Πήγαινα τακτικά στην Κεντρική Αγορά για ψώνια, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 που κατοικούσα στην Ακρόπολη. Ηταν το μόνο μέρος όπου έβρισκα φρέσκες πέστροφες να κάνω truite aux amandes («πανέ» με αμύγδαλα), καθώς τότε πειραματιζόμουν με τη γαλλική κουζίνα. Εκτός από εξαιρετικά ψάρια, μύδια και θαλασσινά, έπαιρνα από την Αγορά και βοδινές καρδιές που τις μαγείρευα με ρύζι και λαχανικά για τα σκυλιά μας – ποτέ δεν βασίστηκα σε σκυλοτροφές.

Πρόσφατα, συγκεντρώνοντας υλικό για την ανακοίνωση που έκανα στο φετινό Oxford Symposium on Food & Cookery, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά πως Δημοτική Αγορά είναι μόνο η ψαραγορά, με τα κρεοπωλεία στην περιφέρειά της. Τα υπόλοιπα κτίρια – ενωμένα με την ψαραγορά με στέγαστρα που καλύπτουν τις οδούς Αρμοδίου, Αριστογείτονος και Φιλοποίμενος – είναι κτίρια ιδιωτικά. Με τα στέγαστρα δημιουργείται το ενιαίο εμπορικό τετράγωνο Ευριπίδου-Αιόλου-Σοφοκλέους και Αθηνάς. Η υπέροχη Στοά Αθανάτων, με τα ζωγραφισμένα πανό στην πρόσοψη της Σοφοκλέους, έχει χτιστεί πριν από την Αγορά, σε πρώιμο νεοκλασικό στυλ, και μου θυμίζει περισσότερο τα οθωμανικά αρχοντικά της Πλάκας, ξεχωρίζοντας από τα άλλα νεοκλασικά της περιοχής.

Αναβολές και θυσίες

Ο Κώστας Μπίρης στο βιβλίο του «Αι Αθήναι: Από του 19ου εις τον 20όν αιώνα» αγνοεί την Κεντρική Αγορά, ενώ περιγράφει τα περισσότερα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια που χτίστηκαν όταν ο Οθων αποφάσισε να κάνει την κωμόπολη με τα 1.500 σπίτια και τις 124 εκκλησιές πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Ισως να σκέφτηκε πως θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να περιγράψει τις απίθανες περιπέτειες του έργου – κράτησαν κοντά δέκα χρόνια! Η ανέγερση αποφασίστηκε, αλλά εγκρίθηκε έπειτα από χρόνια∙ άρχισε και σταμάτησε κάμποσες φορές λόγω έλλειψης χρημάτων και – όπως συμβαίνει από καταβολής ελληνικού κράτους – με κατηγορίες για κλεψιές, μίζες και υπερβάσεις εργολάβων.

Η αρχιτέκτων-μελετήτρια Μαρία Δανιήλ, στο εξαιρετικό άρθρο της «Η Δημοτική Αγοράκαι η ευρύτερη περιοχή της» («Τα Αθηναϊκά», Αθήνα 2002-2003, τ. 108),αναφέρεται διεξοδικά στο κτίριο, αλλά και στην ιστορία όλης της περιοχής, που ήταν διάσπαρτη από ερείπια του αρχαίου τείχους και βυζαντινές εκκλησιές, τα οποία θυσιάστηκαν για να δημιουργηθεί η Κεντρική Αγορά της Αθήνας.

Αποκαλούμε την Αγορά «Βαρβάκειο», ενώ δεν έχει καμία σχέση με δωρεά του Βαρβάκη, του έλληνα κροίσου ο οποίος πολέμησε στο πλευρό των Ρώσων – οι περιπέτειές του περιγράφονται γλαφυρά στην ταινία «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Το όνομα το πήρε η Αγορά λόγω γειτνίασης με το μεγάλο σχολείο Βαρβάκειο που έστεκε στο απέναντι οικόπεδο, προς την πλευρά της Σωκράτους. Το κτίριο αυτό κατεδαφίστηκε μετά τον πόλεμο, όταν το σχολείο μεταφέρθηκε στο Ψυχικό. Για τους παλιούς Αθηναίους ήταν ορόσημο το Βαρβάκειο, το μεγαλόπρεπο σχολείο που δημιουργήθηκε με κληροδότημα, στη χέρσα τότε περιοχή, μετά τον θάνατο του Βαρβάκη, πολύ πριν από την Αγορά.

Αναλογιστείτε ότι η Δημοτική Αγορά και τα γύρω μαγαζιά εξακολουθούν να λειτουργούν με τον ίδιο περίπου χαρακτήρα, για 130 χρόνια, από το καλοκαίρι του 1884, όταν στο μισοτελειωμένο κτίριο μεταφέρθηκε αναγκαστικά, λόγω πυρκαγιάς, το παλιό Πάνω Παζάρι της Αθήνας.

Η παλιά λάμψη

Πολλά θα μπορούσα να σας διηγηθώ για το λαμπερό παρελθόν της Κεντρικής Αγοράς, όταν όλοι ανεξαιρέτως οι Αθηναίοι έρχονταν εδώ για να ψωνίσουν. Εφταναν με τις άμαξες στην αρχή, αργότερα με τραμ που το έσερναν άλογα (προτού αποκτήσει μηχανή) και τέλος με τα λεωφορεία, τα ταξί και τα ιδιωτικά οχήματα (επιφυλάσσομαι να σας μεταφέρω μαρτυρίες και ιστορικά παραλειπόμενα κάποια άλλη στιγμή). Τώρα πρέπει όλοι εμείς που πονάμε την Αθήνα – ακόμη κι αν την εγκαταλείψαμε – να καταθέσουμε ιδέες και σκέψεις για το μέλλον της μοναδικής αυτής «περιοχής των θαυμάτων».

Παρακολουθώντας την ομιλία μου στην Οξφόρδη και τις φωτογραφίες από το ένδοξο παρελθόν και το ζοφερό παρόν της Αγοράς, η φίλη Eλίζαμπεθ Μινκίλι – αμερικανίδα συγγραφέας που ζει στη Ρώμη – έκανε τον παραλληλισμό με το Campo de’ Fiori, την ιστορική καθημερινή λαϊκή της ιταλικής πρωτεύουσας. Οι Ιταλοί, όπως και οι Ελληνες, σταμάτησαν να πηγαίνουν στο Κέντρο για να ψωνίσουν λαχανικά στη λαϊκή, προτιμώντας την ευκολία των σουπερμάρκετ όπου παρκάρουν και στοκάρουν φαγώσιμα, μια-δυο φορές την εβδομάδα. Στο Campo de’ Fiori, όμως, πηγαίνουν όλοι οι τουρίστες, όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια και με την Κεντρική Αγορά. Οι ιταλοί μανάβηδες, που είδαν τα έσοδά τους να μειώνονται, συμμάχησαν και, περιορίζοντας τους πάγκους με τα λαχανικά, δημιούργησαν ειδικά σταντ όπου πωλούνται είδη για τουρίστες – από μείγματα μπαχαρικών και σάλτσες με φίρμα «Campo de’ Fiori», μέχρι ζυμαρικά σε σχήμα αντρικών και γυναικείων σεξουαλικών οργάνων (!). Ως πωλητές έχουν προσλάβει μετανάστες, μια και οι ιταλοί μανάβηδες ντρέπονταν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Το εγχείρημα πέτυχε απόλυτα και το Campo de’ Fiori, με λιγότερους πάγκους λαχανικών, είναι ξανά βιώσιμο, ενώ κόντευε να καταργηθεί.

Στη Δημοτική Αγορά της Αθήνας το 30%-40% από τους ενοικιαστές – κρεοπώλες, μανάβηδες, αλλά και ψαράδες – χρωστάνε στον δήμο τα νοίκια τουλάχιστον δύο χρόνων. Κάποιοι εγκαταλείπουν τους πάγκους τους και κανείς δεν ενδιαφέρεται να τους νοικιάσει, έστω και με χαμηλότατο νοίκι. Λίγοι μοιάζει να έχουν μόνιμους και τακτικούς πελάτες, ιδιώτες ή επαγγελματίες εστιάτορες. Υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις, όπως το ψαράδικο του Κοράκη – διακοσμημένο με αφίσες του Φασιανού και άλλων ελλήνων ζωγράφων – και το πολύ προσεγμένο κρεοπωλείο της οικογένειας Αγγελή – κοντά στο παλιό πατσατζίδικο. Το ιστορικό Παντοπωλείο της Στοάς των Αθανάτων προσπαθεί πεισματικά να αναβαθμιστεί. Οι περισσότεροι επαγγελματίες, όμως, μοιάζουν αποθαρρυμένοι∙ τριγυρνάνε στους διαδρόμους κατηφείς και καπνίζουν μουρμουρίζοντας για την οικονομική κρίση, κάτω από τα αραχνιασμένα καμπανάκια και τις γιρλάντες των περασμένων Χριστουγέννων που δεν έκαναν τον κόπο να κατεβάσουν…

Το μεγάλο στοίχημα

Το ιστορικό τυράδικο του Ζαφόλια – Σοφοκλέους, στη Στοά Αθανάτων – πάει για κλείσιμο. Ο κ. Ζαφόλιας δεν θέλει ούτε ν’ ακούσει για συνεταίρους που θα μπορούσαν, ίσως, να το ζωντανέψουν∙ τα παιδιά του διάλεξαν άλλα επαγγέλματα και δεν ενδιαφέρονται για το μαγαζί, μου είπε. Στην Ευριπίδου, όμως, άνοιξε πρόσφατα το εξαιρετικό τυράδικο του Ζουριδάκη με διάφορα κρητικά φαγώσιμα. Νεαροί πωλητές καλούν με κέφι τους περαστικούς να δοκιμάσουν τα προϊόντα τους και, αν κρίνω από την ουρά που συνάντησα τις δύο φορές που πήγα για να πάρω πικάντικο ανθότυρο και γραβιέρα δύο ετών, μοιάζει να κάνουν χρυσές δουλειές. Στο Εlixir, το ανακαινισμένο παλιό μαγαζί με μπαχαρικά και βότανα, καθώς και στο ιστορικό παστουρματζίδικο του Μιράν, και βέβαια στον Κρίνο – που από το 1923 σερβίρει λουκουμάδες – η νέα γενιά που ανέλαβε τα ηνία είδε τι έχει ζήτηση κι έπραξε ανάλογα, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν τα μαγαζιά αυτά καινούργιους, δυναμικούς πελάτες.

Αναρωτιέμαι, θα καταφέρει ο δήμος να πείσει τους ενοικιαστές του να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα; Παίρνοντας ιδέες από την Boqueria της Βαρκελώνης, θα μπορούσαν οι ψαράδες να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν πάγκους για μεζέ στα όρθια, που θα σερβίρουν κριτσανιστή αθερίνα ή γάμπαρη, τηγανισμένες με φρέσκο ελαιόλαδο σε τηγάνι και όχι σε ταγκισμένα λάδια φριτέζας. Επίσης, να στηθούν ψησταριές, έτοιμες να ψήσουν τα φρεσκότατα ψάρια, καλαμάρια ή χταπόδια που θα αγοράζουν από τα ψαράδικα οι πελάτες, όπως γίνεται στην Boqueria, θα τα δίνουν στις ψησταριές να ψηθούν και θα τους σερβίρονται μαζί με προσεγμένες σαλάτες, ωμές και βραστές, από λαχανικά της αγοράς.

Οι δεκάδες κληρονόμοι-ιδιοκτήτες της Στοάς των Αθανάτων και των άλλων υπέροχων νεοκλασικών αλλά και τα ιδρύματα που κατέχουν κτίρια γύρω από την Αγορά λαμβάνουν ελάχιστο ή καθόλου ενοίκιο από τα μαγαζιά και δυσκολεύονται να πληρώσουν τους φόρους∙ βεβαίως, ούτε που διανοούνται να κάνουν επισκευές και αναστηλώσεις. Θα συμφωνήσουν, άραγε, να τα παραχωρήσουν με μακροχρόνιες μισθώσεις σε επιχειρηματίες που έχουν τη δυνατότητα και τα μέσα να τα αναστηλώσουν σωστά και να τα αξιοποιήσουν για να προσελκύσουν το πολύβουο πλήθος ελλήνων και ξένων που συνωστίζεται ολημερίς στο Μοναστηράκι και στις καφετέριες και τα εστιατόρια της Αιόλου; Ή θα μείνουν όλα να βυθίζονται στη σημερινή μιζέρια και γκρίνια μέχρι τελικής πτώσεως;



Αφίσες ελλήνων καλλιτεχνών κοσμούν τον τοίχο στο ψαράδικο του Κοράκη.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014.