Μετά τη δημοσίευση της τελευταίας Έκθεσης για την Παγκόσμια Οικονομία (World Economic Outlook) από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κορυφαίοι οικονομολόγοι , όπως ο Λάρρυ Σάμμερς, ο Μάριο Μόντι και ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, υποστήριξαν την ανάγκη αλλαγής των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης ώστε οι δημόσιες επενδύσεις να μπορέσουν να επιταχύνουν την οικονομική της ανάκαμψη. Το επιχείρημα είναι ότι, με δεδομένο ότι το κόστος δανεισμού έχει καταρρεύσει σε επίπεδα της τάξης του 1%, αυξημένη επενδυτική δαπάνη από τις κυβερνήσεις θα ισοδυναμούσε με το παροιμιώδες ‘δωρεάν γεύμα’, καθώς θα απέδιδε σε φορολογικά έσοδα περισσότερο από το επενδυτικό κόστος με αποτέλεσμα ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ να μην αυξηθεί. Τότε γιατί αντιδρούν οι Γερμανοί αξιωματούχοι?

Δεν είναι μυστικό ότι η Γερμανία είναι βαθειά προσηλωμένη στην αυστηρή τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης. Η έμφαση στην «πειθαρχία» αντανακλά πρωταρχικά μια αντίληψη, εμπεδωμένη στην κουλτούρα και τα πανεπιστήμια της Γερμανίας, που συνδέει την οικονομική επιστήμη με την ηθική φιλοσοφία. Οικονομικές συμπεριφορές, όπως η αποταμίευση και η αποφυγή του χρέους, είναι επιθυμητές γιατί είναι συνεπείς με ηθικά πρότυπα στην προσωπική συμπεριφορά.

Επιπλέον, οι Γερμανοί δεν είναι πεπεισμένοι ότι οι κεϊνσιανές πολιτικές, δίνοντας έμφαση στην στήριξη της συνολικής ζήτησης, είναι αποτελεσματικές στον προσδιορισμό των μακροχρόνιων οικονομικών τάσεων, παρά την προφανή βραχυχρόνια επιρροή που ασκούν στην παραγωγή και την απασχόληση. Η κυρίαρχη άποψη στη Γερμανία είναι ότι η ανάκαμψη από την ύφεση προκύπτει κυρίως από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα και ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα.

Αλλά τέτοιες μεταρρυθμίσεις, οι Γερμανοί πιστεύουν, αναγκαστικά συνεπάγονται κοινωνικό κόστος, που τις καθιστά αντιδημοφιλείς και δυσχεραίνει την υλοποίησή τους. Μόνο όταν εφαρμόζεται (ή τουλάχιστον απειλείται) δημοσιονομική λιτότητα, και η κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με αυξανόμενη ανεργία και διευρυνόμενη φτώχεια, κινητοποιείται μια χώρα στην προώθησή τους. Όταν η λιτότητα χαλαρώνει και ο κίνδυνος απομακρύνεται, η πειθαρχία εξασθενίζει και η δυναμική των μεταρρυθμίσεων χάνεται. Η συμπεριφορά της Ιταλίας με τον πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι συχνά αναφέρεται ως παράδειγμα αυτής της στάσης.

Οποιεσδήποτε και αν είναι, όμως, οι αρετές της προσήλωσης στην «ηθική» οικονομική συμπεριφορά, η αντίληψη της Γερμανίας για τη δημοσιονομική πειθαρχία στην ευρωζώνη παραμένει εκτεθειμένη σε κρίσιμες αμφισβητήσεις. Καταρχάς, αυτό που χρειάζεται η ευρωζώνη τώρα δεν είναι η διάσωση των ασθενέστερων χωρών από τη χρεοκοπία ή, ακόμα, η στήριξη της μακροχρόνιας ανάπτυξης. Προέχει η ανάγκη ανάκτησης του χαμένου προϊόντος και απασχόλησης, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου – στόχους που ούτε η δημοσιονομική λιτότητα ούτε οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να επιτύχουν μόνες τους.

Στην πραγματικότητα, η δημοσιονομική λιτότητα ευθέως υπονομεύει την επίτευξη αυτών των στόχων, περιορίζοντας τη ζήτηση και αποθαρρύνοντας την ανάπτυξη, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν πολύ μικρή επιρροή στις βραχυχρόνιες οικονομικές επιδόσεις.

Εξάλλου, ακόμα και αν η οικονομική δυστυχία μπορεί να διευκολύνει σε ορισμένες περιπτώσεις τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σίγουρα δεν το επιτυγχάνει σε κοινωνίες που έχουν ήδη υποστεί σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά τραύματα. Σήμερα, οι χώρες της ευρωζώνης που αγωνίζονται να ξεπεράσουν την κρίση έχουν ανάγκη από θετικές προσδοκίες και οφέλη, όχι περισσότερη εξαθλίωση.

Η δημοσιονομική στάση της Γερμανίας την έχει αφήσει πιο απομονωμένη από ποτέ. Ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ματέο Ρέντσι, έχει ανεβάσει τους τόνους της ρητορικής του εναντίον της λιτότητας, ενώ η Γαλλία προγραμματίζει να αθετήσει την υποχρέωση μείωσης του ελλείμματός της σε επίπεδα κάτω από το 3% του ΑΕΠ μέσα σε δύο χρόνια, και ζητά περισσότερη ευελιξία στην εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης. Η εμμονή σε πολιτικές λιτότητας, όπως αναγνωρίζει ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών, υπονομεύει τον κοινά αποδεκτό στόχο της βιώσιμης μη πληθωριστικής ανάπτυξης.

Οι δημόσιες επενδύσεις για υποδομές μπορούν να χρησιμεύσουν ως μοχλός γι’ αυτήν την ανάπτυξη, ενισχύοντας ταυτόχρονα τόσο τη βραχυχρόνια ζήτηση όσο και τη δυνητική μακροχρόνια ανάπτυξη. Η επένδυση αυξάνει την παραγωγική ικανότητα ενώ λειτουργεί, στο πλαίσιο της διαρθρωτικής αλλαγής, ως μηχανισμός αναμετάδοσης τεχνολογικών καινοτομιών. Με αυτόν τον τρόπο, η αυξημένη δαπάνη για υποδομές συμβάλλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανάπτυξης. Με τον σημερινό συνδυασμό υψηλού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή – που έχει αυξηθεί ακόμα περισσότερο λόγω της υπερβάλλουσας παραγωγικής δυναμικότητας – και εξαιρετικά χαμηλού κόστους δανεισμού, όλα αυτά τα οφέλη θα επιτευχθούν χωρίς κανένα καθαρό δημοσιονομικό κόστος.

Το επιχείρημα για αυξημένες δημόσιες επενδύσεις στην ευρωζώνη είναι ισχυρό. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι η αναθεώρηση των υφιστάμενων δημοσιονομικών κανόνων της νομισματικής ένωσης ώστε να επιτραπεί ευνοϊκότερη μεταχείριση της επενδυτικής δαπάνης. Η Γερμανία πρέπει να ικανοποιηθεί με την καθιέρωση αυστηρών ελέγχων που θα αποβλέπουν στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής κατανομής των πόρων.

Βέβαια, η αυξημένη κεφαλαιακή δαπάνη από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν αποτελεί πανάκεια. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να αναβαθμίσει το πρόγραμμα που πρόσφατα ανήγγειλε για ποσοτική νομισματική επέκταση, παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Bundesbank). Πρέπει να ακολουθήσει το πρότυπο άλλων κεντρικών τραπεζών, όπως κυρίως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve), που ενίσχυσαν ουσιαστικά τη ρευστότητα πραγματοποιώντας μεγάλης κλίμακας αγορές κρατικού χρέους. Στην περίπτωση της ευρωζώνης πρέπει να συμπεριληφθούν τα κρατικά ομόλογα των υπερχρεωμένων χωρών, που αντιμετωπίζουν το σοβαρότερο πρόβλημα έλλειψης ρευστότητας.

Όμως, η επιτάχυνση των δημόσιων επενδύσεων πρέπει να αποτελέσει τον κορμό μιας συνεκτικής στρατηγικής για την οικονομική ανάκαμψη της ευρωζώνης. Δεδομένου ότι αμφισβητείται λιγότερο από τις αντισυμβατικές νομισματικές πολιτικές, και χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να αποδώσει αποτελέσματα, πρέπει να έχει προβάδισμα στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων.