Είναι μια σχέση που εμπίπτει στην κατηγορία του «αχρείαστη να είναι», ωστόσο ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί κάποια στιγμή της ζωής του… στην ανάγκη της. Πρόκειται για μια σχέση κυριολεκτικώς ζωής ή θανάτου αφού από την ποιότητά της μπορεί να εξαρτηθεί η επιβίωση ενός ανθρώπου. Η σχέση με το σύστημα υγείας και περίθαλψης θα έπρεπε να είναι μια σχέση… αγάπης αφού θεωρητικώς στόχος της είναι να προφυλάσσει τον καθένα μας από προβλήματα υγείας αλλά και να χαρίζει ζωή σε ασθενείς. Και όμως, όπως δείχνουν τα στοιχεία μιας νέας ευρωπαϊκής δημοσκόπησης, ειδικά για τους Ελληνες αποτελεί μια σχέση ασίγαστου μίσους με κύριο «συστατικό» της τον… τρόμο της λευκής μπλούζας. Ο μέσος Ελληνας φοβάται- πολύ περισσότερο από κάθε άλλον κάτοικο κράτους-μέλους της ΕΕ- την ποιότητα των υπηρεσιών που θα του προσφερθούν τόσο στα νοσοκομεία της χώρας του όσο και στα ιδιωτικά ιατρεία. Τρέμει τους γιατρούς και το τι μπορούν να του προκαλέσουν, είναι δύσπιστος απέναντι στο αν και πώς θα επανακτήσει την υγεία του σε περίπτωση που τη χάσει, σύμφωνα με τα δεδομένα του Ευρωβαρόμετρου με τίτλο «Ρatient Safety and Quality of Ηealthcare» («Ασφάλεια ασθενούς και Ποιότητα Περίθαλψης»). Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της δημοσκόπησης που διεξήχθη σε αντιπροσωπευτικό δείγμα πολιτών από τα 27 κράτη- μέλη της ΕΕ, πολλοί κάτοικοι της χώρας μας αισθάνονται ότι το Ε θνικό Σ ύστημα Υ γείας είναι μάλλον κατά βάθος ένα Ε θνικό Σ ύστημα Υ ποβάθμισης (των ασθενών)…

Η δημοσκόπηση που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2009 και η οποία δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, ακουμπά μιαν άκρως «ευαίσθητη χορδή» του πληθυσμού αφού αφορά την (αν)ασφάλεια που νιώθει ο καθένας σχετικά με τις υπηρεσίες υγείας της χώρας του. Σε αυτήν σημειώνεται ότι στα κράτη-μέλη της ΕΕ ποσοστό της τάξεως του 8%-12% των ασθενών που εισάγονται σε νοσοκομεία παρουσιάζει ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του. Υπογραμμίζεται επίσης ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Πρόληψη και τον Ελεγχο των Ασθενειών (ΕCDC) οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις «πλήττουν» το 5% των νοσηλευομένων ασθενών. Πώς μεταφράζεται αυτό το ποσοστό σε απόλυτους αριθμούς; Σε 4,1 εκατομμύρια ασθενείς ετησίως οι οποίοι εμφανίζουν εν δυνάμει θανατηφόρες για τη ζωή τους λοιμώξεις εντός των ευρωπαϊκών νοσοκομείων, τα οποία θεωρητικώς έχουν ως καθήκον το να σώζουν ζωές. Οι ειδικοί του ΕCDC εκτιμούν επίσης ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο 37.000 θάνατοι προκαλούνται κάθε χρόνο εξαιτίας ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Ελληνες και Κύπριοι οι πιο φοβισμένοι

Τα γενικά αυτά απογοητευτικά στοιχεία μάλλον δικαιολογούν την απαισιόδοξη στάση πολλών Ευρωπαίων απέναντι στα συστήματα υγείας. Σχεδόν οι μισοί από τους συμμετέχοντες στο Ευρωβαρόμετρο ανέφεραν ότι φοβούνται πως το σύστημα υγείας της χώρας τους θα μπορούσε να τους βλάψει (τόσο σε ό,τι αφορά την ενδονοσοκομειακή όσο και την εξωνοσοκομειακή περίθαλψη). Ευρωπαϊκή (δυστυχώς) πρωτιά κατέχουν μάλιστα οι Ελληνες στον φόβο σχετικά με τον κίνδυνο που αισθάνονται «ενώπιος ενωπίω» με το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Το 83% των ελλήνων συμμετεχόντων αναφέρει ότι ο κίνδυνος να υποστεί βλάβη αν χρειαστεί να νοσηλευθεί, είναι μεγάλος- στην κατάταξη ακολουθούν οι Κύπριοι με 81% και οι Λετονοί με 75%. Πολύ λιγότερο ανασφαλείς με τα νοσοκομεία της χώρας τους αισθάνονται οι Αυστριακοί (19%), οι Φινλανδοί (27%) και οι Γερμανοί (31%).

Παρόμοια και γκρίζα η εικόνα σε ό,τι αφορά την ανασφάλεια των ελλήνων πολιτών σχετικά και με την εξωνοσοκομειακή φροντίδα. Και πάλι πρώτοι σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι Ελληνες δηλώνουν ότι αισθάνονται πως είναι πιθανόν ο γιατρός που θα επισκεφθούν να τους βλάψει (78%). Χωρίς πρωτοτυπία, τους Ελληνες ακολουθούν και σε αυτή την κατάταξη οι Κύπριοι (77%) και οι Λετονοί (71%), ενώ στις τελευταίες θέσεις του… φόβου βρίσκονται ξανά οι Αυστριακοί (24%), οι Φινλανδοί (28%) και οι Γερμανοί (29%). Οι κάτοικοι της χώρας μας νιώθουν, όπως όλα δείχνουν, πολύ περισσότερο από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ως «πρόβατα επί σφαγή» απέναντι στους γιατρούς τους οποίους θα έπρεπε να τους βλέπουν ως συμμάχους και όχι ως αντιπάλους τους.

Τρέμουμε λοιμώξεις και διαγνώσεις
Οι κύριοι φόβοι των ευρωπαίων πολιτών σε ό,τι αφορά την επαφή τους με το σύστημα (μη) υγείας της χώρας τους είναι δύο: οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις καθώς και οι λανθασμένες ή καθυστερημένες διαγνώσεις. Σχεδόν έξι στους δέκα Ευρωπαίους θεωρούν ότι είναι πιθανό, αν νοσηλευθούν, να «κερδίσουν» ως… bonus μια ενδονοσοκομειακή λοίμωξη. Το 58% πιστεύει ότι είναι πιθανό να του γίνει μια λανθασμένη ή και καθυστερημένη διάγνωση, ενώ πέντε στους δέκα συμμετέχοντες φοβούνται ότι το φάρμακο που θα τους χορηγηθεί μπορεί να αποδειχθεί… φαρμάκι. Το 46% εκτιμά ότι είναι πιθανό να πέσει θύμα λαθών κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης, ενώ το 39% φοβάται ότι μπορεί να βρεθεί στο «στόχαστρο»… κακού ιατρικού εξοπλισμού, ικανού να οδηγήσει σε λανθασμένες διαγνώσεις ή και θεραπείες. Οι Ελληνες είναι για μια ακόμη φορά από τους πιο ανασφαλείς στην ΕΕ: Πρώτοι στη λίστα των κατοίκων των κρατών- μελών με ποσοστό 85% αναφέρουν ότι θεωρούν πιθανό να πέσουν θύματα ενδονοσοκομειακής λοίμωξης. Υψηλά τα ποσοστά τους και σε ό,τι αφορά τον φόβο λανθασμένης ή καθυστερημένης διάγνωσης (82%), σφαλμάτων κατά τη χορήγηση φαρμάκων (68%), χειρουργικών σφαλμάτων (73%), ή λαθών που συνδέονται με τον ιατρικό εξοπλισμό (60%).

Αγκάθι η συγκατάθεση
Την ανασφάλεια των ευρωπαίων πολιτών φαίνεται ότι εντείνει επίσης το γεγονός ότι ουκ ολίγες φορές, ακόμη και για μια πολύ σοβαρή ιατρική πράξη, όπως μια επέμβαση, δεν ζητείται η συγκατάθεσή τους. Οι κάτοικοι των κρατών-μελών δείχνουν να φοβούνται «όλα αυτά που θα γίνουν για αυτούς, χωρίς αυτούς» καθώς το 17% δηλώνει ότι υποβλήθηκε σε επέμβαση χωρίς να συναινέσει γραπτώς σε αυτήν. Μάλιστα τα ποσοστά για τη χώρα μας είναι από τα υψηλότερα της ΕΕ: τη στιγμή που οι Γερμανοί αναφέρουν σε ποσοστό 90% ότι δίνουν γραπτώς τη συγκατάθεσή τους για να γίνει μια ιατρική πράξη, περισσότεροι από τους μισούς Ελληνες (54%) αναφέρουν ότι ποτέ δεν τους ζητήθηκε η γραπτή συγκατάθεσή τους.

Μάλλον έπειτα από όλα αυτά δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η χώρα μας έρχεται πρώτη… από το τέλος στην άποψη των κατοίκων της για την ποιότητα της περίθαλψης αφού σχεδόν οκτώ στους δέκα πολίτες που συμμετείχαν στο Ευρωβαρόμετρο κρίνουν το ΕΣΥ από σχετικώς κακό ως πολύ κακό. Στον αντίποδα επτά στους δέκα πολίτες της ΕΕ κρίνουν το σύστημα υγείας καλό, ενώ τα ποσοστά θετικής ψήφου εκτοξεύονται στο Βέλγιο (97%), στην Αυστρία (95%) και στη Φινλανδία (91%).

Ανασφάλεια χωρίς αντίστοιχα βιώματα

Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι ο φόβος της λευκής μπλούζας των Ευρωπαίων δεν μένει στις απλές υποθέσεις. Τουλάχιστον ένας στους τέσσερις συμμετέχοντες στη δημοσκόπηση (συγκεκριμένα ποσοστό 26%) απαντά ότι ο ίδιος ή κάποιο μέλος της οικογενείας του έχει ζήσει στο «πετσί» του το κακό πρόσωπο της περίθαλψης της χώρας του το οποίο πήρε «σάρκα και οστά» μέσω κάποιας παρενέργειας ή επιπλοκής.

Σε αυτό το σημείο, εμφανίζεται το εξής ελληνικό παράδοξο: ενώ οι κάτοικοι της χώρας μας παρουσιάζονται ως οι πιο ανασφαλείς σχετικά με την τύχη τους σε περίπτωση που «μπλέξουν» με το ΕΣΥ, στο «διά ταύτα», στην ερώτηση δηλαδή σχετικά με το αν έχουν αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα με το σύστημα υγείας, απαντούν στην πλειοψηφία τους αρνητικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα συμμετέχοντες από τη Σουηδία, τη Δανία, τη Λετονία και την Ολλανδία σημειώνουν ότι οι ίδιοι ή μέλος της οικογενείας τους έχουν βιώσει κάποιο άσχημο περιστατικό στην επαφή τους με το σύστημα υγείας της χώρας τους. Αντιθέτως οι Ελληνες μαζί με τους Αυστριακούς, τους Βούλγαρους και τους Πορτογάλους απαντούν σε πολύ μεγάλα ποσοστά (μεγαλύτερα του 80%) ότι δεν έχουν βιώσει ούτε οι ίδιοι ούτε οι οικείοι τους κάτι αρνητικό όταν χρειάστηκε να επισκεφθούν νοσοκομείο ή γιατρό.

Σε κάθε περίπτωση στη δημοσκόπηση τονίζεται ότι πολλές φορές τα αρνητικά περιστατικά δεν καταγράφονται επισήμως αφού δεν αναφέρονται στους αρμοδίους φορείς από τους ίδιους τους ασθενείς και τους οικείους τους. Συνήθως τέτοιου είδους αναφορές γίνονται- αν γίνονταιπρος τη διοίκηση του εκάστοτε νοσοκομείου, προς τον θεράποντα γιατρό του ασθενούς, τον νοσηλευτή ή τον φαρμακοποιό. Αυτό είναι μάλλον επόμενο αφού περίπου το ένα τρίτο των πολιτών που συμμετείχαν στο Ευρωβαρόμετρο δεν γνωρίζει καν ποιος φορέας είναι ο αρμόδιος για την ασφάλεια των ασθενών στην εκάστοτε χώρα. Πάντως σε αυτό το επίπεδο οι Ελληνες εμφανίζονται ως οι πιο ενημερωμένοι της ΕΕ (ίσως εξαιτίας του φόβου ότι θα χρειαστεί να καταφύγουν στα αρμόδια όργανα για να εκφράσουν τα παράπονά τους σχετικά με την αντιμετώπιση που τους επεφύλαξε το σύστημα υγείας): μόλις το 13% των ελλήνων συμμετεχόντων αναφέρει ότι δεν γνωρίζει σε ποιους φορείς πρέπει να καταφύγει ο πολίτης για να λύσει ζητήματα που αφορούν προβλήματα με το σύστημα υγείας (ίδια ποσοστά εμφανίζει επίσης η Σλοβενία).

Ποιο είναι όμως το προφίλ του Ευρωπαίου που νιώθει αδύναμος και φοβισμένος μπροστά στο σύστημα υγείας της χώρας του; Για την ακρίβεια δεν είναι ο Ευρωπαίος αλλά η Ευρωπαία, αφού είναι κυρίως γυναίκα, σχετικώς χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του Γυμνασίου ή το πολύ του Λυκείου) και αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα (φανταστείτε, ιδιαιτέρως για τη χώρα μας, πόσο θα ήταν το ποσοστό ανασφάλειας σχετικά με το σύστημα υγείας, αν οι ερωτηθέντες έδιναν απαντήσεις στη δημοσκόπηση τώρα που ζούμε στο «απόγειο» της οικονομικής κρίσης!).

ΕΣΥ και «πρωτιές προς τα κάτω»

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Κοινωνικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) κ. Ι.Υφαντόπουλος τονίζει ότι επί μακρόν το σύστημα υγείας της χώρας μας μετράει «πρωτιές προς τα κάτω». «Το ΕΣΥ αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της μεταπολεμικής περιόδου τον οποίον πίστεψε και υποστήριξε ο έλληνας πολίτης.Παρ΄ όλα αυτά εξελίχθηκε διαχρονικά στον πλέον αναξιόπιστο θεσμό με υπερβολικά χρέη σε αντιδιαστολή με την εξαιρετικά χαμηλή ποιότητα υπηρεσιών» λέει ο καθηγητής και προσθέτει: «Οι “πρωτιές προς τα κάτω” του ΕΣΥ οι οποίες είναι μοναδικές σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, όπως καταγράφονται στη μελέτη του Ευρωβαρόμετρου,είναι το αποτέλεσμα μιας κατάστασης την οποία έχουν αποτυπώσει ήδη από το 1980 έλληνες και ξένοι ερευνητές. Οι έρευνές τους έδειξαν ότι οι δυσλειτουργίες του πελατειακού κρατισμού οδήγησαν τη χώρα μας στην αναποτελεσματικότητα της υγείας,ενώ τα μονοπωλιακά καρτέλ στον ιδιωτικό τομέα αύξησαν τις τιμές και τις δαπάνες υγείας σε βάρος του οικογενειακού προϋπολογισμού επιδεινώνοντας τις ανισότητες υγείας. Οι έρευνες χτύπησαν έγκαιρα τον κώδωνα κινδύνου αλλά δεν εισακούστηκαν από τα “ώτα” των πολιτικών.Ετσι οι πολίτες αρκούνται επί έτη σε υποσχέσεις που έμειναν μόνο στα λόγια». Ο μεγάλος φόβος των Ελλήνων μάλλον είναι τελικώς ότι τα λόγια σχεδόν ποτέ δεν γίνονται πράξεις. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η απραξία μπορεί να είναι φονική…

thtsoli@tovima.gr ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ
Με δεδομένο ότι η ασφάλεια των ασθενών είναι άκρως σημαντική, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε πρόσφατα σειρά συστάσεων σχετικά με το ζήτημα, στις οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η πρόληψη και ο έλεγχος των λοιμώξεων που σχετίζονται με την περίθαλψη. Στις συστάσεις αναφέρεται ότι είναι απαραίτητο να γίνεται καλύτερη καταγραφή σχετικά με τις ανεπιθύμητες ενέργειες και τις επιπλοκές που εμφανίζουν οι ασθενείς εντός των νοσοκομείων. Σημειώνεται μάλιστα ότι θα πρέπει η καταγραφή να γίνεται με τρόπο που δεν θα επικεντρώνεται στην απόδοση ευθυνών έτσι ώστε να μην εμπλέκεται ο φόβος στις αναφορές των ασθενών. Προστίθεται ότι όταν λαμβάνονται μέτρα σε ένα νοσοκομείο για την αποφυγή τέτοιων περιστατικών είναι σημαντικό να αξιολογείται η αποτελεσματικότητά τους. Ζωτικής σημασίας, σύμφωνα με τις συστάσεις, είναι η εκπαίδευση του νοσηλευτικού προσωπικού με επίκεντρο την ασφάλεια του ασθενούς, αλλά και η καλύτερη «εκπαίδευση» των ίδιων των ασθενών οι οποίοι πρέπει να γνωρίζουν τις αρμόδιες αρχές όπου θα αποταθούν σε τυχόν πρόβλημα. Στις συστάσεις του το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι επικρατεί ένα καθεστώς «διαφορετικών ταχυτήτων» σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των ασθενών μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.

Προτείνει έτσι, να υπάρξει σύμπνοια των κρατών-μελών σε αυτόν τον τομέα που θα ξεκινά από κοινή ορολογία και θα συνεχίζει στην κοινή «ουσία» αντιμετώπισης του προβλήματος.