνοεί – εξελίσσεται σε σύγκρουση αρχών, με αβέβαιη έκβαση.

* Ο Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός και πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής