Με αφορμή άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα» και στο ένθετό της «Βήμα Βιβλία» με τίτλο «ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ», σελίδα 11 (Κυριακή, 25 Σεπτεμβρίου 2011), επιτρέψτε μου να συγχαρώ τον συντάκτη του για το σθένος και το θάρρος της γνώμης του σχετικά με τον κ. Γιώργο Λάνθιμο και την συνεχή του αντιγραφή-επικόλληση ιδεών από παλαιές ταινίες και βιβλία παρουσιάζοντας τες ως δικές του δίχως την παραμικρή αναφορά του να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.

Κατ’αρχάς, επιτρέψτε μου να σας πω ότι ούτε κριτικός κινηματογράφου είμαι, πόσο μάλλον φέρελπις σκηνοθέτης, ούτε ασχολούμαι με τα του καλλιτεχνικού χώρου σε επαγγελματικό επίπεδο. Μου αρέσει ο κινηματογράφος όπως αρέσει στον διπλανό μου. Είτε είναι ευρωπαϊκός, είτε αμερικανικός, είτε ασιατικός, δεν βάζω ταμπέλες λέγοντας ότι η «χ», «ψ» ταινία είναι «χαζοαμερικάνικη ταινία και ως εκ τούτου δεν θα την παρακολουθήσω».Ούτε, φυσικά, θα απορρίψω μια ελληνική ταινία υποστηρίζοντας ότι όπου ελληνικός κινηματογράφος εστί «σαχλή ταινία».

Παρ’ όλα αυτά, όμως, πρέπει να ομολογήσω ότι όταν αντιλαμβάνομαι μια κραυγαλέα, κατάφωρη και συνεχή αντιγραφή σεναρίων από αυτόκλητους prodigy-σκηνοθέτες, τότε αν μην τι άλλο αυτή η κατάσταση με εξοργίζει. Ιδίως όταν αυτές οι ιερές αγελάδες απολαμβάνουν επαίνους από αυλοκόλακες δημοσιογράφους εφημερίδων και εν γένει του γραπτού Tύπου και δη του ηλεκτρονικού.

Πριν από πολλά χρόνια είχα παρακολουθήσει τη μεξικάνικη ταινία του Arturo Ripstein «Εl Castillo de la Pureza» (1973) η οποία σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά σημαίνει «Tο κάστρο της Αγνότητας». Βασίζεται σε αληθινή ταινία που σόκαρε τη μεξικάνικη κοινωνία, όπου ένας πατέρας θέλοντας να προφυλάξει τα τρία παιδιά του από την «κακία» του κόσμου, τα κρατάει κλεισμένα στο σπίτι για 18 ολόκληρα χρόνια, μαζί με τη γυναίκα του. Η συγκεκριμένη ταινία μου άρεσε. Ηταν άρτια σκηνοθετημένη, αφήνοντας τις υπερβολές και τις τυμπανοκρουσίες παραέξω.

Μπορείτε να φανταστείτε, φυσικά, την αντίδρασή μου όταν έμαθα ότι η ταινία του wunderkind, έλληνα σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου με τίτλο «Κυνόδοντας» ήταν, και εξακολουθεί να παραμένει, μια πιστή αντιγραφή της ταινίας του Arturo Risptein, «Εl Castillo de la Pureza» (1973). Φυσικά, δεν είχα γνώση περί τίνος επρόκειτο. Φίλοι και γνωστοί μιλούσαν με διθυραμβικά σχόλια για την ταινία «Κυνόδοντας» («Πρέπει να πας να δεις τον Κυνόδοντα! Για πρώτη φορά μετά το 1977 και την ”Ιφιγένεια” του Μιχάλη Κακογιάννη, μια ελληνική ταινία είναι προτεινόμενη για Οσκαρ!!!») έτσι και εγώ αποφάσισα να τη δω για να κρίνω ιδίοις όμμασι.

Τολμώ να πω ότι εξοργίστηκα. Η ταινία είναι μια πιστή αντιγραφή της μεξικάνικης ταινίας του Arturo Risptein: σεναριακά και σκηνοθετικά είναι ντάλε κουάλε. Ιδίως οι σκηνές με την τυφλόμυγα, μετέπειτα στο μπάνιο και στο τραπέζι για φαγητό, είναι εξόφθαλμα πιστές με την πρωτότυπη μεξικάνικη ταινία και δεν μιλάμε για «φόρο τιμής» (homage). Ούτως ή άλλως, πώς θα μπορούσαμε να μιλάμε για «σκηνές – φόρο τιμής» όταν σεναριακά η ταινία αυτή καθ’αυτή είναι μια πιστή αντιγραφή. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας» που ακολούθησε χρονικά (ούσα γυρισμένη το 2010) την προγενέστερη μεξικάνικη ταινία του Αrturo Risptein, είναι ότι ενώ στην πρώτη μιλούν ελληνικά, στην αυθεντική ταινία οι πρωταγωνιστές μιλούν μεξικάνικα και ισπανικά.

Υπάρχει, φυσικά, το χιλιοειπωμένο επιχείρημα: «Mα, δεν είναι αντιγραφή, μπορεί απλά να επηρεάστηκε από τη μεξικάνικη ταινία του 1973!». Η άποψή μου σε συνδυασμό με το άρτια δομημένο άρθρο στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ» και στο ένθετο «ΒΗΜΑ Βιβλία», είναι ότι αν ένας σκηνοθέτης θέλει να δείξει ότι έχει επηρεαστεί από μια ταινία ή/και έναν σκηνοθέτη, συμπεριλαμβάνει μια σκηνή από ταινία του αγαπημένου του σκηνοθέτη ως ένδειξη φόρου τιμής και πολύ απλώς δηλώνει στα opening credits ότι «Τhe following film has been influenced/inspired by Godard’s 1960 film “À bout de souffle”» και φροντίζει να το αναφέρει στα αρχικά ή στα ending credits. Tίποτα, όμως, απ’ όλα αυτά δεν έκανε ο κύριος Γιώργος Λάνθιμος.

Οταν ο Woody Allen ήθελε να αποδώσει φόρο τιμής στον Ingmar Bergman, έβαλε τον κεντρικό χαρακτήρα του στην ταινία «Love and Death» (1975), τον οποίο υποδύθηκε ο ίδιος, να συνομιλεί με τον Θάνατο. Ενα tribute, homage, στον υπαρξισμό του Ιngmar Bergman από την ταινία του «Τhe Seventh Seal» (1957).

Επ’ουδενί, δεν κρίνουμε έναν δημιουργό από το παρελθόν του. Φερ’ειπείν, ο David Fincher άρχισε σκηνοθετικά με μουσικά βiντεοκλίπ: «Englishman in New York», Sting (1988), «Janie’s Got a Gun», Aerosmith (1989), δίνοντας τη δικιά του σκοτεινή ασπρόμαυρη αισθητική. Εξελίχθηκε σε έναν (κατ’ εμέ) ικανό σκηνοθέτη του εναλλακτικού σινεμά με ταινίες όπως «Seven» (1995), «The Game» (1997), «Fight Club» (1999), «Panic Room» (2002), «Zodiac» (2007).

Πού θέλω να καταλήξω; Οπως ο David Fincher, έτσι και ο Γιώργος Λάνθιμος άρχισε τη σκηνοθετική του καριέρα σκηνοθετώντας μουσικά βιντεοκλίπ της Δέσποινας Βανδή «10 Eντολές» και του Σάκη Ρουβά «Δεν έχει σίδερα η καρδιά σου». Σίγουρα αυτό δεν είναι μεμπτό. Ιδίως από τη στιγμή που δεν υπάρχει αντιγραφή όλων των προαναφερθέντων μουσικών βιντεοκλίπ που σκηνοθέτησε. Αυτό που, όμως, είναι μεμπτό είναι η μετεξέλιξή του να αντιγράφει ξένες ταινίες νιώθοντας αλαζονικά σίγουρος ότι κανένας δεν θα έχει δει μια ξεχασμένη (από τον Θεό) μεξικανική ταινία του 1973.

Αμ δε όμως, διότι ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο.

Περιττό να αναφέρω ότι η άνωθεν επιστολή ήρθε από Μεξικό μεριά και έκανε όλους τους υποστηρικτές του Γιώργου Λάνθιμου να αμφισβητούν το «εκ γενετής ταλέντο» του ως σκηνοθέτη.

Επειδή, όμως, συχνά-πυκνά γίνεται ντόρος για το τι θεωρείται φόρος τιμής σε μια ταινία (όπως η επίμαχη σκηνή με τον Θάνατο στην ταινία του Woody Allen «Love and Death» ως ένδειξη φόρος τιμής στην ταινία του Ingmar Bergam, «Τhe Seventh Seal»), αντιγραφή ταινίας και πρωτότυπης ταινίας:

Ο Γιώργος Λάνθιμος oυδέποτε ξεκαθάρισε τη θέση του για την ταινία «Kυνόδοντας». Ερωτηθείς δε, στο Festival του Τορόντο αν έχει δει την ταινία «Εl Castillo de la Pureza» και αν έχει επηρεαστεί από αυτήν, ο ίδιος απέφυγε να απαντήσει, φανερά ενοχλημένος.

Θα μου πείτε τώρα, δεν είναι απαραίτητο να το είχε αναφέρει. Μπορεί κάλλιστα να είχε δει την ταινία και να επηρεάστηκε. Σωστά! Επιτρέψτε μου τώρα να μοιραστώ μαζί σας ένα σενάριο που έχω στο μυαλό μου:

Σκέφτομαι να γυρίσω και εγώ μια ταινία, που θα έχει τίτλο Athenian Beauty. Θα αφηγείται την ιστορία ενός μεσήλικα που γουστάρει τη φίλη της προβληματικής κόρης του, που τη γουστάρει ένας σαλεμένος συμμαθητής της, γιος ενός ακόμη πιο σαλεμένου στρατιωτικού. Θα βάλω και μια σκηνή με την πιτσιρίκα γυμνόστηθη να βυθίζεται μέσα σε ένα πέπλο κι από πάνω να πέφτουν ροδοπέταλα. Σας θυμίζει κάτι αυτό το σενάριό μου; Οχι, πείτε μου, γιατί αν σας θυμίζει κάτι, οιαδήποτε ομοιότητα με την ταινία American Beauty είναι εντελώς συμπτωματική. Ούτως ή άλλως, η δικιά μου ταινία λέγεται «Αthenian Beauty» και αν το σενάριο μπορεί να είναι αντιγραφή, οι ηθοποιοί μου θα μιλούν ελληνικά. Ετσι δεν πάει;

Kαι πάλι, συγχαρητήρια για το άρθρο. Πρέπει να είναι από τα λίγα που διατυπώνει εμπεριστατωμένα μέσω επιχειρημάτων τη γνώμη του ξεσκεπάζοντας έτσι τον εν λόγω σκηνοθέτη Γιώργο Λάνθιμο. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν έχω διαβάσει κανένα να διατυπώνει την άποψή του εναντίον του συγκεκριμένου σκηνοθέτη σχετικά με την απροκάλυπτη αρπαγή ιδεών προτάσσοντάς τες ως πρωτότυπες δικές του.

Eν κατακλείδι, το κλείσιμο στο συγκεκριμένο άρθρο σας καλύπτει όχι μόνο εμένα, αλλά και πολλούς από εμάς που δεν μας αρέσει να βλέπουμε αντιγραφές ταινιών και (τώρα) βιβλίων που περνούν ως πρωτότυπες ιδέες:

«Αν πάλι είναι µια σύµπτωση, δηλαδή δύο άγνωστοι µεταξύ τους καλλιτέχνες έχουν την ίδια ιδέα, πώς µπορεί να αποδειχθεί ότι αυτό είναι σύµπτωση και ότι έχουµε µια σπάνια ευαισθησία δύο καλλιτεχνών που λειτουργούν ασύµβατα µεταξύ τους