Μιλάνο, 1985. Η Αγνή Μπάλτσα ερμηνεύει την «Κάρμεν» στη Σκάλα, με συμπρωταγωνιστή τον Χοσέ Καρέρας. Είναι η πρώτη της συνεργασία με τον Κλάουντιο Αμπάντο, μουσικό διευθυντή ακόμη τότε του ιστορικού θεάτρου. Οι δυο τους δεν έχουν ως εκείνη τη στιγμή συναντηθεί ποτέ, γι’ αυτό και η διεθνούς φήμη λευκαδίτισσα μεσόφωνος εντυπωσιάζεται όταν στη διάρκεια μιας πρόβας τον ακούει να της λέει: «Αγνή, δεν χρειάζεται να ανησυχείτε. Εχω ακούσει τον δίσκο σας και θα το κάνω όπως θέλετε εσείς, μη σας απασχολεί καθόλου».
Η αμεσότητα, η γενναιοδωρία και η μεγαλοσύνη του την εντυπωσιάζουν. «Ξέρετε, μερικές φορές οι μαέστροι είναι αυταρχικοί, απόλυτοι, αν κι εγώ ευτύχησα στις συνεργασίες μου» σχολιάζει χαρακτηριστικά η ίδια. Εκτοτε θα συναντηθούν επανειλημμένως με τον Αμπάντο τόσο στη σκηνή όσο και στο στούντιο: «Ηχογραφήσαμε την “Ιταλιάνα στο Αλγέρι” του Ροσίνι, την ίδια όπερα παρουσιάσαμε μαζί στην Κρατική Οπερα της Βιέννης. Εκεί συνεργαστήκαμε και στον “Ντον Κάρλο” του Βέρντι» θυμάται χαρακτηριστικά.
Ο μαέστρος και ο άνθρωπος


Υπάρχει άραγε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, μια ιστορία που διατηρεί πιο έντονα στη μνήμη της από τον Αμπάντο; «Οχι, δεν θα το έλεγα. Αυτό που μου έχει μείνει είναι το πόσο γλυκός και υποστηρικτικός ήταν στην ηχογράφηση της “Ιταλιάνας”».
Κάποια στιγμή οι επαγγελματικοί δρόμοι τους χωρίζουν και, όπως αποδείχθηκε, δεν έμελλε να ξανασυναντηθούν. «Αργότερα εκείνος ασχολήθηκε περισσότερο με τη συμφωνική μουσική, κάποια στιγμή αρρώστησε, δεν έτυχε να ξαναβρεθούμε» λέει και συνεχίζει: «Ηταν πολύ σπουδαίος μουσικός, ένας από τους τελευταίους μεγάλους μαέστρους, ένας άνθρωπος που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη μουσική και λάτρεψε αυτό που έκανε».
Πόσο διαφορετικός ήταν άραγε ο Αμπάντο επάνω και κάτω από τη σκηνή; «Η αλήθεια είναι ότι σαν άνθρωπο δεν μπορώ να πω πως τον γνώρισα ιδιαίτερα» λέει η Αγνή Μπάλτσα. «Η ανθρώπινη επαφή μαζί του ήταν ύστερα από μια παράσταση, όταν πηγαίναμε να φάμε ή να γιορτάσουμε μια επιτυχία. Εχω όμως την εντύπωση πως ναι, ήταν διαφορετικός επάνω και κάτω από τη σκηνή. Σαν άνθρωπος ήταν μάλλον κλειστός… Με λυπεί αφάνταστα που βασανίστηκε όλα αυτά τα χρόνια με την αρρώστια, για να φύγει στο τέλος… Η αγάπη βέβαια είναι εγωισμός, αλλά πραγματικά, δεν ξέρουμε τι πέρασε όλο αυτό το διάστημα, πόσο βασανίστηκε».

«Είμαι υπέρ της ελευθερίας»


Η Αγνή Μπάλτσα αναφέρεται επανειλημμένως στο μέγεθος του Κλάουντιο Αμπάντο ως αρχιμουσικού. Οσο κι αν ο καθένας χρησιμοποιεί διαφορετικές φράσεις, στο σημείο αυτό συμφώνησαν άπαντες στις πάμπολλες δηλώσεις που έγιναν διεθνώς από την περασμένη Δευτέρα, όταν ο θρυλικός ιταλός αρχιμουσικός άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Μπολόνια, σε ηλικία 80 ετών, ύστερα από μακρά ασθένεια. Πολιτικοί –αρχής γενομένης από τον ιταλό πρόεδρο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, ο οποίος πριν από μερικούς μήνες είχε απονείμει στον Αμπάντο τον τίτλο του ισόβιου γερουσιαστή -, κορυφαίοι καλλιτέχνες, ιστορικοί οργανισμοί με τους οποίους συνεργάστηκε στη διάρκεια της λαμπερής καριέρας του, μαθητές, φίλοι αλλά και κριτικοί. Οπως χαρακτηριστικά σημείωνε ο Αλαν Κόζιν στους «New York Times» την επομένη του θανάτου του, ο Αμπάντο ήταν μάλλον συγκρατημένος και λιγόλογος στις συνεντεύξεις του. Ωστόσο είχε ισχυρές απόψεις για ορισμένα θέματα και όταν αισθανόταν άνετα δεν δίσταζε να τα συζητεί με την ίδια διεισδυτικότητα την οποία αποκάλυπτε στη μουσική.

«Στη ζωή ο καθένας οφείλει να παίρνει μια θέση»
είχε δηλώσει κάποτε στην ίδια εφημερίδα. «Το θεωρώ βλακώδες όταν κάποιοι λένε “Αυτός είναι μουσικός, τι δουλειά έχει με την πολιτική;”. Εδωσα μια συναυλία ενάντια στον φασισμό στη Σκάλα. Ηταν προεκλογική περίοδος, μια εποχή που οι φασίστες ήταν πολύ ισχυροί. […] Ο ίδιος δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Ψήφισα τους κομμουνιστές μόνο και μόνο επειδή είναι αντίθετοι με τους φασίστες. Διαφωνώ όμως και με τον ιταλικό και με τον ρωσικό κομμουνισμό σε πολλά πράγματα. Η άποψή μου είναι ξεκάθαρη. Είμαι υπέρ της ελευθερίας. Οτιδήποτε είναι αντίθετο σε αυτήν με κάνει να αντιδρώ».
Γεννημένος στις 26 Ιουνίου 1933 στο Μιλάνο, σε μουσική οικογένεια, ο Κλάουντιο Αμπάντο άρχισε να μελετά βιολί και πιάνο με τους γονείς του. Το ενδιαφέρον του για τη διεύθυνση ορχήστρας εκδηλώθηκε νωρίς.
Μάτια αρχιμουσικού…


Ηταν ακόμη έφηβος όταν ο Λέοναρντ Μπερνστάιν τον ενθάρρυνε σχετικά λέγοντάς του ότι διαθέτει «μάτια αρχιμουσικού…». Σπούδασε στη γενέτειρά του και αργότερα στο Σάλτσμπουργκ, στη Σιένα και στη Βιέννη, κέρδισε σημαντικούς διαγωνισμούς που του εξασφάλισαν τις πρώτες του εμφανίσεις. Επέμενε να διευθύνει από μνήμης και υπερηφανευόταν ότι δεν είχε μπει ποτέ στη διαδικασία να αναζητήσει θέση μουσικού διευθυντή. Ωστόσο αυτές κάθε άλλο παρά του έλειψαν: η Σκάλα του Μιλάνου, η Κρατική Οπερα της Βιέννης, η Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου αλλά και η Συμφωνική του Λονδίνου υπήρξαν μερικοί μόνο από τους κορυφαίους οργανισμούς τους οποίους «σφράγισε» στη διάρκεια της καριέρας του. Το 1989 και ενώ όλοι περίμεναν να αναλάβει τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης –φερόταν μάλιστα να αναζητεί διαμέρισμα στο Μανχάταν –διαδέχθηκε τον προσφάτως τότε εκλιπόντα Χέρμπερτ φον Κάραγιαν στη Φιλαρμονική του Βερολίνου. «Με λένε Κλάουντιο» είπε απλά στην πρώτη του συνάντηση με τους μουσικούς, δίνοντας έναν «δημοκρατικό» τόνο σε μια ορχήστρα που είχε συνηθίσει τον «απολυταρχικό» τρόπο του προκατόχου του… Ο Αμπάντο ήταν γνωστός για το ευρύ ρεπερτόριό του και στην όπερα αλλά και στη συμφωνική μουσική, για το ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη δημιουργία καθώς και για την αγάπη του για τους νέους μουσικούς: είχε ιδρύσει πολλές ορχήστρες νέων, μεταξύ αυτών και την Ορχήστρα Μότσαρτ της Μπολόνια, με την οποία αναμενόταν εφέτος στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Λίγες ημέρες πριν από τον θάνατο του μαέστρου η ορχήστρα ανακοίνωσε την αναστολή της λειτουργίας της…
Η μοναξιά του «Αρχηγού»…
Ο αρχιμουσικός Νίκος Τσούχλος, νυν πρόεδρος του ΔΣ του Ωδείου Αθηνών και τέως καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής, καταθέτει τις μνήμες του από τις εμφανίσεις του Κλάουντιο Αμπάντο με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου στο ΜΜΑ. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη δεύτερη φορά, ήταν το 1996, αν δεν κάνω λάθος. Είχαμε πάει στο Αεροδρόμιο του Ελληνικού να τους υποδεχτούμε.. Ηταν η εποχή που οι σχέσεις του με την Ορχήστρα είχαν ήδη μπει σε περίοδο έντασης… Θυμάμαι τον όγκο του συνόλου, μουσικούς, διοικητικούς υπαλλήλους, μάνατζμεντ κ.λπ. να περιμένει τις αποσκευές του και τον Αμπάντο μόνο του, να μην τον βλέπουμε σχεδόν, με αυτό το χαμόγελο το πολύ ευγενικό που διατηρούσε πάντα. Μου είχε κάνει εντύπωση γιατί δεν είναι αυτό που περίμενες από τον “πρίγκιπα” της ιστορίας αυτής: να στέκεται μόνος του σε μιαν άκρη. Πολύ διαφορετική εικόνα από την πρώτη φορά που είχαν έρθει, το ’93. Τότε ήταν πραγματικά ο Αρχηγός με το στράτευμά του, αναγνώριζες όλη τη λαμπρότητα του πράγματος. Γενικά έδινε την εντύπωση ενός απλού και συμπαθητικού ανθρώπου. Τον θυμάμαι, μετά τη συναυλία, σκεπτικό: σαν να μην είχε τελειώσει ακόμη, σαν να συνεχιζόταν…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ