Ο Τουλούζ-Λοτρέκ, ο Πάμπλο Πικάσο, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Χουάν Μιρό, ο Τζορτζ Μπρακ «χάιδευαν» τη σκληρή πέτρα με το λιθογραφικό κραγιόνι τους κι αυτή «άνθιζε» με όλα τα χρώματα και τα σχήματα της άνοιξης και της ψυχής. Τίποτε δεν προϊδέαζε την έκρηξη της πανδαισίας που ακολουθούσε μόλις ανασηκωνόταν το νοτισμένο χαρτί πάνω από την ασαφή, οξειδωμένη και μελανωμένη επιφάνεια της πέτρας. Ομως αυτή ήταν μια ρομαντική εποχή και η εκρηκτική λάμψη της λιθογραφίας, του πιο ζωγραφικού από όλα τα ιδιώματα των εικαστικών εκτυπώσεων, ξεθώριασε από τις μουντές εικόνες των σύγχρονων μηχανών όφσετ. Τα μεγάλα εργαστήρια του Παρισιού, του Κασέ, του Μουρλό, έκλεισαν το ένα μετά το άλλο. Ακόμη και οι πέτρες της λιθογραφίας άρχισαν να σπανίζουν. Οσο για τους τεχνίτες, το δεξί χέρι των δημιουργών, κι αυτοί αποσύρθηκαν ο ένας μετά τον άλλον.
Ολες αυτές οι αναμνήσεις μιας άλλης εποχής έμοιαζαν να ζωντανεύουν καθώς παρακολουθούσα τον Τάσο Μαντζαβίνο να ζωγραφίζει με λιπαρό μολύβι πάνω στην πέτρα στο εργαστήριο του Θανάση Δημακαράκου τις χαρακτηριστικές φιγούρες του. Ο Καρυωτάκης και η πόρνη, ο Καρυωτάκης απέναντι στη θάλασσα, ο Καρυωτάκης και η σεπτή σινδόνη. Οι στίχοι του ποιήματος «Ιδανικοί Αυτόχειρες» μετουσιώνονταν με ξεχωριστή ευαισθησία πάνω στη σκληρή πέτρα. Το ποίημα και η λιθογραφία ήταν πάντα ένα φλογερό ζευγάρι. Ο Τάσος Μαντζαβίνος λέει, παραφράζοντας τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, ότι, καθώς και οι δύο ασχολούνται με την εικόνα, ο ποιητής πρέπει να είναι ολίγον ζωγράφος και ο ζωγράφος ολίγον ποιητής. Και ο ζωγράφος πιστεύει ότι ο ποιητής είναι καλλιτέχνης: «Ενας καλλιτέχνης δεν αντέχει τον ρόλο του υπάλληλου. Κουβαλά το πένθος. Είναι μια ρομαντική παρουσία. Τι είναι ο ρομαντισμός; Μια αιώνια εμμονή στη νοσταλγία. Στη νοσταλγία που έχει πόνο μέσα της».
Για τον ζωγράφο, το καινούργιο, αυτό που θα ανανεώσει τη ζωγραφική του, υπάρχει μέσα στο παλιό. «Ο,τι νέο βλέπουμε, το έχουμε ήδη δει» τονίζει. «Ο ζωγράφος δεν τραβά φωτογραφίες της στιγμής. Πρέπει να κοιτάξει εκεί που δεν έχει δει. Κάτι που ενσωματώθηκε ασυνείδητα στον μύθο του και είναι έτοιμο να βγει». Και η φιγούρα και η ιδέα του Καρυωτάκη υπήρχε από πολύ παλιά στο έργο του: «Μου ήταν πολύ εύκολο να ζωγραφίσω για τον Καρυωτάκη. Θα μπορούσε οποιοδήποτε έργο μου να αναφέρεται στον Καρυωτάκη. Αλλά τώρα ήθελα να κάνω ό,τι το καλύτερο μπορούσα για αυτόν. Οι λιθογραφίες αναφέρονται ειδικά σε αυτόν και άμεσα, χωρίς προσχέδια. Προσπάθησα να ανακαλύψω από ένστικτο τις σχέσεις του με τις γυναίκες».
Αλλά γιατί επέλεξε να μιλήσει με μια παραδοσιακή, ρομαντική μπορούμε να πούμε τεχνική; «Η λιθογραφία μου πάει περισσότερο. Είναι σαν να κάνω σχέδιο. Στα υπόλοιπα χαρακτικά δεν έχεις αυτή την αμεσότητα όταν δουλεύεις σε ξύλο ή μέταλλο. Από την άλλη υπάρχει και το τι θα σου βγει. Βλέπεις τι κάνεις, αλλά παραμονεύει και η έκπληξη». Και γιατί τώρα;

«Αν δεν υπάρχει και ένα ψήγμα θανάτου μέσα σου, τι θα σε κάνει να ζωγραφίζεις τόσες ώρες; Πώς θα υπάρχει ο σεβντάς αν δεν έχεις ένα σαράκι; Ο,τι θεωρώ εγώ αριστουργήματα έχουν κάποια σχέση με τον θάνατο. Οπως ο Βαν Γκογκ. Το να αποφεύγεις συνεχώς τα στενάχωρα δεν είναι δημιουργικό. Ούτε να σου έρχονται όλα στη ζωή βολικά, να παρακάμπτεις τη μελαγχολία. Η ζωή δεν είναι μπουζούκια. Πρέπει να υπάρχει και η σκιά και να βαπτίζεσαι σ’ αυτήν. Να μπαίνεις και να ξαναβγαίνεις στο φως. Δεν μπορείς να αποφεύγεις συνεχώς την πραγματικότητα. Και έτσι μπορείς καλύτερα να την αντιμετωπίσεις. Αυτό δεν έχει να κάνει με τη σημερινή κατήφεια λόγω της οικονομικής κατάστασης. Ενας λαός και ένα κράτος για να καταλυθεί πρώτα πρέπει να τον καταλύσεις πολιτισμικά. Δεν έχει σημείο αναφοράς. Πριν από την οικονομική κρίση ήλθε αυτό. Γίναμε ένα καταναλωτικό κτήνος που νοιαζόταν μόνο πώς θα περνάει καλά. Από τη στιγμή που οι υπαρξιακές αγωνίες μας καλύπτονταν από ένα αστραφτερό, ακριβό αυτοκίνητο, τότε ο Καρυωτάκης
είχε πραγματικά αυτοκτονήσει». Κι ο Τάσος Μαντζαβίνος τον επαναφέρει στη ζωή μας με δραματικό τρόπο…
«Οποτε βλέπω τη θάλασσα, σκέφτομαι τον ποιητή»
Ο ζωγράφος Τάσος Μαντζαβίνος γράφει για τη βιωματική σχέση του με τον ποιητή της μελαγχολίας Κώστα Καρυωτάκη:
«Οποτε βλέπω τη θάλασσα στο φως Σελήνης μέχρι εκεί που τελειώνει, αυτό συμβαίνει από πολλά χρόνια πριν, σκέφτομαι τον Καρυωτάκη σε μια τέτοια θάλασσα να παλεύει να πνιγεί. Παρότι η θάλασσα είναι κάλμα και το φως επάνω της γυαλίζει, ίσως για άλλους να ‘ναι κάτι ρομαντικό σαν καρτ ποστάλ, εμένα μου δημιουργεί δέος και φόβο. Το φως της Σελήνης φαίνεται σαν οδός που κόβεται στον ορίζοντα. Πόσο πολύ αποφασισμένος ήταν ο Καρυωτάκης να αυτοκτονήσει; Πόσο πολύ ήδη είχε πεθάνει; Ετσι, φαντάζομαι, ότι έσερνε μόνο το σώμα του. Ούτε πριν ούτε μετά υπήρχε. Μόνο ένα απαίσιο, βασανιστικό παρόν, σαν τρισβάσταχτη αναμονή στο σαλόνι του χειρούργου. Σαρακωμένος αλλά γενναίος ως αρχαίος ήρωας, η απόφασή του να τελειώσει τη ζωή του δεν ταλαντεύεται ούτε στο ελάχιστο. Πώς είναι δυνατόν η αλήθεια του να μολυνθεί από το μην αυτοβούλως σκοτώσει τον εαυτό του; Κατά τη γνώμη μου, έπειτα από αρκετά έτη ζωγράφος, δεν είναι δυνατόν να μην τρέχει στο αίμα ψήγμα στρυχνίνης στον ποιητή, να μη βλέπει τα γύρω του ολίγον νεκρά. Οταν διάβασα ποιήματά του, ήμουν νέος, αρκετά νέος. Τώρα χαίρομαι που ζωγραφίζω γι’ αυτόν».

πότε & πού:
Το συλλεκτικό λεύκωμα «Κώστας Καρυωτάκης, Ιδανικοί Αυτόχειρες – Τάσος Μαντζαβίνος, 12 λιθογραφίες» σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων θα παρουσιαστεί την Πέμπτη 22 Μαΐου, στις 20.15, στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» (Ακαδημίας 32 και Λυκαβηττού). Θα μιλήσουν ο ζωγράφος, η ιστορικός τέχνης Ελισάβετ Πλέσσα και ο ποιητής-ψυχαναλυτής Θανάσης Χαντζόπουλος. Θα γίνει παράλληλη έκθεση των λιθογραφιών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ