Σύμφωνα με το άρθρο 49 § 1 στοιχ α ν. 4277/2014 – Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας –Αττικής, μεταξύ των άλλων δικαιολογητικών που απαιτούνται για την αποτέφρωση, όπως είναι η πιστοποίηση ιατροδικαστή, είναι αναγκαία πρώτα –πρώτα «Έγγραφη δήλωση ή σημείωμα του θανόντος ότι επιθυμούσε την αποτέφρωση της σωρού του. Αν ο θανών δεν κατέλιπε τέτοια δήλωση ή σημείωμα, έγγραφη δήλωση του/της συζύγου αυτού ή του/της εν ζωή συντρόφου του θανόντος με τον/την οποίο/α ο τελευταίος είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 του ν. 3719/2008 «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί και άλλες διατάξεις» (Α΄ 240) ή, τέλος, των συγγενών πρώτου ή δευτέρου βαθμού του θανόντος, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής τους».


Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι αποτεφρώνεται όποιος έγραψε σχετική δήλωση όσο ζούσε ή άφησε ανάλογο σημείωμα. Αν δεν άφησε κάτι τέτοιο, όπως είναι ολοφάνερο ότι πράττει η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της χώρας μας, αρκεί έγγραφη δήλωση συζύγου ή συντρόφου ή συγγενών πρώτου ή δευτέρου βαθμού. Να μη το λησμονήσω : Η έγγραφη δήλωση των προσώπων αυτών θέλει βεβαίωση γνησίου της υπογραφής, του νεκρού (όσο ζούσε), δεν χρειάζεται (!).

Είναι σεβαστή η επιθυμία του καθενός για την τύχη του σώματός του μετά από το θάνατό του. Άλλο όμως αυτό και άλλο όταν δεν το έχει δηλώσει όσο ζούσε, να αποτεφρώνεται επειδή το θέλουν οι συγγενείς του.
Το πτώμα δεν είναι πράγμα και δεν είναι στοιχείο της κληρονομίας. Ως προς το δικαίωμα για την ταφή (τόπος, χρόνος), πρέπει να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη η θέληση του νεκρού, με οποιοδήποτε τρόπο και αν είχε εκφρασθεί πριν από το θάνατό του.
Ανάλογα θα πρέπει να ισχύσουν και για την αποτέφρωση. Εφόσον ο νεκρός έχει εκφράσει, ελεύθερα και με σαφήνεια τη βούλησή του όσο ζούσε, αυτή προηγείται και το μόνο ζήτημα είναι να μην υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή είναι όντως η τελευταία επιθυμία του νεκρού.
Όταν αυτή η θέληση δεν είχε εκφρασθεί ρητά, θα ληφθούν υπόψη στοιχεία από το βίο του νεκρού, οι πεποιθήσεις και οι συνήθειές του, αλλά και τα συναλλακτικά ήθη και οι παραδόσεις. Η βούλησή του δεν υποκαθίσταται από αυτή των συγγενών του και δεν τεκμαίρεται από μόνη τη σιωπή του. Σχετικώς πρόσφατα, τα δικαστήρια αντιμετώπισαν διαμάχη μεταξύ στενών συγγενών για το είδος της κηδείας, θρησκευτικής ή πολιτικής. Η απόφαση του δικαστηρίου ορθώς ανεζήτησε τι θα ήθελε ο ίδιος ο νεκρός.
Δηλαδή πρέπει να αρχίσουν οι άνθρωποι να δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν να αποτεφρωθούν; Και αν οι συγγενείς αποκρύψουν την εκπεφρασμένη επιθυμία του μακαρίτη και προβάλλουν μόνο τη δική τους; Και αν η σύντροφος του νεκρού επιθυμεί την αποτέφρωση και η μητέρα του ορκίζεται ότι ο νεκρός δεν την επιθυμούσε καθόλου; Και αν ο νεκρός δεν έχει συγγενείς, θα μπορεί να αποφασίζει ο δήμος ή μια άλλη αρχή και να διατάσσει την αποτέφρωση;
Τέτοιες πρακτικές, όπως αυτή η ατυχής διάταξη, μόνο σεβασμό στη μνήμη του νεκρού δεν δηλώνουν. Λησμονούν το νεκρό και δίνουν το βάρος στον εγωισμό της προσωπικής άποψης των ζώντων. Επιβάλλεται πάραυτα αντικατάσταση : Για να γίνεται αποτέφρωση, να απαιτείται ο ίδιος ο νεκρός να έχει εκφράσει ρητά, κατηγορηματικά και ανεπηρέαστα τη βούλησή του. Κάθε άλλο είναι προσβολή και της ελευθερίας και της μνήμης του.
Η κυρία Ρόη Δ. Παντελίδου είναι καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θράκης