Σειρά ερωτημάτων για έναν επιχειρηματία που φέρεται να λειτούργησε σαν «πληροφοριοδότης» της ένοπλης οργάνωσης «17 Νοέμβρη» προκύπτουν από το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα «Γεννήθηκα 17Ν» το οποίο κυκλοφόρησε προ μερικών ημερών από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Στο κείμενό του ο «Λουκάς» της 17Ν μιλά για σειρά συναντήσεών του αλλά και για «βόλτες στις ακριβές συνοικίες της Αθήνας» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε με το άγνωστο άτομο. Σημειώνει ότι διέκοψε τη σχέση με τον πληροφοριοδότη όταν εκείνος του ζήτησε να προχωρήσει σε μια βομβιστική επίθεση εκ μέρους του, ενώ προκύπτει ότι ο εν λόγω επιχειρηματίας έχει αποβιώσει.
ΕΛ.ΑΣ.: Αμφισβήτηση και «εφεύρημα»
Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που είχαν χειρισθεί τον φάκελο της 17Ν ανέφεραν ότι «μέχρι σήμερα δεν είχαν ανακύψει σαφή στοιχεία για επαφές μελών της οργάνωσης με επιχειρηματίες ή άλλα σημαίνοντα πρόσωπα που τους βοηθούσαν στις στοχεύσεις της. Υπήρχαν ενδείξεις ότι ηγετικά μέλη της 17Ν είχαν σχέσεις με καθηγητές πανεπιστημίου που συμμετείχαν στην επιμελητεία της οργάνωσης. Ακόμη είχε προκύψει ότι ο φερόμενος ως αρχηγός της οργάνωσης Αλέξανδρος Γιωτόπουλος ως “Μιχάλης Οικονόμου” είχε περιστασιακές συναντήσεις ή μόνιμες επαφές με επιχειρηματίες, δημοσιογράφους, μηχανικούς και άλλους οι οποίοι πιθανόν δεν γνώριζαν τη δραστηριότητά του.

»Όμως και στο βιβλίο του ο Δημήτρης Κουφοντίνας δεν ορίζει ούτε τη χρονική περίοδο ούτε και τον τρόπο γνωριμίας με το άγνωστο αυτό άτομο. Μιλάει αντιθέτως ότι ο ίδιος προσπάθησε να προσεγγίσει την 17Ν. Ένας ισχυρισμός του Δ. Κουφοντίνα που βεβαίως αμφισβητούμε».

Πάντως πρώην ανώτατοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο αναφερόμενος πληροφοριοδότης του Δ. Κουφοντίνα «να είναι εφεύρημα του συγγραφέα προκειμένου να αναδείξει την απήχηση της οργάνωσης ακόμη και σε εύπορους ή να του αποδίδεται ένας μεγεθυμένος ρόλος…»
Τι γράφει στο βιβλίο
Το ακριβές απόσπασμα από το βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα έχει ως εξής:
«Άμεσες πληροφορίες είχαμε ελάχιστες. Κάποτε μας αναζήτησε επίμονα ένας αξιόλογος άνθρωπος, που μπορούσε να κινηθεί στους κύκλους της άρχουσας τάξης. Τον συνάντησα αρκετές φορές. Δεν ήταν πάντα αξιοποιήσιμες οι πληροφορίες –ήταν άλλωστε πολύ μεγάλος ο όγκος τους. Θα ήταν χρήσιμες σε μια πολιτική οργάνωση, ένα έντυπο, για τις ανάγκες της προπαγάνδας και της αντιπληροφόρησης. Βοηθούσαν όμως “να καταλάβουμε τον εχθρό”. Πώς σκέφτεται, πώς σχεδιάζει, τι φοβάται. Πόσο διεφθαρμένος είναι ο ταξικός αντίπαλος…»
«…Για να επανέλθω στον πληροφοριοδότη μας, τον Γέρο, όπως τον έλεγα για να τον πειράξω. Η σχέση μας ήταν δύσκολη, η επικοινωνία δυσκολευόταν από την απόσταση δύο διαφορετικών κόσμων. Παρότι ήταν εξωμότης της τάξης του, παρότι μας θαύμαζε και μας αγαπούσε, κινούμασταν με διαφορετικούς ρυθμούς. Εγώ, συνηθισμένος στην άμεση δράση, τις κοφτές φράσεις, τις γρήγορες αποφάσεις. Αυτός, θέλοντας να ελέγχει πάντα την κατάσταση. Εγώ σφιγγόμουν πάντα με ερωτήσεις του είδους: “Τι ενέργειες ακριβώς προγραμματίζετε;”, έδινα γενικόλογες απαντήσεις, εξηγούσα μάταια ότι “για συνωμοτικούς λόγους δεν μπορώ να δίνω στοιχεία κτλ.”.
»Εδώ που τα λέμε, ο Αντώνης (σ.σ. ο Δημήτρης Κουφοντίνας παρουσιάζει με το όνομα αυτό τον “συνωμοτικό” εαυτό του) εκείνης της εποχής ήταν λίγο “κνίτης”, ντούρος, κομματικός, δυσπροσπέλαστος. Μια μέρα ζήτησα από τον Γέρο να κάνουμε μια περιοδεία στις ακριβές συνοικίες της Αθήνας. Ακριβό το αμάξι του, το ντύσιμό του, ό,τι έπρεπε για την περιοχή. Είχα ντυθεί και εγώ ανάλογα. Έκανα μια καλή χαρτογράφηση. Στο γυρισμό, έβαλε λατινοαμερικάνικη μουσική. Από τη χαρά της παρατήρησης, με παρέσυρε ο ζωντανός ρυθμός, άρχισα να τον ακολουθώ, να μισοχορεύω στο κάθισμα του συνοδηγού. Με κοίταξε λοξά, χαμογέλασε: “Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι αυθόρμητο”. Στη χαλαρή κουβέντα που ακολούθησε, όταν ξανάρχισε να ζητά πληροφορίες για το τι ενέργειες ετοιμάζαμε, ξαναφόρεσα την κομματική πανοπλία. Η καχύποπτη κληρονομιά του Κοσμά (σ.σ. ψευδώνυμο άγνωστου συνεργού του) “τι κρύβεται από πίσω” με τυραννούσε ακόμα.
»Κάποια στιγμή που επέμενε πολύ (εκ των υστέρων κατάλαβα ότι ρωτούσε για τον προγραμματισμό γιατί ήθελε να συμμετάσχει σε κάποια ενέργεια…) άλλαξα την κουβέντα. Τον ρώτησα για ποιο λόγο μας βοηθούσε. Σοβάρεψε απότομα: “Κοίταξε, εσύ πολεμάς για την επανάσταση, το σοσιαλισμό. Εγώ ξέρω ότι αυτά θα έρθουν σε εκατό, διακόσια χρόνια”. “Τότε;”. “Σας βλέπω, σας θέλω για αντίβαρο σε αυτούς τους άθλιους. Κι ακόμα”, κι εδώ τα μάτια του άστραψαν και μισογέλασε πονηρά, “μ’ αρέσει να βλέπω να τρέμουν, να μην τολμούν να ζυγώσουν στα παράθυρα, ακόμα και στις βίλες τους, όταν δίνουν δεξιώσεις”.
»Ήταν ένας ευγενικός, βαθιά ευγενικός άνθρωπος. Ακόμα και την τελευταία φορά που χαιρετηθήκαμε κάπως ψυχραμένα. (Επέμενε στην τελευταία μας συνάντηση, να του δώσω μια μπόμπα, να τη βάλει σε μια βίλα ενός μεγαλοπαράγοντα του τόπου “να μην κινδυνέψει κανένας, μόνο να τρομοκρατηθούν”. Του αρνήθηκα. Θα κινδύνευε ο ίδιος, θα “καιγόταν”.) Ακόμα και τότε, με διαβεβαίωσε ότι κάθε στιγμή στα σπίτια, τα οχήματά του ήταν στη διάθεση της οργάνωσης όποτε τα χρειαστεί. Δεν τα χρησιμοποιήσαμε ποτέ. Δεν θα αναφέρω το όνομά του επειδή δεν ξέρω εάν θα το επιθυμούσαν οι δικοί του. Ίσως κάποτε μπορέσω να τους εξηγήσω εκείνη τη μεγαλοσύνη του δικού τους ανθρώπου. Πόσο και πόσα διακινδύνεψε και πόσο ήταν πρόθυμος να διακινδυνέψει….».