Η παγκόσμια οικονομία παραμένει εύθραυστη, παρά το γεγονός ότι οι βασικές κεντρικές τράπεζες αύξησαν κατά 8 τρισ. δολ. τους ισολογισμούς τους μετά την κρίση του 2008, ώστε να στηρίξουν την ανάπτυξη, υποστηρίζουν κορυφαίοι οικονομολόγοι σκιαγραφώντας το τοπίο των οικονομιών και των αγορών για τη συνέχεια. Αν και οι τεράστιες ποσότητες ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών συνέβαλαν στην ηρεμία των αγορών, αυτή (η ηρεμία) δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα, αποφαίνονται οι οικονομολόγοι, εκτιμώντας μάλιστα πως μένει να αποδειχθεί αν τα σύννεφα στον ορίζοντα προμηνύουν απλώς μια καλοκαιρινή καταιγίδα ή μια δυνητικά πολύ πιο καταστροφική τρικυμία.
Οι οικονομολόγοι παγιδεύτηκαν μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν τους βασικούς κανόνες: ότι η ανάπτυξη θα επιστρέψει μακροπρόθεσμα, ενώ ο πληθωρισμός θα παραμείνει κοντά στους στόχους των κεντρικών τραπεζών. Ομως στον απόηχο της κρίσης, η ανάπτυξη παραμένει αδύναμη και ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος από όσο αναμένεται, εκτίμησαν οι οικονομολόγοι Stephen King, Karen Ward και James Pomeroy της HSBC θεωρώντας πως η παγκόσμια ανάπτυξη έχει υποκύψει σε έναν χαμηλότερο διαρθρωτικά ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.
Οι χρηματιστηριακές αγορές πάλι τα πήγαν καλά, αλλά αυτό οφείλεται αφενός στη στοιχειώδη ανάκαμψη που ακολούθησε την κρίση και αφετέρου στην «ποσοτική χαλάρωση» των κεντρικών τραπεζών.

Ο πληθωρισμός


Η θετική εικόνα των αγορών όμως δεν αποτυπώνεται στην πραγματική οικονομία. Ο πληθωρισμός πάλι κινείται χαμηλότερα από ό,τι αναμενόταν, με την Ευρώπη να βρίσκεται μάλιστα αντιμέτωπη με μια «αποπληθωριστική δυσφορία» που παραπέμπει στην ιαπωνική εμπειρία του 1990. Σουηδία και Ελβετία βρίσκονται ήδη σε στάδιο αποπληθωρισμού, με την υπόλοιπη ευρωζώνη να τις πλησιάζει. Από την άλλη πλευρά, ως «μπαλαντέρ» θα μπορούσε να λειτουργήσει μια άνοδος των τιμών του μαύρου χρυσού εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκαλεί η κατάσταση στο Ιράκ, όμως ο αντίκτυπος μπορεί τελικά να αποτυπωθεί περισσότερο στην αδύναμη ανάπτυξη παρά στην άνοδο του πληθωρισμού, ιδιαίτερα για τις αδύναμες αναδυόμενες οικονομίες με μεγάλα ελλείμματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Και ενώ ο υπουργός Οικονομικών της Αργεντινής Αξελ Κιτσίλοφ ζήτησε περισσότερο χρόνο προκειμένου να διαπραγματευθεί με τους πιστωτές, καθώς εκτιμά πως η χώρα ωθείται σε τεχνητή χρεοκοπία, η αναιμική ανάπτυξη και ο κίνδυνος αποπληθωρισμού στην ευρωζώνη καταδικάζουν τις υπερχρεωμένες χώρες.
Η ισχνή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ διατηρεί, όπως εξηγεί ο κορυφαίος οικονομολόγος Stephen King, σε υψηλά επίπεδα το δημόσιο χρέος, παρά το γεγονός ότι ακόμη και στις αδύναμες οικονομίες της ευρωζώνης έχει υποχωρήσει σημαντικά το κόστος δανεισμού, όπως φαίνεται από την πτώση των αποδόσεων των ομολόγων. Παράλληλα ο αποπληθωρισμός και η συνεχιζόμενη αδυναμία στην τιμολόγηση προϊόντων και υπηρεσιών θα περιορίσουν τις όποιες επενδύσεις σε πάγια κεφαλαιουχικά αγαθά εντός της Γερμανίας, η οποία δείχνει σήμερα να είναι η μόνη οικονομία που επωφελείται από την παρούσα κατάσταση. Το ΑΕΠ της αυξήθηκε π.χ. κατά 3,8% από την προ κρίσης κορύφωσή του στο α’ τρίμηνο του 2008, ενώ την ίδια ώρα της ευρωζώνης μειώθηκε κατά 2,5%, της Ιταλίας κατά 9% και της Ελλάδας κατά 25% αντιστοίχως. Την ίδια ώρα, η χρηματιστηριακή άνοδος και ο πολύ χαμηλός πληθωρισμός κάνουν πολύ δύσκολη τη ζωή των κεντρικών τραπεζών. Η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) πιθανόν να αυξήσει τα επιτόκια αργότερα μέσα στο επόμενο έτος, ενώ η ΕΚΤ θα συνεχίσει να μάχεται την απειλή αποπληθωρισμού, με αγορές ενυπόθηκων τιτλοποιημένων δανείων (Asset-Backed Securities, ABS) αργότερα μέσα στο 2014 και με την υιοθέτηση τελικά απευθείας ποσοτικής χαλάρωσης πιθανόν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Οι ανησυχίες


Μια αξιοσημείωτη ηρεμία επικρατεί στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές τους τελευταίους μήνες, παρατηρούν στη μελέτη τους για την παγκόσμια οικονομία η ομάδα των οικονομολόγων Peter Hooper, Michael Spencer, Mark Wall και Gilles Moec της Deutsche Bank. Η ηρεμία αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα, αποφαίνονται, εκτιμώντας πως μένει να αποδειχθεί αν τα σύννεφα στον ορίζοντα προμηνύουν απλώς μια καλοκαιρινή καταιγίδα ή μια δυνητικά πολύ πιο καταστροφική τρικυμία.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο χρόνος και ο τρόπος δράσης της Fed θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό αν η θύελλα θα είναι διαχειρίσιμη ή επικίνδυνη.
Στην Ευρώπη οι ανησυχίες για τους σχετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάκαμψης συνεχίζουν να υφίστανται, όπως και η ανομοιογένεια στην πρόοδο των χωρών. Την ίδια στιγμή η κατάσταση στην Ουκρανία παραμένει έκρυθμη, με τον Βλαντιμίρ Πούτιν να δείχνει έτοιμος να εκμεταλλευθεί, όπως υποστηρίζει, την «αδυναμία» της Ευρώπης στο ρωσικό φυσικό αέριο, ενώ ένα «καυτό» και παγκόσμιο γεωπολιτικό μέτωπο έχει ανοίξει στο Ιράκ. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Deutsche Bank, η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,3% το 2014, με τις εκτιμήσεις για το ΑΕΠ των ΗΠΑ να υποβαθμίζονται στο 2,3% για φέτος (αιτία ο βαρύς χειμώνας). Εξάλλου πολύ μεγάλη ήταν η αναθεώρηση προς τα κάτω του ΑΕΠ των ΗΠΑ τις προηγούμενες ημέρες, το οποίο σημείωσε πτώση -2,9% σε ετήσια βάση. Οι οικονομολόγοι της τράπεζας μειώνουν κατά σχεδόν 1% τις προβλέψεις για την αμερικανική ανάπτυξη, αναβαθμίζοντας την εκτίμησή τους για την ανάπτυξη της Ιαπωνίας ενώ διατηρούν σχεδόν αμετάβλητες τις προοπτικές για την ευρωζώνη στο 1,1% εφέτος, με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ πάντως της Ελλάδας από 1% το 2014 που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη να υποβαθμίζεται πλέον στο 0,5% και να προβλέπεται στο 2,2% το 2015.
H πολιτική αναλύτρια Tina M. Fordham της Citi σε πρόσφατη μελέτη της αμερικανικής τράπεζας, η οποία υπογράφεται και από άλλα στελέχη της, μεταξύ των οποίων τον επικεφαλής οικονομολόγο Willem Buiter, υιοθετούν έναν νέο όρο ως παράγοντα ρίσκου που μπορεί να επηρεάσει τις οικονομίες και τις αγορές: πρόκειται για το ρίσκο του «Vox Populi» («φωνή λαού») που απεικονίζει τη μεταβαλλόμενη κοινή γνώμη σε μια σειρά γεγονότων, η οποία εγείρει συνεχείς κινδύνους στο επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον. Ως βασική αιτία ενίσχυσης του «Vox Populi» θεωρούνται οι εισοδηματικές ανισότητες, αλλά και οι ανησυχίες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση στην παγκόσμια μεσαία τάξη.
Δομική μεταβολή


Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Citi, τα τελευταία τρία χρόνια ο αριθμός των εκλογικών αναμετρήσεων, των μαζικών διαδηλώσεων, των κυβερνητικών ανατροπών και ο πολλαπλασιασμός ακραίων πολιτικών σχηματισμών αυξήθηκε κατά 54% σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, ενώ σε σχέση με αντίστοιχες περιόδους κατά το παρελθόν, η διαφορά έγκειται σήμερα σε μια δομική μεταβολή, αφού τέτοια γεγονότα λαμβάνουν πλέον χώρα και σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες. Μέχρι στιγμής ο αντίκτυπος σε διεθνές επίπεδο είναι ελεγχόμενος καθώς οι κεντρικές τράπεζες «μηδένισαν» τα επιτόκια και σε ορισμένες περιπτώσεις «τύπωσαν» πολύ χρήμα. Οταν όμως το σκηνικό αυτό αλλάξει και τα επιτόκια π.χ. αρχίσουν να ανεβαίνουν, οι κίνδυνοι θα αυξηθούν.
Οκτώ αρνητικά και ένα θετικό σενάριο

Οι βασικοί κίνδυνοι για τις αγορές της Deutsche Bank αφορούν:

1. Ενα «άτακτο» sell off (ξεπούλημα) καθώς η αμερικανική ανάπτυξη ενισχύεται συμπαρασύροντας τον πληθωρισμό και επισπεύδοντας τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων.
2. Χαμηλός πληθωρισμός και χαμηλή ανάπτυξη στην ευρωζώνη καθώς η στρατηγική της ΕΚΤ αποτυγχάνει.
3. Ανώμαλη προσγείωση της κινεζικής οικονομίας.
4. Οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου εκτροχιάζουν την ανάκαμψη καθώς κλιμακώνεται η ένταση σε πετρελαιοπαραγωγικές χώρες.
5. Επιβράδυνση των ΗΠΑ.
6. Η αύξηση της εκροής κεφαλαίων στις αναδυόμενες οικονομίες.
7. Η αύξηση των γεωπολιτικών.
8. Η κρίση στην Ευρώπη επιστρέφει καθώς οι μεταρρυθμίσεις επιβραδύνουν.
  • Στο καλό σενάριο («Goldilocks») ο κόσμος επιτυγχάνει ισχυρή ανάπτυξη με ελεγχόμενο πληθωρισμό, ενώ η απόσυρση των νομισματικών μέτρων προχωρεί ομαλά και οι αγορές βρίσκονται σε φάση «χρυσής τομής» («sweet spot»), αφού διατηρείται η άνοδος.
Τα επιτόκια και η ανάπτυξη
Σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες θα διατηρηθούν κάτω από τον ιστορικό μέσο όρο για αρκετά χρόνια ακόμη
Ο David Kelly, υπεύθυνος στρατηγικής της J.P. Morgan, και η αναλύτρια για τη Βρετανία και την Ευρώπη της τράπεζας Stephanie Flanders, παρατηρούν μεταξύ άλλων πως τον τελευταίο χρόνο οι συζητήσεις στις αγορές παγκοσμίως επικεντρώνονται στο πότε θα αυξηθούν τα επιτόκια. Για τον επενδυτή με μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, ωστόσο, η ακριβής χρονική στιγμή που θα σημειωθεί η πρώτη αύξηση επιτοκίων στις ΗΠΑ και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες θα έχει λιγότερη σημασία από το πού θα φθάσουν τελικώς τα επιτόκια.
Μέχρι πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι τα επιτόκια στις ΗΠΑ και στις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες θα επανέρχονταν στα επίπεδα του μακροπρόθεσμου μέσου όρου τους, ακόμη και αν αυτό θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο. Σήμερα, ωστόσο, πολλοί ιθύνοντες και κορυφαίοι αναλυτές εκτιμούν ότι τα ουδέτερα ή «κανονικά» επίπεδα των επιτοκίων θα είναι χαμηλότερα σε σχέση με το παρελθόν. Ωστόσο, αν τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλότερα για μεγαλύτερο διάστημα, το αποτέλεσμα θα είναι και χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης.
Δεν αποτελεί είδηση το ότι τα πραγματικά επιτόκια έχουν μειωθεί από τότε που ξεκίνησε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Πρόκειται, όμως, για μια τάση που άρχισε πολύ πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers. Τα βραχυπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια μειώνονται ακόμη πιο γρήγορα από τον πληθωρισμό στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες ήδη από τη δεκαετία του 1980.
Τρεις παράγοντες

Τι προκαλούσε αυτή την πτώση; Σύμφωνα με μελέτη του ΔΝΤ τρεις βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στη συμπίεση των επιτοκίων: πρώτον, τα αυξημένα επίπεδα αποταμιεύσεων από τις ραγδαία αναπτυσσόμενες οικονομίες των αναδυόμενων αγορών. Δεύτερον, μια απότομη και εμμένουσα κάμψη των επενδύσεων στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Τρίτον, μια αύξηση στη ζήτηση ασφαλών επενδυτικών επιλογών συνεπεία της αυξημένης συσσώρευσης αποθεματικών σε ξένο νόμισμα στις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών και μια εμφανής αύξηση της επικινδυνότητας, όπως την αντιλαμβάνονται οι επενδυτές, των μετοχών έναντι των ομολόγων.
Πού οδηγούμαστε τώρα; Η μακροπρόθεσμη προοπτική για τα πραγματικά επιτόκια αναφέρει πως τα «νέα κανονικά» επίπεδα των επιτοκίων δεν θα είναι κάτω από 1% για το επιτόκιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ ή κάτω από 3% για την απόδοση των αμερικανικών κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας.
Το επιτόκιο του βραχυπρόθεσμου διατραπεζικού δανεισμού (Fed Funds Rate) ήταν κατά μέσο όρο 3,4% από το 1990 και 4,2% από το 1920, ενώ οι προθεσμιακές αγορές δεν προβλέπουν άνοδο των επιτοκίων άνω του 2,5% για την επόμενη δεκαετία. Φαίνεται πιθανό τα επιτόκια σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες να διατηρηθούν κάτω από τον ιστορικό μέσο όρο για αρκετά χρόνια ακόμη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ