Η άντληση πόρων από μη τραπεζικές πηγές, όπως, μεταξύ άλλων, τα συνταξιοδοτικά ταμεία του εξωτερικού, μπορεί να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη υποδομών στην Ελλάδα, μέσα από την έκδοση ομολόγων έργου (project bonds), σύμφωνα με το Χρηματιστήριο Αθηνών και την PwC.
Σύμφωνα με την PwC, το κόστος των υποδομών που πρέπει να δημιουργηθούν στην Ελλάδα έως το 2025, ξεπερνά τα 25 δισ. ευρώ. Η PwC εκτιμά ότι οι εκδόσεις ομολόγων έργου θα αναπτυχθούν εντυπωσιακά τα επόμενα χρόνια, με κινητήριο μοχλό τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Και αυτό διότι, οι παραδοσιακές αγορές ομολόγων δεν έχουν πια εκείνες τις αποδόσεις που χρειάζονται τα συνταξιοδοτικά συστήματα της Δύσης προκειμένου να καλύψουν την αύξηση της διάρκειας ζωής και των συνεπαγόμενων κοινωνικών αναγκών. Μάλιστα, η εταιρία συμπράττει με το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), προκειμένου να συνεργαστούν για να ανοίξουν το θέμα στην Ελλάδα.
Το Καστέλι πληροί τα κριτήρια των ομολόγων έργου
Σύμφωνα με τον εντεταλμένο σύμβουλο της PwC, κ. Kώστα Μητρόπουλο, τα project bonds έρχονται να υποκαταστήσουν τον παραδοσιακό τραπεζικό δανεισμό, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε από την πρόσφατη εμπειρία στο κομμάτι των αυτοκινητόδρομων που πραγματοποιούνται με συμβάσεις παραχώρησης, μπορεί να συναντήσει μεγάλες δυσκολίες, όταν η πραγματική ζωή ανατρέψει τις αρχικές εκτιμήσεις των εσόδων.
«Τα ομόλογα έργου έχουν σκοπό να διευρύνουν τον κύκλο των δανειστών σε ένα πολύ μεγαλύτερο σύμπαν δανειστών» είπε και τόνισε ότι η θεωρητική κατηγορία έργων, που θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν μέσω ομολόγων έργου, είναι οι μεγάλης κλίμακας συγκοινωνιακές και περιβαλλοντικές υποδομές, που διαθέτουν αναγνωρίσιμες χρηματορροές.
Τέτοιες είναι το παράδειγμα του νέου διεθνούς αεροδρομίου στο Καστέλι του Ηρακλείου, οι μεγάλες μονάδες διαχείρισης απορριμμάτων και «οποιοδήποτε άλλο μεγάλο έργο με σημαντικές χρηματορροές» τόνισε.
Βέβαια, καθώς το ομόλογο θα εκδίδεται από τον φορέα εκτέλεσης του έργου, αυτός θα πρέπει να είναι διεθνώς αξιόπιστος και να έχει ratings που θα προσελκύσουν τους επενδυτές. Έτσι, παρατήρησε ο κ. Μητρόπουλος, έχει πέσει στο τραπέζι η πρόταση δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού οργανισμού, ο οποίος θα φιλτράρει την ποιότητα του ομολόγου και θα χορηγεί μία «πιστοποιητικού χαρακτήρα “ευλογία”» τόνισε.
Ειδικά για το Καστέλι, ο Partner, Markets & Strategy Leader της PwC στην Ελλάδα, κ. Αιμίλιος Γιαννόπουλος παρατήρησε ότι πληροί τις προϋποθέσεις αυτής της κατηγορίας, καθώς υπάρχει ανάγκη για ένα σύγχρονο αεροδρόμιο στην Κρήτη, που θα έρθει να υποστηρίξει τον τουρισμό.
Πάντως, παρατήρησε ότι οι πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες καθορίζουν τα έργα που αξίζει να προωθηθούν, ωστόσο, όλα ξεκινούν από την ανάλυση της ζήτησης, που θα δείξει εάν θα υπάρξει χρηματοδοτικό κενό.
Το Χρηματιστήριο μπορεί να παίξει ρόλο
Όπως δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών, κ. Σωκράτης Λαζαρίδης, η ελληνική κεφαλαιαγορά θα μπορούσε να παίξει έναν ρόλο στην υπόθεση των ομολόγων έργου για την χρηματοδότηση υποδομών. Ο κ. Λαζαρίδης εξήγησε ότι προκειμένου να βρεθούν αυτά τα 25 δισ. ευρώ, που χρειάζονται στην Ελλάδα, θα πρέπει να εντοπιστούν και εναλλακτικοί τρόποι άντλησης κεφαλαίων, πέρα από τα κλασικά χρηματοδοτικά εργαλεία.
Όπως τόνισε, καθώς το Χρηματιστήριο έχει μελετήσει παρόμοιες διεθνείς πρακτικές, μπορεί να προχωρήσει στην δημιουργία μίας τέτοιας αγοράς, ξεκινώντας από κάποιο πιλοτικό Project, που πρέπει βέβαια να εντοπιστεί. Σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη, η επένδυση στις υποδομές έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία.
Στο μεταξύ, ο διευθύνων σύμβουλος του Χρηματιστηρίου τόνισε ότι ο οργανισμός κάνει ότι είναι δυνατόν για να διατηρηθεί η πρόσβαση της ελληνικής οικονομίας με την παγκόσμια επενδυτική κοινότητα, παρατηρώντας ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις σήκωσαν 9 δισ. ευρώ από τις αγορές.
Χρειάζεται σοβαρή ανάλυση κινδύνου
Όπως παρατήρησε ο κ. Γιαννόπουλος, παγκοσμίως υπάρχει τεράστια ζήτηση για επένδυση σε υποδομές, η οποία «καλπάζει» με περίπου 3 τρισ. δολαρια κατ’ έτος και ορίζοντα 20 ετών. Όπως είπε, χρειάζεται πολύ καλός σχεδιασμός των έργων και εμπεριστατωμένη ανάλυση κινδύνου, παρατηρώντας ότι το «Ελ. Βενιζέλος» και η Αττική Οδός αποτελούν παραδείγματα τέτοιων «καλοδουλεμένων» έργων.
Σύμφωνα με τον κ. Γιαννόπουλο, πρέπει να ξεφύγουμε από την εξάρτηση του παραδοσιακού τραπεζικού δανεισμού, που αντιμετωπίζει τα δικά του προβλήματα σε όλη την Ευρώπη, και να απευθυνθούμε στις διεθνείς αγορές, καθώς το επιτοκιακό περιβάλλον παραμένει χαμηλό.
Τέσσερις όροι για την επιτυχία των Project Bonds
Σύμφωνα με τον Infrastructure Director της PwC Αγγλίας, κ. Ντέιβιντ Μακ Γκρέι, η χρηματοδότηση έργων μέσω έκδοσης Ομολόγων Έργου προϋποθέτει τέσσερις θεμελιώδεις όρους για την δημιουργία μιας αποτελεσματικής αγοράς:
– Την Επαρκή εποπτεία και διαφάνεια επί των οικονομικών στοιχείων.
– Την επαρκής διαθεσιμότητα κεφαλαίων εκτός του παραδοσιακού τραπεζικού συστήματος.
– Την ύπαρξη ενός σταθερού και καλά καθορισμένου φορολογικού συστήματος.
– Την Ενίσχυση της πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Γιαννόπουλο, μπορεί να γίνει μία καλύτερη αξιοποίηση και των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό κεφάλαιο στο μείγμα της χρηματοδότησης.
Στο μεταξύ, η PwC παρουσίασε την νέα έκθεση «Capital Markets: The Rise of Non-Bank Infrastructure Project Finance», στο πλαίσιο του εσωτερικού συνεδρίου του παγκόσμιου δικτύου της εταιρίας, “Global Transportations & Logistics and Capital Projects & Infrastructure” που διεξάγεται στην Αθήνα.
Η έκθεση της PwC καταδεικνύει την αδυναμία χρηματοδότησης από παραδοσιακές πηγές της παγκοσμίως ταχέως αυξανόμενης ανάγκης επενδύσεων σε έργα υποδομής η οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, αναμένεται να ανέλθει σε τουλάχιστον 3 τρισ. δολάρια ετησίως έως το 2030.
«Η ανάγκη χρηματοδότησης νέων υποδομών είναι πολύ αυξημένη και στην Ελλάδα, ιδίως μετά από τη σημαντική επιβράδυνση, της τάξης του 50%, στα ετησίως επενδυόμενα σε υποδομές κεφάλαια, η οποία σημειώθηκε από το 2008 και έπειτα,ως συνεπεία της οικονομικής κρίσης. Η ολοκλήρωση των κυριοτέρων υπό προγραμματισμό έργων υποδομής, υπολογίζεται ότι θα απαιτήσει την άντληση σημαντικού όγκου κεφαλαίων, ο οποίος εκτιμάται από την PwC σε 24 δισ. ευρώ έως το 2025» καταλήγει η εταιρία.



