O Λόρκα Μασίν ήταν ακόμη έφηβος όταν πρωτογνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη. Η επόμενη φορά που άκουσε γι’ αυτόν ήταν μερικά χρόνια αργότερα: όταν το 1964 προβλήθηκε ο κινηματογραφικός «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη, τον οποίο έσπευσε να δει. Ηταν πλέον 20 ετών, είχε διαβάσει το βιβλίο του Καζαντζάκη και ένιωθε υπερήφανος που γνώριζε προσωπικά τον συνθέτη της μουσικής της οσκαρικής ταινίας. Μιας μουσικής η οποία έμελλε να τον επηρεάσει ιδιαίτερα, αφού έκτοτε την άκουγε ασταμάτητα αυτοσχεδιάζοντας μερικά βήματα χορού. Ο «Ζορμπάς» δεν τον άφηνε σε ησυχία…
Το 1976 ο αμερικανός χορογράφος –γιος του διάσημου ρώσου δασκάλου του μπαλέτου Λεονίντ Μασίν – παρουσίασε στην Εθνική Λυρική Σκηνή μια πρώτη εκδοχή του καζαντζακικού ήρωα αξιοποιώντας τη μουσική του Θεοδωράκη για την κινηματογραφική ταινία. Ωστόσο «αυτή η έκρηξη της ατέλειωτης ζωτικότητας ήταν τόσο συγκλονιστική ώστε ένιωθα την ανάγκη να τη μεταφέρω στη θεατρική φόρμα…».
Οταν προσέγγισε τον Μίκη Θεοδωράκη προτείνοντάς του να συνθέσει ένα συμφωνικό και χορωδιακό έργο επάνω στον «Ζορμπά», ο συνθέτης τού απάντησε με μία φράση: «Αυτό είναι πρόκληση!». Στη συνέχεια ο Μασίν αναζήτησε έναν οργανισμό που θα μπορούσε να αναλάβει την παραγωγή. «Επί δύο χρόνια χτυπούσα πόρτες κι έπαιρνα αρνητικές απαντήσεις του τύπου “ποιος θέλει τώρα να ανεβάσει μια παλιά ταινία…». Στο τέλος, το 1988, η Αρένα της Βερόνας, όπου ο ίδιος είχε ανεβάσει προηγουμένως ένα έργο, δέχθηκε το πρότζεκτ με ενθουσιασμό. Ως τότε βέβαια ο Μασίν είχε φτιάξει και καταστρέψει περίπου μία ντουζίνα λιμπρέτα. Πήρε το τελευταίο από αυτά και το πήγε στον συνθέτη. «Εξι μήνες αργότερα ο Θεοδωράκης είχε έτοιμο το μουσικό κείμενο και η πρεμιέρα τον Αύγουστο του 1990 έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από 18.000 θεατές στην Αρένα. Κοντεύουν 25 χρόνια από τότε και αυτός ο ύμνος στη ζωή εξακολουθεί να συνεγείρει τους θεατές σε ολόκληρο τον κόσμο που αντιδρούν με αποθεωτικές εκδηλώσεις».

Από τη μεγάλη οθόνη στη σκηνή


Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τον Μασίν. Το θρυλικό πλέον μπαλέτο έχει παρουσιαστεί ως σήμερα σε περισσότερες από 30 χώρες, από την Αυστραλία ως και την παραλία Ιπανέμα του Ρίο ντε Τζανέιρο, σε ένα κοινό 150.000 ατόμων. Στο πλαίσιο αυτό, το επικείμενο ανέβασμα του «Ζορμπά» από την Εθνική Λυρική Σκηνή για πρώτη φορά στο Καλλιμάρμαρο αναμένεται να πάρει χαρακτήρα μεγάλης γιορτής, προσελκύοντας τόσο εγχώριο κοινό όσο και ξένους επισκέπτες της χώρας μας. Τη μουσική διεύθυνση έχει ο Ηλίας Βουδούρης και συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία, οι πρώτοι χορευτές, οι σολίστ, οι κορυφαίοι, το corps de ballet αλλά και μαθητές της Ανώτερης Επαγγελματικής Σχολής Χορού της ΕΛΣ. Στο μπουζούκι οι Μανώλης Γιωργοστάθης και Αρης Κούκος, ενώ τραγουδά η Μαρία Φαραντούρη, η οποία ασφαλώς δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, αφού έχει συνδεθεί με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη περισσότερο από κάθε άλλη ερμηνεύτρια… Χαρακτηριστικό άλλωστε της σχέσης της τελευταίας με τον συνθέτη το γεγονός ότι ταξίδεψε στη Βερόνα στο πρώτο εκείνο ανέβασμα του μπαλέτου προκειμένου να βρεθεί κοντά του και να του συμπαρασταθεί.
«Θυμάμαι ότι ήταν μια φαντασμαγορική παράσταση» λέει συγκεκριμένα. «Αυτό το έργο αποτυπώνει εξαιρετικά το τοπικό χρώμα της Ελλάδας, γι’ αυτό αρέσει τόσο στους ξένους. Φέρνω στη μνήμη μου τον Μίκη εκείνο το βράδυ… Ηταν όμορφος και πολύ χαρούμενος… Θυμάμαι ότι του είχε στείλει μια ανθοδέσμη ο Ανδρέας Παπανδρέου και είχε εκπλαγεί ευχάριστα».
Η Μαρία Φαραντούρη λέει ότι θα ξανατραγουδήσει με μεγάλη συγκίνηση τη «Μαρίνα», ένα τραγούδι που πρωτοερμήνευσε πολύ νεαρή. «Πιστεύω πως ο κόσμος θα θυμηθεί πολύ ωραία πράγματα εκείνο το βράδυ, απ’ όλο το φάσμα της μουσικής» καταλήγει.
Στον «Ζορμπά» η χορογραφία του Μασίν συνδυάζει τον κλασικό, τον λαϊκό και τον μοντέρνο χορό, ενώ η μουσική του Θεοδωράκη «παντρεύει» τη συμφωνική με τη λαϊκή μουσική. Οσο για το περίφημο φινάλε –που ξεκινά με τα πρώτα μέτρα του «Στρώσε το στρώμα σου για δυο» και καταλήγει στον κρητικό χορό –αποτελεί συνώνυμο της Ελλάδας σε κάθε γωνιά του πλανήτη…
«Η ταινία και το μπαλέτο έχουν δύο κοινά σημεία: τρία από τα τέσσερα μουσικά θέματα και τη χαρακτηριστική προσωπικότητα του Ζορμπά» σημειώνει ο Μασίν. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά σχεδόν όλοι ταυτίζονται μαζί του, ή μάλλον έτσι θα επιθυμούσαν. Εχει μια γοητεία, έχει να προσφέρει πολλά, ενώ ταυτόχρονα είναι αντικειμενικός παρατηρητής. Είναι ο άνθρωπος τον οποίο όλοι μας αναζητούμε σήμερα. Αν όλοι ήμασταν έτσι, η κοινωνία μας θα ήταν διαφορετική».
Ο Μασίν θεωρεί ότι άνθρωποι ανεπιτήδευτοι σαν τον Ζορμπά βρίσκονται δύσκολα σήμερα. «Ο Ζορμπάς δεν αναλαμβάνει τον ρόλο του σωτήρα –καθόλου μάλιστα -, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να πείσει, στοχεύοντας ενστικτωδώς στην ουσία των πραγμάτων» υπογραμμίζει. «Κι όταν η χήρα δολοφονείται, κι όταν πεθαίνει η Ορτάνς, όταν το σχέδιο της οικοδόμησης αποτυγχάνει, με άλλα λόγια όταν επέρχεται η πλήρης καταστροφή, έχει ακόμα το κουράγιο να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, να συνεχίσει και να πάρει τη ζωή όπως είναι. Αυτός είναι πιθανόν ο λόγος για τον οποίο η μορφή αυτή συναρπάζει τους ανθρώπους».

Οι προστριβές και το συρτάκι


«Θα γυρίσω μια ταινία που θα γελάς και θα κλαις, και θα πεινάς και θα τρως. Που θα είναι όλα». Με τις παραπάνω φράσεις, έτσι όπως διατυπώνονται στη βιογραφία του με τίτλο «Μιχάλης Κακογιάννης – Σε πρώτο πλάνο» του συγγραφέα Χρήστου Σιάφκου (εκδόσεις Ψυχογιός, 2009), ο σκηνοθέτης εξηγούσε το σκεπτικό του για την κινηματογραφική μεταφορά του ήρωα του Καζαντζάκη. Ελεγε ότι δεν θα αποτολμούσε το εγχείρημα αν δεν είχε βρει τον «απολύτως κατάλληλο» ηθοποιό που θα ενσάρκωνε τον κεντρικό ήρωα. «Δεν θα γύριζα την ταινία αν δεν είχα κλείσει τον Αντονι Κουίν, τον οποίο θεωρούσα ιδανικό» αφηγούνταν συγκεκριμένα.
Στη βιογραφία του ο σκηνοθέτης αναφέρεται και στις συγκρούσεις που είχε με τον πρωταγωνιστή του: «Εξαρχής με είχαν προειδοποιήσει πως επιχειρούσε να διευθύνει τους σκηνοθέτες, ενώ ήταν καταπιεστικός προς τους συνεργάτες του και ζήλευε τους συναδέλφους του […] Το κύριο πρόβλημά του ήταν πως υπερέβαλλε σε ένταση αντί να έχει την άνεση του Ζορμπά που απλώνει τα χέρια του και αγκαλιάζει τον κόσμο όλο. Ωσπου να το καταλάβει αυτό και να ησυχάσει, περάσαμε δύο επικίνδυνα στάδια. Το χειρότερο ήταν όταν γυρίζαμε τη σκηνή στην παραλία, όπου ο Ζορμπάς φτιάχνει με άμμο το πρόπλασμα του τελεφερίκ που θα κατέβαζε τους κορμούς από το βουνό. Επαιξε με υπερβολή και στο τέλος θριαμβολόγησε για την ερμηνεία του […] Υπήρξε όμως και κάποια στιγμή που δεν άντεξα και ήμουν έτοιμος να πιαστώ στα χέρια μαζί του. Δεν εννοούσε να μάθει να χορεύει το περίφημο συρτάκι, παρ’ όλο που του είχαμε φέρει ως και δάσκαλο, ένα λαϊκό παιδί, που στη συνέχεια έκανε καριέρα χορεύοντας σε πιο ραφιναρισμένα καμπαρέ. Ανέβαλλε συνεχώς την προετοιμασία του, ώσπου ένα βράδυ, ενώ είχε συμφωνήσει να κάνει πρόβα, αρνήθηκε για πολλοστή φορά. Του είπα έξαλλος “Πάμε έξω” και μου απάντησε μαζεύοντάς τα “Δεν σηκώνεις ένα αστείο;”. Πάντως μέχρι το τέλος δεν έμαθε να χορεύει, ασχέτως αν το κλέβουμε στην ταινία».
Για τον διεθνή θρίαμβο του «Ζορμπά» έχει βεβαίως χυθεί πολύ μελάνι. Κάμποσα όμως έχουν ακουστεί και για την πολεμική που δέχθηκε στην Ελλάδα. Χαρακτηριστική, μεταξύ άλλων, η επιφυλλίδα του Δημήτρη Ψαθά με τίτλο «Ζορμπάς… Ο Τούρκος». Από την άλλη, η Ελένη Καζαντζάκη δήλωνε στην εφημερίδα «Ελευθερία»: «Ο Κακογιάννης δεν πρόδωσε τον άντρα μου…».

Η πνευμονία της Κέντροβα, η θλίψη του Αντονι Κουίν

Η Γιαννούλλα Κακογιάννη-Wakefield, αδελφή του σκηνοθέτη και πρόεδρος του ΔΣ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, εργάστηκε ως βοηθός παραγωγού στον κινηματογραφικό «Ζορμπά». Ηταν η πρώτη από δεκάδες ταινίες στις οποίες συνεργάστηκε αργότερα και διατηρεί πολλές αναμνήσεις.

«Θυμάμαι τα γυρίσματα στην Κρήτη. Υπήρχε έντονος αντιαμερικανισμός εκείνη την εποχή. Ερχόταν κόσμος και διέκοπτε το γύρισμα. Μια μέρα ειδοποιήθηκα ότι θα έρχονταν πάλι κάποιοι να μας σταματήσουν. Πήγα και τους βρήκα. “Τι φωνάζετε;” τους λέω. “Κι εγώ και ο Μιχάλης είμαστε Κύπριοι. Ελάτε στο γύρισμα, σας καλώ εγώ”. Ηρθαν, πράγματι, τους πρόσφερα κι αναψυκτικά. Από τότε συνέχιζαν να έρχονται αλλά πλέον σαν φίλοι».
Η κυρία Κακογιάννη-Wakefield θυμίζει ότι η ταινία άρχισε με τη Σιμόν Σινιορέ, η οποία όμως αντικαταστάθηκε από τη Λίλα Κέντροβα καθώς δεν ταίριαζε με τον ρόλο. «Η Κέντροβα δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά, έμαθε όμως τον ρόλο της στο αεροπλάνο. Θυμάμαι, ήταν Μάρτιος, αλλά εμφανίστηκε με κοντομάνικο φορεματάκι. Σου λέει “σε ελληνικό νησί πηγαίνω, θα κάνει ζέστη”. Ηταν εκπληκτική, οι πάντες τη χειροκρότησαν από την πρώτη πρόβα, αλλά την επομένη είχε πνευμονία».
Και ο Αντονι Κουίν; Πώς πέρασε το πρώτο βράδυ στην Ελλάδα; «Ο Μιχάλης είχε φύγει για την Κρήτη να ετοιμάσει το γύρισμα. Τον υποδέχθηκα εγώ στο αεροδρόμιο στην Αθήνα. Θυμάμαι που τον ρώτησα πώς θέλει να περάσει τη βραδιά. “Ησυχα, σε μια ταβέρνα με ελληνικό φαγητό” μου απάντησε. Τον πήγα κι εγώ σε μια ταβέρνα. Εκεί οι άνθρωποι ήταν απλοί, δεν τον γνώρισαν. Κατάλαβα ότι δεν του άρεσε και τόσο. Πήρε ένα χαρτί κι άρχισε να σκιτσάρει. Λέω μέσα μου: “Αυτός είναι δυστυχής που δεν τον γνώρισαν”. Τηλεφωνώ λοιπόν στην υπεύθυνη Τύπου της ταινίας και της λέω: “Κλείσε ένα καλό τραπέζι σε ένα μεγάλο κέντρο με μπουζούκια. Ερχομαι με τον Κουίν”. Πάμε, λοιπόν, εκεί τον γνώρισαν όλοι, μόλις μπήκε τον χειροκρότησαν και ένιωσε πανευτυχής. Τον άφησα κι έφυγα».

πότε & πού:
Το μπαλέτο σε δύο πράξεις «Ζορμπάς» των Λόρκα Μασίν – Μίκη Θεοδωράκη θα παρουσιαστεί στις 29/6 στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο) από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Στις 21.00. Εισιτήρια: 15-25 ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ