Η έναρξη την περασμένη Πέμπτη ενός νέου κύκλου διαπραγματεύσεων με την τρόικα έχει δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Πρώτον, αυτή η διαδικασία αξιολόγησης (η οποία άρχισε τώρα και θα ολοκληρωθεί το φθινόπωρο) είναι όπως όλα δείχνουν η τελευταία που θα πραγματοποιηθεί με τις διαδικασίες τις οποίες ξέρουμε.
Δεύτερον, η πίεση της τρόικας είναι πιο αποδυναμωμένη από ποτέ, διότι στο τέλος της αξιολόγησης δεν επικρέμεται ο εκβιασμός της δόσης.
Τα χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Ενώ το ΔΝΤ έχει την επόμενη διετία να μας δίνει περίπου όσα έχουμε να του επιστρέψουμε, άρα στη δύσκολη στιγμή μπορούμε μια χαρά να πατσίσουμε τα «έχει λαμβάνειν» και να στείλουμε τον Τόμσεν σπίτι του.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η τρόικα επισκέπτεται την Ελλάδα ως τουριστικό προορισμό.
Στην έκθεση αξιολόγησης που θα συντάξουν περίπου ως τον Οκτώβριο θα στηριχθεί η διαπραγμάτευση για τη βιωσιμότητα του χρέους που ελπίζουμε να ξεκινήσει τον Νοέμβριο.
Αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε. Η διαπραγμάτευση αυτή θα είναι πρωτίστως πολιτική, η λύση που θα δοθεί είναι περίπου γνωστή, άρα ακόμη και η σημασία της έκθεσης αξιολόγησης είναι περιορισμένη.
Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα είναι η ανησυχία των δανειστών ότι η προσπάθεια της Ελλάδας θα χαλαρώσει, αυτό που ονομάζουν «μεταρρυθμιστική κόπωση».
Και σε ό,τι αφορά την «κόπωση» δεν καίγονται υπέρμετρα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς στην Ευρώπη που δεν μπορεί να κοιμηθεί όσο οι περίφημες «εξακόσιες δράσεις» που επικαλείται η τρόικα μένουν ανεκτέλεστες.
Αντιθέτως, αυτό που θα τους δημιουργούσε μεγάλο πονοκέφαλο είναι ένας νέος δημοσιονομικός εκτροχιασμός. Διότι εκεί οι συμβουλές και οι παροτρύνσεις δεν αρκούν, θα πρέπει να βάλουν ξανά το χέρι στην τσέπη.
Απέναντι σε αυτόν τον φόβο, οι ευρωπαίοι εταίροι κινούνται με δύο στρατηγικές.
Υπάρχουν εκείνοι που επιθυμούν τη διατήρηση μιας σκληρής και στενής επιτήρησης για τη διασφάλιση των δεσμεύσεων και την αποτροπή της χαλάρωσης –μια τρόικα, έστω και κάπως διαφορετική…
Οπως υπάρχουν και όσοι θεωρούν ότι οι ποσοτικοί στόχοι του ελληνικού προγράμματος πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα κάτω ώστε να αναπνεύσει η ελληνική κοινωνία.
Υποστηρίζουν, για παράδειγμα, ότι ο στόχος ενός ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ για την επόμενη δεκαετία δεν είναι απλώς ανέφικτος ή παρανοϊκός. Είναι κυρίως καταστροφικός.
Αυτή τη στιγμή και μέσα στο συνολικό ξαναμοίρασμα της ευρωπαϊκής τράπουλας δεν είναι καθόλου σαφές ποια στρατηγική θα επιλέξουν τελικά οι συνομιλητές μας. Γι’ αυτό θα ήταν πρόωρο να προεξοφλήσουμε το οτιδήποτε, ακόμη κι αν η ευρωπαϊκή παράδοση τείνει συνήθως σε συμβιβαστικές λύσεις.
Είναι αυτή η ασάφεια όμως που κάνει το έργο της ελληνικής κυβέρνησης εξαιρετικά δύσκολο.
Διότι έχει να διαχειριστεί ταυτοχρόνως ένα εσωτερικό σύστημα σταθεροποιημένο μεν αλλά σε χαμηλά επίπεδα ευστάθειας –το πρώτο ατύχημα μπορεί να τα τινάξει όλα στον αέρα…
Και ένα ευρωπαϊκό σύστημα το οποίο δεν έχει ακόμη κατασταλάξει, ούτε έχει αποσαφηνίσει τους προσανατολισμούς και τις προθέσεις του.
Ενα συνολικό σύστημα αστάθειας, όπως λέγαμε παλιά στη θεωρία των διεθνών σχέσεων.
Το ζητούμενο δηλαδή είναι να κατορθώσει να απευθυνθεί σε δύο ακροατήρια με ενδεχομένως αντίθετες και αντιφατικές προσδοκίες.
Δύσκολη άσκηση ισορροπίας.
Απλώς, και σε σχέση με την περίοδο 2010-2013, η Ελλάδα έχει διευρύνει τις διαπραγματευτικές δυνατότητές της, το κλίμα στην Ευρώπη έχει αλλάξει και είναι ευκολότερο στην κυβέρνηση να τραβήξει κάποιες «κόκκινες γραμμές».
Αρκεί να μπει στην ψυχολογία των «κόκκινων γραμμών».
Και αρκεί να μην ξεχνάει ότι οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα εκλέγονται από έλληνες πολίτες.
Οχι από υπαλλήλους των Βρυξελλών.
«Μαύροι καταδότες»
Εξ όσων πληροφορούμαι η κυρία Μάνια Παπαδημητρίου είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Εξ όσων αντιλαμβάνομαι και ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντίθετη με το νομοσχέδιο για τις φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Ως εδώ κανένα πρόβλημα.
Το πρόβλημα ξεκινάει όταν διαβάζω σε άρθρο της πως «στον παραλογισμό εντάσσονται οι διατάξεις (σ.σ.: του νομοσχεδίου) που αφορούν την «πριμοδότηση» όσων γίνουν πληροφοριοδότες για ζητήματα τρομοκρατίας (…) Οι διατάξεις αυτές φέρνουν στη μνήμη μαύρες εποχές που γέννησαν μαύρους καταδότες».
Και ερωτώ:
Από πότε η αυτονόητη υποχρέωση κάθε δημοκρατικού πολίτη να συνεργάζεται με τις Αρχές για την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής στο όνομα της προάσπισης του Συντάγματος φέρνει στη μνήμη «μαύρους καταδότες»;
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ