«Δεν … παραλείψαμε να κάνουμε τίποτε που θα εξέθετε τη ζωή του σε κίνδυνο», τονίζει η δημοσιευθείσα στον Τύπο ανακοίνωση της Ενωσης σωφρονιστικών υπαλλήλων Ελλάδος σε σχέση με την κατάληξη του αλβανού κρατούμενου, δολοφόνου λίγες ημέρες νωρίτερα ενός υπαλλήλου φυλακών.

«Συ είπας, δεν παραλείψατε τίποτε», θα μπορούσε να είναι το σχόλιο, αλλά το ζήτημα έχει πολύ σοβαρότητα για να επιδέχεται μια τέτοια, απλά σχετλιαστική, αντιμετώπιση. Πράγματι…

Εντός της κάθε οργανωμένης έννομης τάξης -όπου η συντεταγμένη πολιτεία είναι ο μονοπωλιακός κάτοχος της νόμιμης βίας και ο κάθε πολίτης υποχρεούται σε απεμπόληση φυσικών του παρορμήσεων, όπως η τιμωρητική εξόντωση όποιου τον απειλεί ή τον βλάπτει- η ύπαρξη ατόμων επιρρεπών στο έγκλημα, στη βία και στην αυτοδικία είναι δυστυχώς αναπόφευκτη.

Αλλωστε, είναι ακριβώς η ύπαρξη τέτοιων ανεπαρκώς κοινωνικοποιημένων ατόμων που δικαιολογεί, ως φρένο στη φυσική τους παρόρμηση, το μονοπώλιο της έννομης κρατικής βίας.

Αν όμως το κράτος, δια κάποιων επιφορτισμένων με την ευθύνη της καταστολής και τιμωρίας οργάνων του, παρακάμπτει τις θεσμικές προϋποθέσεις της νόμιμης και περιορισμένης στον απολύτως απαραίτητο βαθμό βίας, λειτουργεί δε ως εργαλείο προσωπικής αντεκδίκησης υπαλλήλων του (και μάλιστα, όπως συνάγεται από την ιατροδικαστική έκθεση, πιθανότατα με μεθόδους βασανιστηρίων), τότε, αντί για φρένο, γίνεται παράγων της επιστροφής της κοινωνίας σε φάση πρωτογονισμού και ζούγκλας.

Τίποτε, δε, δεν θα ήταν κοινωνικά τόσο επικίνδυνο όσο η εξάρτηση της ανοχής προς τέτοιες μεθόδους –αλλά ακόμη και προς τη μη παροχή της, οφθαλμοφανώς, αναγκαίας ιατρικής αρωγής- από την προσωπικότητα, την προγενέστερη συμπεριφορά ή το ποινικό παρελθόν ενός κρατούμενου, ευρισκόμενου υπό την ευθύνη και την υποχρέωση προστασίας της πολιτείας.

Κυρίως, διότι η ανοχή στην παράνομη κρατική βία θα νομιμοποιούσε κοινωνικά, άρα θα ενίσχυε, τη βία των αρνητών της κρατικής νομιμότητας. Αυτός είναι ο λόγος, πέραν του σεβασμού στο νομικό, πολιτικό και κοινωνικό πολιτισμό, που μας κάνει, ως νομικούς, πολιτικούς επιστήμονες, πανεπιστημιακούς δάσκαλους και πνευματικούς ανθρώπους, να πιστεύουμε στην ανάγκη άμεσης δρομολόγησης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιας διαδικασίας δραστικής κρατικής αυτοκάθαρσης και κυρώσεων.

-Βαγγέλης Γαζής, καθηγητής ΕΜΠ, εθνικός εκπρόσωπος στο πείραμα CERN.

-Αντώνης Δημόπουλος, τ. Γενικός Γραμματέας Υπουργείου Υγείας.

-Θανάσης Διαμαντόπουλος, νομικός, καθηγητής πολιτικής επιστήμης.

-Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, νομικός, πρώην υπουργός.

-Μαριλένα Κοππά, πολιτικός επιστήμων, ευρωβουλευτής.

-Γιώργος Κουβελάκης, Σύμβουλος Επικρατείας ε.τ., τ. Υπουργός Δικαιοσύνης.

-Ξένια Κουναλάκη, δημοσιογράφος.

-Πάσχος Μανδραβέλης, δημοσιογράφος.

-Χρυσούλα Μουκίου, επίκουρος καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου.

-Νίκος Μπελιάς, νομικός, διπλωμάτης.

-Κώστας Λάβδας, πολιτικός επιστήμων, τ. αντιπρύτανης παν/μίου Κρήτης.

-Χρήστος Ροζάκης, καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Διοικητικού Δικαστηρίου, πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Διακιωμάτων.

-Κατερίνα Στασινοπούλου, νομικός, γραμματέας Ιδρύματος Μιχ. Στασινόπουλου.
Παύλος Τσίμας, νομικός, δημοσιογράφος.