Αφορμή του παρόντος κειμένου είναι το κείμενο του Χ. Βλαβιανού με τίτλο «Η πίσσα της Ευρώπης», το οποίο δημοσιεύτηκε την 1η Μαρτίου 2014 στο Βήμα. Η φράση είναι παρμένη από το βιβλίο του Ο.Ελύτη «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» που εκδόθηκε το 1990, μα γράφτηκε τη δεκαετία του ’80. Ο λόγος που γράφω είναι η καταφανής διαστρέβλωση των λόγων του ποιητή, καθώς (όπως είθισται π.χ. σε κάποιες εκπομπές της τηλεόρασης) απομονώθηκε μόνο ένα απόσπασμα, αγνοήθηκε το υπόλοιπο κείμενο και ερμηνεύτηκε μέσα από την εστίαση του ποιητή κου Βλαβιανού. Να εξηγούμαστε: ο λόγος ενός συγγραφέα από τη στιγμή που «τυπώνεται» δεν του ανήκει, μα η όποια ερμηνεία δεν πρέπει να ξεφεύγει από τα συμφραζόμενα ή να τα αποσιωπά.

Στόχος μου δεν είναι η ενδελεχής ανάλυση, μα η κατάδειξη και μιας «δεύτερης» οπτικής. Έτσι, θα σταθώ όσο το δυνατόν στο ίδιο το κείμενο.

Στα «δημόσια και ιδιωτικά» ο Ελύτης στοχάζεται και προβληματίζεται πάνω σε ένα βασικό άξονα της βιοθεωρίας και της ποιητικής του: τις «αντιστοιχίες». Για τον ποιητή υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της ψυχής (ατόμου, λαού κτλ) και της φύσης, μεταξύ τοπίου και ανθρώπου. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Η φύση καθορίζει τον υλικό και πνευματικό πολιτισμό, αλλά και ο άνθρωπος μπορεί να την επηρεάσει, ακόμα και να την «πλάσει» (πβλ τον ποιητή-δημιουργό στο «Άξιον Εστί»). Στο συγκεκριμένο κείμενο ο Ελύτης ασχολείται με την επαφή του ανθρώπου με το φυσικό, άρα και με το αληθινό, το αυθεντικό, το «άγιο». Το ελληνικό τοπίο καθρεφτίζεται τόσο στη γλώσσα όσο και στα επιτεύγματα, τον τεχνικό πολιτισμό και τη θρησκεία των κατοίκων: το τοπίο είναι «η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη». Παρατηρεί ότι η δύναμη του σύγχρονου πολιτισμού (καταναλωτισμός, αστικοποίηση, πολιτική) «απομακρύνει» το άτομο από την «αγιότητα» αυτή και, μέχρι το τέλος, εκφράζει την αγωνία του για την ανάγκη επαφής με οτιδήποτε γνήσιο-αυθεντικό, εμφαίνοντας το ρόλο του «ιδιώτη» (δηλαδή την ατομική προσπάθεια και την κληρονομιά του στο «δημόσιο» βίο).

Περνάμε τώρα στην (ατυχή) απομόνωση ενός χωρίου μικρής έκτασης από τον κο Βλαβιανό. Θα επαναλαμβάνω τμηματικά το απόσπασμα του Ελύτη και τα αντίστοιχα σχόλια του Βλαβιανού, ώστε να διατυπώνω κλιμακωτά τις ενστάσεις μου: «(Γράφει ο Ελύτης:) Περιμένω τον καλλιτέχνη – που όσο περνάν τα χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες υπάρχουν ν’ αναφανεί – τον ικανό να στήσει, αποστραγγίζοντας όλο το απόθεμα του θυμητικού μας, το μνημείο στον ‘άγνωστο ιδιώτη’. Όπως ως τώρα εστήσαμε σε κάθε γωνιά του τόπου μας κάποιο μνημείο στον ‘άγνωστο στρατιώτη’.» Ο Βλαβιανός σχολιάζει ότι ο γηρασμένος ποιητής «διαγράφει» αφελώς τη μελλοντική εμφάνιση νέων άξιων καλλιτεχνών και μάλιστα λόγω «αλαζονείας». Πρώτον, πουθενά δε διαφαίνεται αυτή η «διαγραφή»: δυσπιστία, απαισιοδοξία, ίσως… Διαγραφή… πουθενά σε όλο το κείμενο. Απλά αναφέρει τη δυσκολία (λιγότερες πιθανότητες) λόγω της αλλοτρίωσης που κυριαρχεί. Δεύτερον, η «αλαζονεία» κάποιου εδράζεται στον άμετρο εγωισμό και την αυταρέσκεια. Σε όλο το κείμενο δεν υπάρχει κανένα τέτοιο στοιχείο. Το αντίθετο: 1) αναφερόμενος στο λαϊκό πολιτισμό σημειώνει ότι «ήρθαμε εμείς (=άρα και ο ίδιος)… και σχεδόν τον αφανίσαμε». 2) υπερθεματίζει την υπέρβαση του εγώ και κατακεραυνώνει την αλλοτρίωση του εαυτού: «Το καίριο στη ζωή αυτή κείται πέραν του ατόμου.» 3) σε διάφορα χωρία σημειώνει την αποτυχία του ως καλλιτέχνης π.χ. «τραύλισμα» ονομάζει το λόγο του ή αλλού: «Παραμένω, έτσι, ιδιώτης απαρηγόρητος, που δεν καταφέρνει ν’ ανήκει πουθενά, σε καμιά κοινότητα, ούτε καν των ποιητών».

«(Γράφει ο Ελύτης): Θα πρέπει [ο καλλιτέχνης] να βγαίνει από την κυανή και λευκή Μεγάλη του Γένους Σχολή και ν’ αντανακλά όλο φως πάνω στην πίσσα της Ευρώπης που θάβουμε σήμερα εν όψει μιας άλλης που μοιάζει να γεννιέται. Χωρίς διάκριση. Πάνω στους μέλανες δρυμούς, στα τέρατα της Chartres και του Duomo, τους Καρτέσιους και τους Καλβίνους, τους Καντ και τους Μαρξ, τον Πάπα – θεός σχωρέσει τους.» Ο Βλαβιανός, συνελόντι ειπείν, χαρακτηρίζει τον Ελύτη (με βάση το απόσπασμα) αντι-δυτικό, στρεβλά ελληνο-κεντρικό (με υφέρποντα εθνικισμό) και υποκριτή (γιατί απαρνιέται τις ευρωπαϊκές καταβολές του). Μάλιστα, υπενθυμίζει (!) στον αποθνήσκοντα ότι οι ναζί ρίχναν τα βιβλία στην πυρά και τον συγκρίνει με… το Μητροπολίτη Πειραιώς. Για τις υπενθυμίσεις-συγκρίσεις ουδέν σχόλιον. Για τα υπόλοιπα σημειώνω τα εξής:

1) Σε όλο το κείμενο ο Ελύτης αναφέρεται στη σχέση τοπίου-ανθρώπου και στην αναζήτηση της «αυθεντικότητας» μέσα από την παρατήρηση του γύρω τοπίου του, του ελληνικού. Τι να κάνει; Εδώ γεννήθηκε… Η παρατήρηση αυτή όμως αφορά και όλη την ανθρωπότητα, απλά η «τυχαία» καταγωγή προσδίδει τον «ελληνικό» χαρακτήρα.

2) Κανένας υπαινιγμός δεν υπάρχει για εθνικισμό ή φανατισμό ή ανωτερότητα της Ελλάδας. Συγκεκριμένα: για τον Ελύτη η σημασία των λαών μετράται με το «πόση ευγένεια παράγουν», ενώ μιλά για «φανατισμό» μόνο όταν αναφέρεται στο πάθος να βρει το αυθεντικό – και μάλιστα ο ο φανατισμός του είναι «σωφροσύνη στον κύβο» (θυμικό ουδέν…).

3) Ο Βλαβιανός σημειώνει ότι επιθυμεί τον καλλιτέχνη «χριστιανό ορθόδοξο». Ο ποιητής σε όλο το κείμενο: α) μιλάει σχεδόν «πανθεϊστικά» διαπλέκοντας π.χ. τα ειδώλια των Κυκλάδων με την Αγία Μαρίνα, το βωμό του Ποσειδώνα με το βωμό της Παναγίας. Σε άλλο σημείο φαντάζεται ότι ζωγραφίζει μια θεά «Φυτώ» (=μεγαλείο φύσης). β) Άρα, η αγιότητα του Ελύτη εμπεριέχει το χριστιανισμό, μα τον ξεπερνά (π.χ. περνά στην ύλη, τη φύση κτλ). γ) Αυτό που αναζητά ο Ελύτης είναι η απλότητα και η καθαρότητα των γραμμών. Για αυτό και «απορρίπτει» τους καθολικούς ναούς – ως μνημεία υπερβολής (όπως στην αρχή του κειμένου αποδοκιμάζει και τις ελληνικές πόλεις με τις πολυκατοικίες), όχι ως έργα ετερόδοξων.

4) Ο «εθνοκεντρισμός» του Ελύτη είναι ξεκάθαρα ηθικός-πνευματικός: αγαπά το τοπίο που με «τις ώχρες και τις οφιοειδείς γραμμές» οδηγεί «στην αποκατάσταση μιας ηθικής ομορφιάς».

5) Σε όλο το κείμενο κατακρίνει την αλλοτρίωση του λαού και της παράδοσης από τους ίδιους τους Έλληνες: έτσι στηλιτεύει την αστικοποίηση, την προπαγάνδα των πολιτικών, την ξύλινη γλώσσα της εξουσίας-των σχολείων-της εκκλησίας («Τίποτε απ’όλ’αυτά που περιφέρουν, επί αιώνες τώρα, στα σχολεία, στις εκκλησίες, στις κομματικές συγκεντρώσεις, δεν παίρνει διαβατήριο για την ψυχή…»), την ευπιστία των πολιτών. Μόνο σε ένα χωρίο κατακρίνει την Ευρώπη: το σημείο που παρατέθηκε και από τον κο Βλαβιανό.

6) Η «πίσσα» της Ευρώπης δεν είναι αφορισμός για όλη την Ευρώπη. Σύμφωνα με όλο το κείμενο συνάγεται ότι εννοεί την υλιστική και αλλοτριωτική έκφανση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Εξειδικεύοντας: α) η «αποδοκιμασία» του Καλβίνου και του Πάπα αναφέρεται εμφανώς στο θρησκευτικό φανατισμό και τη μισαλλοδοξία (π.χ. υπαινιγμός στο «σχέδιο του θεού»-μοιρολατρία, τους θρησκευτικούς πολέμους κ.ά.), β) η «απόρριψη» του Ντεκάρτ και του Καντ συμβολίζει τη δυσπιστία στην κυριαρχία του Λόγου και στην ακραία εκλογίκευση των πάντων, του Μαρξ πάλι ίσως την αποδοκιμασία του υλισμού: ο Ελύτης είναι ποιητής, και ας μην ξεχνάμε, οπαδός της «ηλιακής μεταφυσικής». γ) Μην παραβλέψουμε τη χρήση πληθυντικού: «οι Καρτέσιοι, οι Καλβίνοι κλπ.»: δεν προσωποποιεί, γενικεύει. Γενικεύει φαινόμενα και στηλιτεύει ιδεολογίες που πιθανόν και να διαστρέβλωσαν το λόγο του «ιδιώτη» στοχαστή ή θρησκευτικό ηγέτη. δ) Μια παρέκβαση: σε όλο το έργο του ο Ελύτης δεν κρύβει το θαυμασμό του για «Δυτικούς» ποιητές και ζωγράφους (π.χ. Eluard, Ungaretti, Blake, Picasso, Uccello). Το προδίδει και το ίδιο του το επίθετο (πιθανή παραπομπή στον Ελυάρ).

Λίγα λόγια αντί επιλόγου: Το απομονωμένο συνιστά εκ των πραγμάτων διαστρέβλωση. Ο Ελύτης δεν έχει ανάγκη από καμία απολογία και από κανέναν απολογητή. Η προσωπική μου αδυναμία να αντισταθεί στην πρόκληση είναι που απολογείται. Θα παρακαλούσα να μην ανασταίνουμε από το παρελθόν με προγονολατρική διάθεση την κριτική που δεχόταν ο ποιητής Ελύτης από τους ομότεχνους και τους κριτικούς στην αρχή της καριέρας του.

*Ο κ. Πέτρος Χατζηδάκης είναι φιλόλογος και διδάσκει σε ελληνικό δημόσιο σχολείο.