Οταν πριν από τρία περίπου χρόνια ο κ. Χρήστος Μεμής για «Τα Νέα» και εγώ για «Το Βήμα» πήραμε στην Αγκυρα συνέντευξη από τον πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο προσωπικός γραμματέας του μας προειδοποίησε χαμηλόφωνα –θα μπορούσα να πω ότι μας έκανε ωμή σύσταση –να μην κάνουμε «σκληρές» ερωτήσεις που μπορεί να εξόργιζαν τον τούρκο πρωθυπουργό.
Αυτά πριν από τρία, περίπου, χρόνια. Σήμερα ο κ. Ερντογάν εξοργίζεται επειδή του υποβάλλονται από το εσωτερικό και το εξωτερικό ερωτήσεις στις οποίες αντί να απαντήσει καταφεύγει σε απειλές εναντίον πάντων και «αποκαλύψεις» –δύο κατά μέσον όρο την ημέρα –για πραξικοπήματα, απόπειρες ανατροπής του, ύπουλα σχέδια που μηχανεύονται και θέτουν σε εφαρμογή πρόσωπα και οργανώσεις στην Τουρκία και στο εξωτερικό. Ο τούρκος πρωθυπουργός απειλεί καθώς αποκαλύπτονται σκάνδαλα και κομματικές παρεμβάσεις κατηγορώντας «ξένα κέντρα» ότι υπονομεύουν τον ίδιο και την κυβέρνησή του «ενώ εκείνο που θα έπρεπε να κάνει πρώτα απ’ όλα είναι να βρει μια λύση στην πολιτική καταστροφή που έφερε στο εσωτερικό» του υπέδειξαν προχθές οι «New York Times» σε ένα ιδιαίτερα δριμύ κύριο άρθρο τους. Την περασμένη Τρίτη ο κ. Ερντογάν έφθασε στο σημείο να υπερασπιστεί τα μέτρα για έλεγχο του Τύπου και των ΜΜΕ στην Τουρκία δηλώνοντας ότι «και ο βρετανός πρωθυπουργός (Ντέιβιντ) Κάμερον έκλεισε μια εφημερίδα». Προκάλεσε, φυσικά, την ακαριαία διάψευση της βρετανικής πρεσβείας στην Αγκυρα και την «κατάπληξη» του εκπροσώπου της Ντάουνιγκ Στριτ 10 ο οποίος (ανώνυμα) έσπευσε να δηλώσει ότι «είναι απόλυτα αδύνατον» ο κ. Κάμερον είτε κάποιος βρετανός πολιτικός «ακόμη και να σκεφθεί» να κλείσει μια εφημερίδα.
Ο τούρκος πρωθυπουργός βρίσκεται σε σύγχυση και αντιδρά σχεδόν ασυνάρτητα, λέγουν διπλωματικές πηγές στην Αγκυρα. Το κλίμα εν όψει των δημοτικών εκλογών του Μαρτίου αναστρέφεται εναντίον του και οι ελπίδες του να ψηφιστεί ένα Σύνταγμα που θα του άνοιγε τον δρόμο για την «προεδρία του γούστου» του σβήνουν. Εχει χάσει την ψυχραιμία του, γράφουν οι «Financial Times», γεγονός το οποίο «ανησυχεί το ΝΑΤΟ». Αυτή η «θολή κατάσταση», κατά το BBC, έκανε την Ουάσιγκτον να στείλει στην Αγκυρα τον υπουργό Αμυνας Τσακ Χάγκελ ο οποίος κάνει σαφές, αν κρίνουμε από τη σκληρή επισήμανση που έκαναν στον κ. Ερντογάν οι «New York Times», πως ούτε ο Λευκός Οίκος ούτε «οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ» αποδέχονται «το αυταρχικό κράτος» που έχει δημιουργήσει επειδή απειλεί τη «σταθερότητα της περιοχής». Το Πεντάγωνο, εξάλλου, ζήτησε εξηγήσεις από την Αγκυρα σχετικά με την πρόσφατη γνωμάτευση νομικής επιτροπής η οποία πιστεύεται ότι «ανοίγει τον δρόμο για αναθεώρηση της δίκης των στρατιωτικών (…) με στόχο την ελευθερία τους» (Zaman). Η τουρκική εφημερίδα βλέπει «προσέγγιση» του κ. Ερντογάν στους στρατιωτικούς.
Στην Ουάσιγκτον έκανε «θλιβερή εντύπωση» η απειλή του κ. Ερντογάν στον αμερικανό πρεσβευτή Φράνσις Ριτσιαρντόνε ότι θα ζητήσει την αποπομπή του επειδή, δήθεν, επεμβαίνει στα εσωτερικά της Τουρκίας. Την περασμένη Πέμπτη στην Τεχεράνη, όπου βρέθηκε για «να ανανεώσει τις φιλικές σχέσεις συνεργασίας» με το Ιράν, ο κ. Ερντογάν έδωσε εντολή και «μετακινήθηκαν είτε παύθηκαν» οκτακόσιοι αστυνομικοί και άνδρες της εθνικής ασφάλειας, περιλαμβανομένων και δεκαέξι υψηλόβαθμων. Εφθασε έτσι στις 3.700 ο αριθμός των αστυνομικών που είχαν αυτή την τύχη επειδή είτε «υπάκουσαν» είτε «συνεργάστηκαν με δικαστικούς (…) χωρίς να έχουν την άδεια της κυβέρνησης» σε έρευνες που αφορούν σκάνδαλα ανώτερων κρατικών λειτουργών.
Κάτι ανάλογο αλλά με πολύ σοβαρότερες πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις γίνεται και με τους δικαστικούς.
Την περασμένη Πέμπτη έγινε γνωστό ότι οι ανακριτικές αρχές, κατόπιν κυβερνητικής εντολής, «αρνούνται να δεχθούν αγωγές δικηγόρων και νομικών σωματείων εναντίον πολιτικών, περιλαμβανομένου και του πρωθυπουργού». Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Κωνσταντινούπολης αποκάλυψε ότι αγωγές είχαν ετοιμαστεί εναντίον των υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης κ.κ. Ελκάν Αλά και Μπακίρ Μποζντάγκ καθώς και του κ. Ερντογάν.
Ολοι όσοι ασχολήθηκαν με αποκάλυψη σκανδάλων, ανακριτές, δικαστές κ.ά. «αντιμετωπίζουν κίνδυνο απόλυσης, μετάθεσης και επαγγελματικού ακρωτηριασμού» έγραψε η εφημερίδα «Zaman». Τουλάχιστον 95 ανώτεροι δικαστικοί έχουν ήδη βρεθεί σε αυτή την κατηγορία σε σύνολο 190. Στις Βρυξέλλες οι πρόεδροι Χέρμαν βαν Ρομπάι της ΕΕ και Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο της Κομισιόν εξέφρασαν τη «ζωηρή ανησυχία» τους στον κ. Ερντογάν –ο οποίος επισκέφθηκε την έδρα της ΕΕ πριν από λίγες ημέρες –για τη «σοβαρή κρατική επέμβαση» στη Δικαιοσύνη.
Ο τούρκος πρωθυπουργός τούς διαβεβαίωσε ότι «δεν υπήρξε ούτε και θα υπάρξει» κάτι τέτοιο. Αλλά μια εβδομάδα αργότερα, την περασμένη Πέμπτη, ανακοινώθηκε ότι «απολύθηκαν» οι ανακριτές κ.κ. Μεχμέτ Γιουζγκέζ και Τζελάλ Καρά, επικεφαλής των ανακρίσεων για τα σκάνδαλα στα οποία είναι ανακατεμένοι υπουργοί και, πιθανότατα, μέλη της οικογένειας του κ. Ερντογάν. Με προσωπική επέμβαση του ίδιου του πρωθυπουργού «εξαφανίστηκε κάθε υπόνοια κατηγορίας για συμμετοχή σε σκάνδαλο μαύρου χρήματος» σε βάρος του γιου του Μπιλάλ, έγραψε η «Hurrjiet». Δύο «συνεργάτες» του νεαρού έχουν προφυλακιστεί.
Επίθεση στα ΜΜΕ
«Προδότες» όσοι επικρίνουν την οικονομική πολιτική του
«Βαρύ κλίμα» επικρατεί σήμερα στην Τουρκία, διαπίστωσε δημοσιογράφος του γερμανικού «Spiegel». Η ραγδαία υποτίμηση της τουρκικής λίρας, την οποία δεν μπόρεσαν να ανακόψουν η γενναία παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας και οι επιφυλάξεις για την ασφάλεια των επενδύσεων τις οποίες δεν κρύβουν ξένες τράπεζες και η Γουόλ Στριτ –γεγονός που έχει «εξαγριώσει» τον πρωθυπουργό, έγραψε το διαδικτυακό Τ24 –σε συνδυασμό με την απειλή του κ. Ερντογάν εναντίον του προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχάνων Μουζαρέμ Γιλμάζ –τον αποκάλεσε «εθνικό προδότη» –ότι «θα τιμωρηθεί όπως του αξίζει» έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση η οποία ενοχλεί και την ευρύτερη ηγεσία του κυβερνητικού κόμματος.
Προ ημερών αποκαλύφθηκε ότι «επτά ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα έχουν διευθυντές τους οποίους διόρισε ο ίδιος ο πρωθυπουργός». Κατά τις εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών κοινής γνώμης η δημοσίευση επικρίσεων της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Ερντογάν «αποτελεί κακούργημα (…) και οδηγεί σε βαρύτατες κυρώσεις τον δημοσιογράφο και το μέσο το οποίο του επέτρεψε να το δημοσιοποιήσει».
Ηταν ακριβώς αυτή η διεθνής καταγγελία που έφερε στην επιφάνεια μια ακόμη διαφορά απόψεων μεταξύ πρωθυπουργού και προέδρου Δημοκρατίας. Ο πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ, απαντώντας την περασμένη Τετάρτη σε σχετική ερώτηση στη Ρώμη, όπου έκανε επίσημη επίσκεψη στον ιταλό ομόλογό του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, δήλωσε ότι «ο Τύπος πρέπει να είναι απόλυτα ελεύθερος να ασκεί κριτική». Και κατέδειξε τη διαφωνία του για τις απειλές και τα μέτρα της κυβέρνησης κατά του Τύπου τονίζοντας: «Τα μέσα ενημέρωσης δεν πρέπει να θεωρούνται γενικά εχθροί της Τουρκίας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



