«Οταν πια θα ‘χει έρθει η ώρα μου, όταν πεθάνω δε θέλω ν’ αφήσω υπόλοιπα. Οπως δεν θέλω να ‘μαι κι ο ίδιος υπόλοιπο» γράφει το 1975 ο Αντι Γουόρχολ στο βιβλίο «Η φιλοσοφία του Αντι Γουόρχολ» (εκδ. Τσαγκαρουσιάνος).
Τα «υπόλοιπα» για τον Αντι Γουόρχολ 28 χρόνια μετά τον θάνατό του δεν φαίνεται να έχουν κλείσει. Και αν κάποιοι λένε κυνικά «όχι άλλες Μέριλιν», ο λεγόμενος πάπας της ποπ αρτ παραμένει «επίκαιρα παρών». Είτε πρόκειται για μια θήκη iPhone με τυπωμένες τις χαρακτηριστικές κονσέρβες της σούπας Campbell’s που κρατά μια 16χρονη είτε για τη μεταξοτυπία «Τριπλός Ελβις», η οποία ήταν από τα ακριβότερα έργα που πουλήθηκαν σε δημοπρασία το 2014 (δημοπρατήθηκε έναντι 81,9 εκατ. δολαρίων), ο Γουόρχολ μάς απασχολεί.
Το 2015 είναι η χρονιά του. Το Ιδρυμα Αντι Γουόρχολ έχει προγραμματίσει τουλάχιστον 40 εκθέσεις των έργων του στις ΗΠΑ, σε πανεπιστημιακά μουσεία και ιδρύματα, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε ένα μαμούθ πρόγραμμα δωρεών. Συγκεκριμένα, τα τελευταία 15 χρόνια διένειμε 52.786 έργα σε 322 ιδρύματα, ενώ στην τελευταία φάση του προγράμματος δώρισε 14.000 έργα, κυρίως φωτογραφικό υλικό και εκτυπώσεις, με τον όρο να εκτεθούν μέσα στην επόμενη πενταετία. Η κίνηση ήταν σαφώς έξυπνη, καθώς το ενδιαφέρον του κοινού παραμένει ζωντανό και νέοι θαυμαστές γεννιούνται.

Τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στη Σελήνη

Ο άνθρωπος με την άχαρη περούκα-φετίχ πιθανότατα να ήταν τελικά ευχαριστημένος με αυτή την πορεία, ξεπερνώντας το γεγονός ότι, όπως έλεγε, ήθελε ο δικός του μηχανισμός να εξαφανιστεί. Ο ίδιος δεν ενσάρκωσε την εμπορευματοποίηση της τέχνης; Δεν τοποθέτησε μπροστά μας μέσω των τολμηρών προτάσεών του έναν καθρέφτη που αντικατόπτριζε την κοινωνία του «φαίνεσθαι»; «Αφού έκανα εκείνο που λέγεται “τέχνη” ή όπως αλλιώς λέγεται, μπήκα στην τέχνη των επιχειρήσεων. Ηθελα να γίνω ένας Καλλιτέχνης Επιχειρηματίας ή ένας Επιχειρηματίας Καλλιτέχνης. Το να ‘σαι καλός στις επιχειρήσεις είναι το πιο συναρπαστικό είδος τέχνης» γράφει στο βιβλίο «Η φιλοσοφία του Αντι Γουόρχολ».

O Aντι Γουόρχολ γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου του 1928 στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας ως Αντριου Γουόρχολα και ήταν το τρίτο παιδί της Τζούλιας και του Αντρεζ Γουόρχολα, φτωχών εργατών μεταναστών από την Τσεχοσλοβακία. Μεγάλωσε στο τσεχοσλοβακικό γκέτο «με τις μπάμπουσκες και τις φόρμες της δουλειάς κρεμασμένες στα σκοινιά της μπουγάδας» και τα παιδικά του χρόνια σημαδεύθηκαν από μια εύθραυστη υγεία, καθώς ένας ιός προσέβαλε τα νεύρα του.
Το παιδί που άκουγε τη μητέρα του να του διαβάζει ιστορίες χωρίς να τις καταλαβαίνει πραγματικά, λόγω της έντονης τσεχοσλοβακικής προφοράς της, σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι, όπου ειδικεύθηκε στην εικονογράφηση. Επόμενο βήμα του ήταν η μετακόμιση στη Νέα Υόρκη, όπου αρχικά εργάστηκε ως εικονογράφος σε διαφημίσεις και συνεργάστηκε με περιοδικά όπως το «Harper’s Bazaar» και το «Glamour». «Αυτό που θυμάμαι περισσότερο από εκείνη την εποχή, πέρα από τις ατελείωτες ώρες που περνούσα δουλεύοντας, είναι οι κατσαρίδες» γράφει στο βιβλίο «Η φιλοσοφία του Αντι Γουόρχολ».«Ολα τα διαμερίσματα στα οποία έμεινα ήταν γεμάτα από δαύτες. Ποτέ μου δεν θα ξεχάσω την ταπείνωση που ένιωσα όταν πήγα το ντοσιέ με τη δουλειά μου στο γραφείο της Κάρμελ Σνόου, στο περιοδικό “Harper’s Bazaar”. Καθώς άνοιγα το φερμουάρ, μια κατσαρίδα ξεπρόβαλε και πήγε ως κάτω στο πόδι του τραπεζιού. Η Κάρμελ Σνόου με λυπήθηκε τόσο πολύ που μου έδωσε τη δουλειά».
Σύμφωνα με το βιβλίο του Νίκου Σταθούλη «Αλέξανδρου Ιόλα: η ζωή μου» (εκδ. Οδός Πανός), ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον Αντι Γουόρχολ όταν γύρω στο 1945-46 τον έβλεπε να περνάει έξω από την γκαλερί του στη Νέα Υόρκη και του κέντρισαν την προσοχή «το ύφος του, το περπάτημά του, το χλωμό του πρόσωπο, το αδύνατο σώμα του». Γνωρίστηκαν και ο Ιόλας ζήτησε να δει τα σχέδια παπουτσιών που έφτιαχνε τότε.
«Μέχρι σήμερα ήσασταν σχεδιαστής παπουτσιών. Από σήμερα ξεκινάτε να παρουσιάσετε την πρώτη σας έκθεση» του είπε. Ετσι, το 1952 εγκαινιάστηκε η πρώτη ατομική του έκθεση, η οποία ήταν μια σειρά σχεδίων βασισμένων σε κείμενα του Τρούμαν Καπότε. Η υποδοχή δεν ήταν θερμή.Μάλιστα, ο Αλέξανδρος Ιόλας σημειώνει ότι μια γυναίκα αγόρασε όλα τα έργα για να τα καταστρέψει.
Ο Αντι Γουόρχολ είχε την ικανότητα όμως όσο κανείς άλλος να κατανοεί το πνεύμα της εποχής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 καθιέρωσε θέματα από τη μαζική κουλτούρα και εκθέτοντας πίνακες που απεικόνιζαν κονσέρβες σούπας Campbell’s και μπουκάλια Coca-Cola απέκτησε την πολυπόθητη διασημότητα. Ξεκίνησε η παραγωγή και ο Γουόρχολ έμοιαζε ασταμάτητος όταν δημιουργούσε μεταξοτυπίες τα διάσημα πλέον πορτρέτα της Μέριλιν Μονρόε, του Ελβις Πρίσλεϊ, της Τζάκι Κένεντι, της Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Σκοπός του; Να παράγει μαζικά την ίδια τέχνη. Εκείνος ήταν η μηχανή και στο περίφημο Factory, το στούντιο που δημιούργησε με τους καθρέφτες και τους καλυμμένους με αλουμινόχαρτο τοίχους, προσέλαβε «εργάτες της τέχνης», τους βοηθούς του δηλαδή, οι οποίοι με την εποπτεία του ουσιαστικά αναπαρήγαγαν τέχνη.
«Είναι ο μόνος που απομυθοποίησε την τέχνη σπάζοντας με τα πολλαπλά του ταμπού το ταμπού της μοναδικότητας. Υστερα τον αντέγραψαν όλοι. Δεν έφτιαχνε ένα λουλούδι. Εφτιαχνε εκατοντάδες λουλούδια και γέμιζε τις γκαλερί, για να πάρουν όλοι. Δεν έκανε ένα πορτρέτο. Εκανε τέσσερα, σε διάφορες χρωματικές παραγωγές. Δεν έκανε ένα θέμα. Το έφτιαχνε παραλλάσσοντάς το σε αρκετές εφαρμογές» αναφέρει ο Αλέξανδρος Ιόλας στο βιβλίο «Αλέξανδρου Ιόλα: η ζωή μου». «Με τα μοντέλα του –που ήταν πολιτικοί, καλλιτέχνες, τραγουδιστές, τραβεστί, αστέρες της μουσικής, ηθοποιοί, φίλοι του, αθλητές, ιστορικές προσωπικότητες –αναβίωσε την προσωπογραφία. Αυτό είναι επανάσταση. Ηταν ένας χειραγωγός συμβόλων».
Ο ίδιος ο Γουόρχολ στο βιβλίο «Η φιλοσοφία του Αντι Γουόρχολ» έδωσε μια ακριβή περιγραφή της κατάστασης που επικρατούσε στο Factory. «Είχα δικό μου στούντιο και μερικούς ανθρώπους που δούλευαν για εμένα. Αργότερα έγινε ένας διακανονισμός και έμεναν κιόλας στο στούντιό μου. Εκείνο τον καιρό τα πάντα ήταν άνετα, χαλαρά. Μέρα-νύχτα υπήρχαν άνθρωποι στο στούντιο. Φίλοι φίλων. Στο πικάπ ακουγόταν πάντα η Μαρία Κάλλας, γύρω υπήρχαν πολλοί καθρέπτες και παντού άφθονο αλουμινόχαρτο. (…) Αρχισα να συνειδητοποιώ πόσο παράφρονες μπορούν να είναι οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, μια κοπέλα μετακόμισε στα ασανσέρ και δεν έβγαινε για μια εβδομάδα, ώσπου αρνήθηκαν να της φέρουν άλλη κόκα κόλα». Ηταν η εποχή της ντίσκο, των ναρκωτικών και της ποπ.
Και ο Γουόρχολ δεν σταμάτησε εκεί, πέρασε στον κινηματογράφο και στράφηκε στη δημιουργία αβανγκάρντ ταινιών βασισμένων κυρίως στο μοτίβο της επανάληψης και του ερωτισμού. Το κινηματογραφικό του σύμπαν είναι ο κόσμος του αντεργκράουντ και στις ταινίες του συμμετέχουν μεγάλα ονόματα της τότε καλλιτεχνικής και κοσμικής ζωής, τραβεστί, εθισμένοι στην ηρωίνη, αρσενικές πόρνες, όπως η «μούσα» του Τζο Νταλεσάντρο.
Η δουλειά του χαρακτηριζόταν από αποσπασματικότητα και κατάφερε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν το ανδρικό γυμνό και η χρήση ναρκωτικών επί της οθόνης. Στο «Sleep» για έξι ώρες η κάμερα παρακολουθούσε τον ποιητή Tζον Tζιόρνο να κοιμάται, στο «Εat» ένας άνδρας έτρωγε ένα μανιτάρι για 45 λεπτά, στο «Blow Job» η ταινία εστίαζε στο πρόσωπο ενός άνδρα καθώς δεχόταν στοματικό έρωτα και στο φιλμ «Εmpire» για οκτώ ώρες και πέντε λεπτά η κάμερα εστιαζόταν στο Empire State Building. Πιο επιτυχημένη θεωρείται η ταινία «Chelsea Girls» (συνυπογράφεται από τον Πολ Μόρισεϊ) όπου δύο φιλμ των 16 χιλιοστών τρέχουν ταυτόχρονα και παρακολουθούν τη ζωή των ενοίκων του ξενοδοχείου Chelsea, κυρίως διάσημων κοριτσιών της λεγόμενης «αυλής» του Γουόρχολ, όπως η Nico, ηΙνγκριντ Σουπερστάρ και η Μέρι Βορόνοφ.
Την ίδια στιγμή «υιοθέτησε» το συγκρότημα «Velvet Underground». Σύστησε στους ιδρυτές του συγκροτήματος, Λου Ριντ και Τζον Κέιλ, τη γερμανίδα τραγουδίστρια, μοντέλο και ηθοποιό Nico, η οποία τραγούδησε τελικά στον δίσκο του συγκροτήματος«Velvet Underground and Nico», με τον ίδιο τον Αντι Γουόρχολ να σχεδιάζει στο εξώφυλλό του την περίφημη πλέον μπανάνα. Αργότερα διαφώνησε με το συγκρότημα και οι δρόμοι τους χώρισαν. Πάντως ο Λου Ριντ το 1990 τού αφιέρωσε τον δίσκο «Songs of Drella» –Drella ήταν ένα από τα χαϊδευτικά του Γουόρχολ, ένας συνδυασμός των λέξεων «Dracula» (Δράκουλας) και «Cinderella» (Σταχτοπούτα).
Στις 3 Ιουνίου του 1968 η ζωή του Αντι Γουόρχολ άλλαξε. Τον πυροβόλησε η Βαλέρια Σολάνις και εκείνος τραυματίστηκε σοβαρά. Η διαταραγμένη αυτή γυναίκα ανήκε στον ευρύτερο κύκλο του Γουόρχολ, ήταν ιδρύτρια μιας ομάδας που ονομαζόταν «Society for Cutting Up Men» (Σωματείο για το «πετσόκομμα» των ανδρών) και φοβόταν ότι ο διάσημος καλλιτέχνης θα της έκλεβε τα συγγραφικά της πονήματα. Μετά τον σοβαρό τραυματισμό του ο Γουόρχολ αναγκάστηκε να φοράει κορσέ για την υπόλοιπη ζωή του.
Το 1969 ξεκίνησε και την έκδοση του περιοδικού «Ιnterview». Γεμάτο φωτογραφίες διασήμων αλλά και ανθρώπων που διεκδικούν τα περίφημα «15 λεπτά διασημότητας», λάνσαρε την ελεύθερη συνομιλία με την εκάστοτε προσωπικότητα που παρουσίαζε, παραδίδοντας ανατρεπτικές συνεντεύξεις.
Η δεκαετία του 1970 ήταν πιο ήρεμη για εκείνον. Εκανε παρέα με πλούσιους πάτρωνες και μια δεύτερη εποχή εκτυπώσεων προσωπογραφιών ξεκίνησε με τα πορτρέτα του Μάο Τσε Τουνγκ, της μητέρας του Τζούλιας Γουόρχολα, του Μικ Τζάγκερ, της Μπριζίτ Μπαρντό.
Το τελευταίο έργο που ανέλαβε ήταν μια παραγγελία του Αλέξανδρου Ιόλα. Οπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Νίκος Σταθούλης, ο Αλέξανδρος Ιόλας τηλεφώνησε στον Αντι Γουόρχολ και του είπε: «Αντι, παιδί μου, αποφάσισα να παρουσιάσω τον “Μυστικό Δείπνο” του Λεονάρντο ντα Βίντσι, απέναντι από τη Santa Maria delle Grazie, όπου βρίσκεται ο πραγματικός. Εσύ θα φτιάξεις την αναπαραγωγή του». Και ο Γουόρχολ απάντησε: «Τέλεια, Ιόλα… Εχω ένα εικόνισμα του “Mυστικού Δείπνου” στο προσκεφάλι μου. Είναι αυτό του Λεονάρντο».
O Γουόρχολ σχεδίασε λοιπόν περίπου 100 παραλλαγές αυτού του θέματος και τον Ιανουάριο του 1987 πράγματι διοργανώθηκε η έκθεσή του στο Mιλάνο, στο Παλάτσο Στελίνε. Ηταν και η τελευταία. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1987, σε ηλικία 58 χρόνων, πέθανε σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης έπειτα από μια εγχείρηση χοληδόχου κύστης.
Ο ποπ εικονοποιός, ο πατριάρχης του μαζικού, του πολλαπλού και του κοινότοπου φαίνεται τελικά να επινόησε τον εαυτό του. Εζησε την απόλυτη διασημότητα, καταφέρνοντας την ίδια στιγμή να θολώνει την περσόνα του. «Ο κόσμος έλεγε κάποτε ότι προσπαθούσα “να δουλέψω” τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όταν έδινα μια αυτοβιογραφία σε κάποια εφημερίδα και διαφορετική σε κάποια άλλη. Μ’ αρέσει να δίνω διαφορετικές πληροφορίες σε διαφορετικά περιοδικά, γιατί ήταν σαν να έβαζα έναν ανιχνευτή ν’ ανακαλύψει πού έβρισκαν τις πληροφορίες τους οι άνθρωποι» έγραψε στο βιβλίο «Η φιλοσοφία του Αντι Γουόρχολ».
Aκόμη και η σεξουαλικότητά του ήταν ένα μυστήριο: ο Αντι Γουόρχολ που δεν παντρεύτηκε ποτέ, που δεν απέκτησε απογόνους, που θεωρείται ομοφυλόφιλος, που δήλωνε παρθένος, που για πολλούς ήταν ασέξουαλ ή απλώς ηδονοβλεψίας έγραψε για τον έρωτα: «Ο φανταστικός έρωτας είναι πολύ καλύτερος από τον πραγματικό έρωτα. Είναι πολύ πιο συναρπαστικό να μην το κάνεις ποτέ. Οι πιο συναρπαστικές έλξεις αναπτύσσονται ανάμεσα σε δύο αντίθετα που δεν συναντιούνται ποτέ».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ