Σε τρεις πυλώνες επικεντρώνεται η στρατηγική των τραπεζών σχετικά με τη λύση του «γόρδιου δεσμού» των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων που πνίγουν τις όποιες προϋποθέσεις δημιουργούνται ώστε να μπορέσει η οικονομία να ανασάνει και πάλι. Κορυφαία τραπεζικά στελέχη αναφέρουν ότι με τα «κόκκινα» δάνεια στα 78 δισ. ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν τα μισά είναι επιχειρηματικά, οι τράπεζες, που σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζονται και ως μεγαλομέτοχοι επιχειρήσεων που πνίγονται στα χρέη, πέρα από την αύξηση των προβλέψεων, θα προσπαθήσουν να «καθαρίσουν» μεσοπρόθεσμα τους ισολογισμούς τους εστιάζοντας στα εξής τρία κύρια σημεία:
Πρώτον, στην αναδιάρθρωση των δανείων μέσα από μειώσεις επιτοκίων, ενδεχόμενη μεταβολή στη χρονική διάρκεια αποπληρωμής αλλά και με «κούρεμα» του χρέους.
Δεύτερον, σε πωλήσεις χαρτοφυλακίων προβληματικών δανείων που έχουν στην κατοχή τους σε επίδοξους αγοραστές, π.χ. σε funds που ειδικεύονται στα αποκαλούμενα και «ντιλ χρεοκοπίας», ενώ ήδη ορισμένες τράπεζες φέρεται ότι έχουν «βγάλει στο σφυρί» προβληματικά ενεργητικά αξίας αρκετών εκατομμυρίων ευρώ.
Και τρίτον, σε διαγραφές δανείων εταιρειών-ζόμπι καθώς είναι αδύνατον σε τέτοιες περιπτώσεις να αποκομίσουν οφέλη και να πάρουν πίσω έστω και ένα ελάχιστο μέρος των χορηγήσεών τους.
Συγχωνεύσεις
Μάλιστα τραπεζίτες φέρονται διατεθειμένοι να «ενθαρρύνουν» τις συγχωνεύσεις μεταξύ των μεγάλων εταιρειών ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας και να καταστούν οι νέοι μεγαλύτεροι όμιλοι σε βάθος χρόνου πιο ισχυροί και οικονομικά βιώσιμοι.
Εξάλλου κορυφαίοι τραπεζίτες εκτίμησαν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιστρέψει στην ανάπτυξη χωρίς τη βιώσιμη αναδιάρθρωση του χρέους των επιχειρήσεων και των ιδιωτών, που αποτελεί τροχοπέδη στο επενδυτικό τοπίο της χώρας. Από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι, αν οι τράπεζες χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια, αυτό θα γίνει γνωστό μόνο όταν η ΕΚΤ ανακοινώσει τα stress tests την Παρασκευή στις 17 Οκτωβρίου, ενώ σε κάθε περίπτωση υπάρχουν ιδιωτικά κεφάλαια διαθέσιμα να ενισχύσουν τα εγχώρια χρηματοοικονομικά ιδρύματα τα οποία σταδιακά οδηγούνται, όπως εκτιμάται, προς ιδιωτικοποίηση.
Να σημειωθεί ότι την περίοδο 2003-2008, δηλαδή κατά τη χρυσή εποχή του τραπεζικού συστήματος, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες υπερδιπλασίασαν τα τραπεζικά χρέη τους (από 19,85 δισ. ευρώ το 2003 σε 43,91 δισ. ευρώ το 2008), μια τάση η οποία συγκρατήθηκε το 2009 καθώς έκλειναν οι στρόφιγγες της ρευστότητας.
Τα προηγούμενα χρόνια λοιπόν η τεράστια παγκόσμια μόχλευση (επενδύσεις και δανεικά) οδηγούσε τους επενδυτές να αγοράζουν εύκολα «ό,τι κινούνταν», με αποτέλεσμα και η Ελλάδα να απολαμβάνει επιτόκια δανεισμού μόλις 0,30% ακριβότερα από τα αντίστοιχα της Γερμανίας, όση ήταν δηλαδή και η διαφορά του περίφημου «καπέλου» των δεκαετών ελληνικών ομολόγων έναντι των αντίστοιχων γερμανικών.
Σε αυτό το πλαίσιο εκείνα τα «καλά χρόνια», κατά τα οποία το αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας στηρίχθηκε κυρίως στη δημοσιονομική χαλαρότητα και στη δαπάνη, στην ταχύτατη ανάπτυξη της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης με τραπεζική χρηματοδότηση και στην ανάπτυξη των επενδύσεων σε κατοικίες, δεν δανείστηκαν, απ’ ό,τι φαίνεται, μόνο οι ιδιώτες αλλά και οι επιχειρηματίες.
Υποχώρηση
Η φθίνουσα πορεία των τραπεζικών δανείων των εισηγμένων τα τελευταία χρόνια, για όσες βέβαια έμειναν ακόμη στην αγορά και δεν εξήλθαν από το Χρηματιστήριο, οδήγησε σε μείωση του δανεισμού τους κατά 11 δισ. ευρώ στην εξαετία της ύφεσης, καθώς από την κορύφωση των 43,91 δισ. ευρώ το 2008 υποχώρησε στα 32,5 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2014. Η μείωση του κόστους δανεισμού και ο περιορισμός της εξάρτησής τους από ακριβά ξένα κεφάλαια αποτέλεσαν εξάλλου ζητούμενο καθώς επιχειρείται από τις εταιρείες μια προσπάθεια μείωσης της καθαρής δανειακής θέσης τους είτε μέσω αυξήσεων κεφαλαίων είτε με εξοφλήσεις δανείων είτε με αναδιαρθρώσεις μέσω και των εκδόσεων εταιρικών ομολόγων.
«Η περιορισμένη πάντως αλλά και ακριβή χρηματοδότηση των επιχειρήσεων παραμένει ένα μεγάλο αγκάθι και η προσπάθεια των εταιρειών να μειώσουν την έκθεσή τους στον τραπεζικό δανεισμό συνεχίζεται αμείωτη. Παρατηρείται μικρή μείωση του συνολικού δανεισμού των εισηγμένων κατά περίπου 0,14 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο, στα 32,816 δισ. ευρώ από 32,956 δισ. ευρώ στο τέλος του 2013. Τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα αυξήθηκαν κατά 301 εκατ. ευρώ, στα 8,546 δισ. ευρώ από 8,244 δισ. ευρώ πέρυσι το ίδιο χρονικό διάστημα, ενώ ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός υποχώρησε σημαντικά κατά 13,3%, στα 12,23 δισ. ευρώ από 14,10 δισ. ευρώ το 2013» σχολιάζει η Μerit ΑΧΕΠΕΥ.
Αποτελέσματα α’ εξαμήνου
23 εταιρείες με γεμάτα ταμεία
Αύξηση κατά 8,7% σημείωσαν το πρώτο εξάμηνο του 2014 τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων των εισηγμένων στο ΧΑ εταιρειών, ενώ, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των ισολογισμών από τη Μerit ΑΧΕΠΕΥ, συνολικά το 61,66% των εταιρειών ήταν ζημιογόνες έναντι του 38,34% που σημείωσαν κέρδη, αν και είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι οι περισσότερες εταιρείες (61,14%) εμφανίζουν βελτίωση σε επίπεδο καθαρών κερδών.
Επίσης θετικό είναι ότι υπερισχύει ο αριθμός των εταιρειών που επανέφεραν τα EBITDA (κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) σε θετικό έδαφος (18 – turn around) σε σχέση με αυτές που έχασαν το θετικό πρόσημο (14 – turn to losses).
Το πρώτο εξάμηνο του 2014 μικρή βελτίωση καταγράφεται στη μόχλευση των εισηγμένων, καθώς ο λόγος του καθαρού δανεισμού προς τα ίδια κεφάλαια (net debt/equity) ξεπερνά το 1,5 σε 37 εταιρείες από 46 κατά το πρώτο τρίμηνο του 2014.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν 23 εταιρείες με γεμάτο ταμείο, μεταξύ των οποίων η Aegean με 359 εκατ. ευρώ, η ΜΕΤΚΑ με 283 εκατ. ευρώ, ο Καρέλιας με 238,9 εκατ. ευρώ, η ΕΥΔΑΠ με 222,79 εκατ. ευρώ, η ΕΧΑΕ με 168,4 εκατ. ευρώ, ο ΟΠΑΠ με 149,87 εκατ. ευρώ, ο ΟΛΘ με 102 εκατ. ευρώ, η Eurobank Properties με 98,1 εκατ. ευρώ, η ΕΥΑΘ με 56,1 εκατ. ευρώ, το Πλαίσιο κ.ά.
Ο συνολικός κύκλος εργασιών σημείωσε οριακή αύξηση 0,74%, ενώ για πρώτη φορά φαίνεται ότι κλείνει η ψαλίδα μεταξύ των εισηγμένων που εμφανίζουν αύξηση εσόδων και εκείνων που εμφανίζουν μείωση.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ




