«Εξι χρόνια στο Δημοτικό και έξι στο Γυμνάσιο-τότε δεν υπήρχε Λύκειο- δώδεκα και έξι χρόνια στο Πολυτεχνείο δεκαοχτώ. Εξι χρόνια στο Λονδίνο είκοσι τέσσερα και έξι χρόνια μέχρι να πάω σχολείο τριάντα. Μέχρι τα τριάντα έξι που είμαι, τα άλλα έξι που πήγανε;». Ηταν η πιο δημοφιλής ατάκα, στην ταινία του Θόδωρου Μαραγκού «Μάθε παιδί μου γράμματα», που γυρίστηκε το 1981, ίσως γιατί άγγιζε μεγάλο μέρος της νεολαίας. Ο Κώστας Τσάκωνας, χωρίς δουλειά, απογοητευμένος, μετρούσε τα χαμένα χρόνια της ζωής του, όσο «σπούδαζε επιστήμονας». Απέχει πολύ το σήμερα από το τότε;

« Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν με έχουν απογοητεύσει σε επίπεδο γνώσης,αλλά σίγουρα με έχουν απογοητεύσει χρονικά. Στο πρώτο έτος ξεκίνησα με κέφι και τελείωσα όλα μου τα μαθήματα στους απαιτούμενους χρόνους. Στο δεύτερο ξεκίνησαν οι καταλήψεις. Και τα πήρε όλα η κάτω βόλτα… ». Ο Θάνος Λέκκας είναι φοιτητής στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιμετωπίζει τη σχολή του με καλή διάθεση και- κυρίως- με επιείκεια. Είναι όμως αυτό το συναίσθημα που ένα οργανωμένο σύστημα φιλοδοξεί να εμπνεύσει στους εκπροσώπους της νέας γενιάς του; Από 2.000 ως 2.500 ώρες μελέτης αφιέρωσε, με «επιεικείς» υπολογισμούς, ο καθένας από τους υποψηφίους για την ανώτατη εκπαίδευση της χώρας, που πήρε εφέτος σοβαρά τον σκοπό του. Στην απέναντι όχθη, όσοι ήταν ήδη φοιτητές, διαπίστωναν ότι έχασαν σε επίπεδο διδακτικών ωρών τουλάχιστον ένα εξάμηνο την τελευταία τετραετία από κινητοποιήσεις, καταλήψεις και κλειστές σχολές. Επισήμως, εξάμηνο δεν χάνεται ποτέ, καθώς τα πανεπιστήμια ορίζουν κοινές εξεταστικές ή αναπληρώνουν διδασκαλίες. Οπως λένε όμως μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, πολλές φορές φοιτητές έρχονται στα τμήματά τους μόνο για να δώσουν εξετάσεις…

Παρόντες μόνο στις εξετάσεις

«Δεν πρέπει να υποβαθμισθούν κι άλλο τα ελληνικά πανεπιστήμια, τα οποία δεν είναι και σε πολύ καλή κατάσταση» λέει ο Βασίλης Δημητρόπουλος, πρώτος των πρώτων στην εφετινή κατάταξη των βάσεων εισαγωγής

Την ίδια στιγμή, ένας αριθμός 160.000 ατόμων πανελλαδικά (περίπου το 50% των εγγεγραμμένων φοιτητών) ανήκει στην κατηγορία των «αιωνίων φοιτητών» ή απλώς παρατείνουν τον χρόνο αποφοίτησής τους από τα τέσσερα, στα έξι ή στα οκτώ χρόνια. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια της ΕΕ βέβαια, ένας χρόνος… απόστασης από τις σπουδές είναι ικανός για να οδηγήσει στην απόρριψη του «περιθωριακού» από το σύστημα. Στην Ελλάδα η εικόνα είναι διαφορετική. Στα ΤΕΙ τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι ένας στους δύο εισακτέους φοιτητές τους δεν παρουσιάζεται ποτέ ως πτυχιούχος.

« Το σύστημα είναι έτσι δομημένο στον χώρο των πανεπιστημίων που έπειτα από λίγο δεν σε εμπνέει πια. Οι καθηγητές στο δικό μας τμήμα είναι καλοί και συνεπείς, αλλά οι πιο πολλοί φοιτητές μοιάζουν να κουράζονται ύστερα από λίγο » εξομολογείται ο Θάνος Λέκκας, σκιαγραφώντας την καθημερινότητα στη σχολή του.

Χρεοκοπημένο το εξεταστικό σύστημα
Με τη χρεοκοπία του εξεταστικού συστήματος για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ της χώρας δεδομένη- το 0,9 του πρωτοετή φοιτητή ΤΕΙ της επαρχίας θα συζητείται για καιρό- το υπουργείο Παιδείας επιδιώκει τώρα έναν πολιτικό άθλο: ριζικές αλλαγές σε ένα ακαδημαϊκό σύμπαν που αποτελείται από ανοργάνωτα ιδρύματα, καθηγητές απείθαρχους αλλά και βαθιά αναμεμειγμένους σε συστήματα «πελατειακών» σχέσεων, άδεια «ταμεία» και μια νέα γενιά υποψηφίων που απαιτεί ένα επίπεδο μόρφωσης που να αντιστοιχεί σε εκείνο των κόπων της. « Το να μπαίνει κάποιος με 0,9 σε ανώτατο ίδρυμα της χώρας είναι δυσάρεστο » δηλώνει στο «Βήμα» ο Κωνσταντίνος Δημητρόπουλος, πρώτος των πρώτων στην εφετινή κατάταξη των βάσεων εισαγωγής. « Δεν πρέπει να υποβαθμιστούν άλλο τα ελληνικά πανεπιστήμια, τα οποία δεν είναι και σε πολύ καλή κατάσταση » συνεχίζει. « Για να χτίσουμε μια σωστή παιδεία, πρέπει να επενδύσουμε στη γνώση » συνεχίζει.

«Δεν μας σέβονται οι σπουδαστές»
« Θέλω να πιστεύω ότι η αίσθηση του χαμένου χρόνου όσον αφορά τις πανεπιστημιακές σπουδές αφορά μια μικρή μειοψηφία. Ωστόσο μπορώ να καταλάβω ότι η κατάσταση στα ΑΕΙ δεν είναι αυτή που θα έκανε υπερήφανη μια κοινωνία » λέει η καθηγήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών και μέλος της διοίκησης της Ομοσπονδίας Καθηγητών Πανεπιστημίου κυρία Ευγενία Μπουρνόβα. « Κατ΄ αρχήν έχουμε μια πολιτεία που σε επίπεδο ρητορείας κόπτεται για την ανώτατη εκπαίδευση και στην πράξη μειώνει την κρατική χρηματοδότησηκαι ιδρύει άκριτα νέα πανεπιστημιακά τμήματα, χωρίς υποδομές:νομίζετε ότι αυτό δεν το βλέπουν αμέσως μόλις φτάνουν οι νέοι και οι νέες; » αναρωτιέται η κυρία Μπουρνόβα. «Σ τη συνέχεια έχουμε τους διδάσκοντες με εξευτελιστικές αποδοχές:οι φοιτητές μας το ξέρουν! Γιατί να μας σεβαστούν;Γιατί να μας έχουν ως πρότυπο; Δεν υποτιμώ και τα φαινόμενα συναδέλφων που εξευτελίζοντας την ιδιότητά τους αμελούν τα καθήκοντά τους:και αυτό συντελεί στην απογοήτευση των φοιτητών» καταλήγει.

«AΞΙΖΕ ΤΟΣΗ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ;»
Πρόδρομος Πύρρος
φοιτητής στο Τμήμα Φυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
«Σίγουρα δεν άξιζε…»

«Πιστεύω ότι δεν άξιζε τόσο διάβασμα. Οπως και οι περισσότεροι υποψήφιοι, έκανα μια μεγάλη προσπάθεια με την προοπτική ότι θα μπω στο πανεπιστήμιο και στη συνέχεια θα δω τι θα κάνω. Η πρώτη εικόνα όμως ήταν απογοητευτική. Πιστεύω ότι αυτό ισχύει για τις περισσότερες σχολές της χώρας. Βλέπεις τελικά κάτι τελείως διαφορετικό από εκείνο που περίμενες από άποψη οργάνωσης και λειτουργίας της πανεπιστημιακής κοινότητας. Οταν μπήκα εγώ στο πανεπιστήμιο, πριν από πέντε χρόνια, ξεκινούσαν οι καταλήψεις για τον νόμο-πλαίσιο της πρώην υπουργού Παιδείας κυρίας Μαριέττας Γιαννάκου. Ο νόμος κατά τη γνώμη μου ήταν άτολμος, αλλά από αυτά που τελικά ψηφίστηκαν εφαρμόστηκαν πολύ λιγότερα. Επί δύο χρόνια γίνονταν καταλήψεις. Στο δεύτερο έτος, το τμήμα μας είχε κλείσει πριν από τα Χριστούγεννα και άνοιξε μετά το Πάσχα… Η αλήθεια είναι ότι το μετάνιωσα που δεν έφυγα εξ αρχής στο εξωτερικό, γιατί είχα τη δυνατότητα να επιλέξω».

Πόπη Βασιλάκη
απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης
«Τελικά άξιζε»

Οι παθογένειες του Ελληνικού Πανεπιστημίου και του συστήματος εκπαίδευσης εν γένει είναι πολλαπλές και αρκετά σοβαρές. Τόσο οι εκπαιδευτικοί όσο και οι φοιτητές χρησιμοποιούν τις απεργίες και τις καταλήψεις, αντιστοίχως, σαν μοχλό πίεσης για να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συνεπώς, δεν είναι οι ώρες μαθημάτων, οι εξεταστικές και τα εξάμηνα που χάνονται το πρόβλημα για τα ελληνικά πανεπιστήμια. Αντιθέτως αυτά αντικατοπτρίζουν τις σοβαρότατες ελλείψεις που υπάρχουν στην ελληνική παιδεία, των οποίων ένα μερίδιο για την αντιμετώπισή τους και την επίλυσή τους έχουν και αυτές ακριβώς οι διεκδικήσεις. Βεβαίως, να τονίσουμε ότι ειδικά για τους φοιτητές ένα χαμένο εξάμηνο είναι μια σημαντική επιβάρυνση, κυρίως οικονομική. Το ζήτημα όμως δεν είναι να μειωθούν αυτές οι διεκδικήσεις, αλλά να λυθούν τα προβλήματα των πανεπιστημίων που τις προκαλούν. Φυσικά και άξιζε τελικά η είσοδος στο πανεπιστήμιο».