Η είδηση έρχεται από μια άλλη φρίκη, μακριά από τη δική μας. Ενας τετράχρονος πιτσιρικάς από την Αγγλία, ο Ελιοτ Πράιορ από το Γουίνσδορ, βρισκόταν μαζί με τη μητέρα του Αμπερ και την εξάχρονη αδελφή του Αμελί στο εμπορικό κέντρο Westgate στην Κένυα όταν ξέσπασε η κόλαση. Οταν μέλη της ομάδας των ενόπλων της οργάνωσης Αλ Σαμπάμπμπήκαν στο εμπορικό κέντρο και για τους δικούς τους λόγους, που μάλλον στο μυαλό τους θα φαίνονταν τρομερά δίκαιοι, επιβεβλημένοι και αναγκαίοι, άρχισαν να σκοτώνουν.
Ο μικρός στάθηκε μπροστά στη μητέρα του που είχε πυροβοληθεί στο πόδι και καθώς ένα ένοπλο μέλος της οργάνωσης τον πλησίασε, του φώναξε: «Είσαι ένας κακός άνθρωπος. Ασε μας να φύγουμε». Ο ένοπλος, λέει η ιστορία, κλονίστηκε, έδωσε κάτι γλυκά στον πιτσιρικά και τον άφησε να φύγει και αυτόν, και τη μητέρα, και την αδελφή του, λέγοντας: «Συγγνώμη, δεν είμαι τέρας, αλλά έπρεπε να το κάνω…».
Η ιστορία μοιάζει πολύ κινηματογραφική, πολύ κωμικοτραγική, πολύ μελό για να είναι αληθινή, αν και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τime». Εχει και μια ωμή διασκεδαστική πτυχή μέσα στην παράνοιά της. Κάποιος με τόσο καθαρό βλέμμα όσο ένας τετράχρονος μπορεί να πει την κατάλληλη ατάκα, την κατάλληλη στιγμή, με τον κατάλληλο τρόπο και να σταματήσει, έστω και για λίγο, ένα μακελειό.
Και τώρα η απορία: Εμείς γιατί δεν είχαμε κανέναν τετράχρονο με καθαρό βλέμμα τόσα χρόνια; Γιατί τα μοναδικά τετράχρονα που εμφανίζονταν σε αυτή τη σκοτεινή περίοδο της ελληνικής Δημοκρατίας –την πιο σκοτεινή μετά τη χούντα –ήταν αυτά που πήγαιναν τρομακτικά ανόητοι πατεράδες και μανάδες για κατήχηση σε κάτι νηπιαγωγεία της Χρυσής Αυγής και τα ανήλικα παιδιά των μεταναστών από τα οποία, όπως δεσμευόταν προεκλογικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός, «θα καθάριζε τα νηπιαγωγεία;».
Ας υποθέσουμε ότι είχαμε ένα τετράχρονο που δεν έχει μολυνθεί από τους συμβιβασμούς και τους συμψηφισμούς της ενήλικης πολιτικής και οικονομικής ζωής και του παρουσιάζαμε την πραγματικότητα, με απλό και ειλικρινή τρόπο. Θα μας έκανε μάλλον κάποιες καίριες παρατηρήσεις.
Θα έλεγε πως το γεγονός ότι η δολοφονία του 27χρονου Σαχτζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα την 17η Ιανουαρίου του 2013 από δύο μέλη της Χρυσής Αυγής δεν μας ένοιαξε και τόσο είναι μάλλον γιατί κάτι δεν κάνουμε σωστά.
Πως όταν αστυνομικοί αποδεδειγμένα βασάνιζαν στους ορόφους της ΓΑΔΑ συλληφθέντες από αντιφασιστική πορεία και ο αρμόδιος υπουργός Νίκος Δένδιας, αντί να ψάξει τι συνέβη, δηλώνει μέσα σε γενική θυμηδία ότι θα μηνύσει την εφημερίδα «The Guardian», κάτι δεν πάει καλά.
Πως όταν ένας αστυνομικός σκύβει το κεφάλι ταπεινωμένος επειδή ένας Κασιδιάρης τού φωνάζει «Τι κάνετε εδώ, τον παίζετε;» μπροστά στην κάμερα, κάτι δεν κάνει καλά.
Πως το ότι θα τιμηθεί μια αστυνομικός επειδή έχει ωραία μάτια και επειδή ύστερα από μια συμπλοκή κάποια στιγμή είπε «Ε, όχι και μαχαίρι» και συνέλαβε έναν φονιά επ’ αυτοφώρω, δεν είναι τιμή, αλλά ντροπή.
Πως το ότι άνοιξε ένας φάκελος με 32 υποθέσεις της Χρυσής Αυγής όταν τα media πίεσαν πραγματικά, δεν είναι δικαιοσύνη, αλλά επικοινωνιακή διαχείριση.
Πως όταν αυτή η αστειότητα της «θεωρίας των δύο άκρων» τελειώνει, το μόνο που μένει είναι ένας χαμένος χρόνος βιασμένης δημοκρατίας από ανθρώπους οι οποίοι βολεύονταν από μια κατάσταση που τους ξέφυγε. Γιατί και ένα τετράχρονο παιδί ξέρει πως αν δώσεις σε μπράβους της νύχτας βουλευτική και νομική ασυλία, κάτι πολύ κακό θα συμβεί.
Πως όταν ο αντιρατσιστικός νόμος αποσύρεται, όταν ο νόμος περί ιθαγένειας καταργείται, όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα των οροθετικών ιερόδουλων δεν έχουν καμία σημασία, τότε κάτι δεν θα πάει καθόλου καλά.
Πως όταν κάνεις λοβοτομημένους ρατσιστές και αρνητές του Ολοκαυτώματος τηλεοπτικούς σταρ και μετράς τα τατουάζ και τις κατακτήσεις τους, κάτι δεν κάνεις καθόλου σωστά.
Πως όταν προτού ακόμη το θύμα ταφεί, οι αστυνομικοί επιτίθενται σε όσους διαμαρτύρονται για τον φασισμό σαν να είναι αυτοί οι εχθροί (γιατί μάλλον αυτοί είναι οι δικοί τους εχθροί), κάτι δεν κάνεις καθόλου καλά ως κράτος.
Πως όταν η Αστυνομία αποδεδειγμένα συνεργάζεται με τη Χρυσή Αυγή (το είχε τεκμηριώσει και το ΒΗmagazino έναν χρόνο πριν) και το θυμάσαι μετά το αίμα, κάτι κάνεις λάθος.
Πως ακόμη και όταν τα λεφτά τελειώνουν και ο φασισμός μοιάζει η δική σου λύση, δεν είσαι μόνο ένας απελπισμένος, αλλά και ένας «κακός άνθρωπος». Μοιάζει αστείο όταν γράφεται σε ένα «ενήλικο» κείμενο, αλλά ένα παιδί κάτι τέτοιο θα έλεγε. Και θα είχε και τα δίκια του.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



