Στις 4.48 θα το κάνει: «Θα κρεμαστώ / ακούγοντας την ανάσα του εραστή μου». Η πικρή αλήθεια είναι πως δεν θέλει να πεθάνει. Αλλά ούτε και να ζήσει την ενδιαφέρει. Τα πόδια κενά, η θλίψη απέραντη, τίποτα να ειπωθεί. Eνα δωμάτιο γεμάτο ανέκφραστα πρόσωπα που κοιτάζουν ψυχρά, οσμίζονται την αποτυχία που αναδίδουν οι πόροι του δέρματος. Ο πανικός στεγνώνει το στόμα. Η ντροπή φλογίζει τα μάγουλα. Τίποτε δεν μπορεί να σβήσει τον θυμό. Και τίποτε δεν μπορεί να επαναφέρει τη χαμένη πίστη. «Τι σχέδια έχεις;» ρωτάει ο γιατρός. «Θα πάρω μια υπερβολική δόση, θα κόψω τις φλέβες μου και μετά θα κρεμαστώ» του εξηγεί εκείνη. «Δεν θα πιάσει… Θα σου ‘ρθει υπνηλία από την υπερβολική δόση και δεν θα ‘χεις κουράγιο να κόψεις τις φλέβες σου».
Η ασθενής και ο γιατρός. Η «παρίας της λογικής» και ο κυνικός εκπρόσωπός της. Η ψυχικά διαταραγμένη και ο σώφρων «χειρουργός της ψυχής». Δεν είναι όμως αυτός ο πιο τρομακτικός διαχωρισμός· «να ‘μαι εδώ, / κι εκεί το σώμα μου, χορεύει πάνω στο γυαλί». Ο εαυτός είναι πολλαπλός, όπως και οι ρόλοι. Υπάρχει η ψυχωσική, η ερωτευμένη, αυτή που αγαπάει τους απόντες και τους αγέννητους, αυτή που ντρέπεται τους γιατρούς, η συγγραφέας, η αυτόχειρας. Η Κέιν, παρ’ όλη την ένταση του λυρισμού της, παρ’ όλη την απόγνωση της βυθομέτρησης, όχι μόνο δεν αφήνεται σε συναισθηματισμούς, αλλά τους ξορκίζει με κοφτερό αυτοσαρκασμό και χιούμορ. Απευθυνόμενη στο μάλλον αδηφάγο κοινό σχετικά με τη μεταθανάτια τύχη της η ηρωίδα τούς ειρωνεύεται: «Σας παρακαλώ μη με τεμαχίσετε για να δείτε από τι πέθανα / θα σας το πω εγώ». «Η αλλαγή είναι πιθανή… συμβαίνει μάλλον εκείνες τις στιγμές όταν οι ανακουφιστικές κατηγοριοποιήσεις καταρρέουν (γυναίκα / άνδρας, θύμα / θύτης, γηγενής / ξένος, εαυτός / άλλος) και όλα πρέπει να επανεξεταστούν» γράφει ο Κεν Ερμπαν στο «Ηθική της Καταστροφής: Το θέατρο της Σάρα Κέιν». Η συγγραφέας αρνείται τους κανόνες ενός θεατρικού έργου· δεν υπάρχει σαφής πλοκή ούτε ξεκάθαρα μοιρασμένοι ρόλοι, ενώ το ίδιο το κείμενο πάνω στο χαρτί μοιάζει πιο πολύ με ποίημα γεμάτο εμμονικά ερωτήματα, σκόρπιους αριθμούς και σμήνη λέξεων που ταξιδεύουν προς αβέβαιο τέλος: «Αας παρακαλώ, ανοίξτε τις κουρτίνες»…
Στο υπόγειο του Βios έστησε το σκοτεινό εργαστήρι της η Αντζελα Μπρούσκου: ατμόσφαιρα υποβλητική, συνθεσάιζερ, μικρόφωνα, οθόνες και μια λευκή καρέκλα «ομορφιάς» που μόνο καλλωπιστικούς σκοπούς δεν εξυπηρετεί συνθέτουν αυτό το ηλεκτρονικό-φουτουριστικό περιβάλλον. Η ίδια η σκηνοθέτρια, ένας ψηλόλιγνος συνδυασμός Νταϊάνας Βρίλαντ και Γιόζεφ Μένγκελε, κάπου μεταξύ ρόλου και περσόνας, ερμηνεύει με ιδιαίτερο στυλ και άνεση την αποστειρωμένη κυνική εκπρόσωπο του ιατρικού κατεστημένου που εξουθενώνει κάθε τι άρρωστο, χωρίς να ιδρώνει στάλα. Μια κάμερα προβάλλει το πρόσωπο της ασθενούς (Παρθενόπη Μπουζούρη) τεράστιο στον τοίχο: ασθενικό, ωχρό, καταβεβλημένο μας περιγράφει τα μαρτύρια της αϋπνίας, της κατάθλιψης, της τρέλας. Η ονειρική φωνή της Nalyssa Green αντιπαρατίθεται με σθένος στον εφιάλτη. Εικόνες φρίκης από την αμερικανική Ιστορία παίρνουν κι αυτές τη θέση τους στην οθόνη, ενώ μια ημίγυμνη «κουκουλοφόρος» προφυλάσσεται από τις βόμβες. Η ασθενής υποβάλλεται σε διάφορες δοκιμασίες, αναζητεί διέξοδο, ζωγραφίζει με κραγιόνια σε τεράστιες κόλλες χαρτί.
Η Μπρούσκου παρουσιάζει επί σκηνής όλα τα «συμπτώματα» και όλα τα «σύνεργα» της ψυχικής ασθένειας (δεκάδες μπουκαλάκια από φάρμακα, κόκκινη μπογιά/αίμα, ζελέ νοσοκομείου) συνθέτοντας σειρά από οικείες ως τυποποιημένες εικόνες «έγκλειστων» γυναικών. Αυτό το μονοπάτι ακολουθείται και ερμηνευτικά από την Παρθενόπη Μπουζούρη, η οποία επιμένει περισσότερο στην ψυχολογική ανάλυση της ηρωίδας της –φτάνοντας ως το ρεαλιστικό ξέσπασμα μιας ψυχωσικής –και λιγότερο στην ποιητική διάσταση της μαρτυρίας. Στην περίπτωση της Κέιν η ψυχική ασθένεια συνιστά το μέσο, τη φόρμα μέσα από την οποία εκφράζονται ευρύτερα ζητήματα ταυτότητας. Και ενώ η σκηνοθέτρια αποδίδει με πιστότητα και ευαισθησία τις εκφάνσεις της νόσου, το ζητούμενο ίσως να μην είναι μόνο αυτό. Μια υπέροχη ελευθερία εκπέμπεται από το κείμενο της Κέιν –τρομερή όσο και μεθυστική –λίγο προτού η συγγραφέας δώσει τέλος στη ζωή της (κρεμάστηκε ως γνωστόν από τα κορδόνια των παπουτσιών της). Και αυτή η αίσθηση ελευθερίας δεν αποδίδεται όταν κυνηγάς την ψευδαίσθηση του «αληθινού».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



