«Σκέπτομαι τους παλιούς, πλούσιους χορηγούς και εθνικούς ευεργέτες οι οποίοι έδιναν κατά καιρούς τεράστια χρηματικά ποσά και στο έθνος και στο γενέθλιο χωριό τους, και όμως ποτέ δεν αξιώθηκαν να επιστρέψουν και να δουν την «πρόοδό» τους. Οι περισσότεροι έμεναν στην Ευρώπη. Η πατρίδα τούς έκανε αγάλματα. Το χωριό τους έστησε την προτομή τους στην πλατεία. Κάθε χρόνο γίνεται τρισάγιο στη μνήμη τους. Μαζεύονται πέντε-δέκα άτομα και ανάβουν το κεράκι τους. Με τα χρόνια κανένας πια δεν ξέρει μήτε την ιστορία τους μήτε την αγάπη για τον τόπο τους.

Γιατί αυτό που ένιωθαν δεν ήταν σκέτη αγάπη. Ηταν βέβαια η αγάπη, αλλά χωνεμένη μέσα στην άγρια νοσταλγία. Ο Ανδρέας Συγγρός στα “Απομνημονεύματά” του αποφεύγει τέτοιες σάλτσες. Ισως επειδή ήταν από τους δυο-τρεις που έζησαν και σ΄ αυτόν τον τόπο που κάποια στιγμή τον χρησιμοποίησαν για να αυξήσουν τα πλούτη τους. Αυτός, κατά κάποιο τρόπο, έδινε για να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες του και την αχόρταγη απληστία του. Τον παρέλαβε εκείνα τα χρόνια ο περιλάλητος Εμμανουήλ Ροΐδης και του ΄δωσε να καταλάβει. Δεν πρέπει να ίδρωσε το αφτί του. Ισως μόνο γιατί τον ονόμασε “Τσιγγρό” θα του κακοφάνηκε. Ηταν έξι χρόνια μεγαλύτερος από τον μεγάλο συγγραφέα και πέθανε πέντε χρόνια πριν από εκείνον. Τους έδενε όμως η Σύρα. Τα μαθητικά χρόνια, οι ίδιοι δάσκαλοι, οι ίδιοι κάτοικοι. Στη διαθήκη του όμως δεν άφησε ο Συγγρός ούτε δεκάρα στη Σύρα. Ας είναι. Ωστόσο και οι δύο περιποιήθηκαν το νησί όπως μπορούσαν: ο πρώτος με τις χαριτωμένες, πράγματι, αναμνήσεις του για πρόσωπα και πράγματα της συριανής κοινωνίας του 1850 (πάνω κάτω) και ο δεύτερος με τ΄ αστραφτερά “Συριανά διηγήματα” και τα κατά καιρούς περισπούδαστα άρθρα του σε αθηναϊκές εφημερίδες. “Εκεί! ” κατάντησε: να γράφει για τον επιούσιο και όχι για το κέφι του, αφού είχε χάσει την περιουσία του στις μεγάλες χρηματιστηριακές κομπίνες του Συγγρού. Ο Ροΐδης δεν ξαναπήγε στον γενέθλιο τόπο του. Ο άλλος πήγε μια φορά και τα είδα όλα αλλαγμένα.

Αυτά και άλλα σκέπτομαι όταν ταξιδεύω στην πατρίδα μου, τη Σύρα. Λείπω ήδη 55 χρόνια, ήμουν παιδί όταν έφυγα, άφησα πίσω μου πολλά ερείπια από τους βομβαρδισμούς του πολέμου. Καμιά φορά η νοσταλγία παίζει άσχημα παιχνίδια. Αποφασίζεις να την επισκεφθείς για δύο-τρεις μέρες και αιφνιδίως σηκώνεται το κύμα αφρίζοντας, τα καράβια δένουν, οι άνθρωποι κλείνονται στον εαυτό τους και ας μην το παραδέχονται. Ευκαιρία να ξαναδείς όσα θυμάσαι. Να δεις τις αλλαγές και τις μεταμορφώσεις. Να δεις τις προσθέσεις και τις αφαιρέσεις. Τους πολλαπλασιασμούς και τις διαιρέσεις αισθημάτων, χειρονομιών, νοοτροπίας. Να δεις πόσο απέχει μια μικρή αλλαγή από την ολική μεταμόρφωση και πόσο αυτό θα σε χτυπήσει κατάμουτρα. Παρ΄ όλες τις αλλαγές, χρήσιμες και απαραίτητες κάποτε, εσύ εξακολουθείς να περπατάς με τις σκιές που έβλεπες στα 1950. Οι νέοι φίλοι είναι σπάνιες κόπιες χρυσών ανθρώπων του παρελθόντος. Τις εξαιρέσεις τις καταπίνεις. Οι πόλεις τελικά είναι οι άνθρωποι. Ο εξαίσιος λόγος του θεϊκού τραγικού αρχαίου ποιητή είναι μια αιώνια αλήθεια. Την καταπίνεις κι αυτήν και αρχίζεις την περιδιάβαση. Από πού ν΄ αρχίσεις; Πώς να συνεχίσεις μια κουβέντα που άφησες μισή πριν από μισό αιώνα και οι συνομιλητές σου έχουν γίνει ήδη σκόνη; Αδιέξοδο. Παρ΄ όλα αυτά επιμένεις. Και κάποτε το κατορθώνεις.

Τι θέλει να δει ο νέος επισκέπτης σε μια πόλη βουλιαγμένη στον μύθο, στην ιστορία, στο παραμύθι, αν θέλετε; Και πόσα επαναφέρει η νοσταλγία σ΄ εκείνον (σ΄ εμένα, δηλαδή, ο οποίος τραυλίζει τα ρήματα μιας ολοένα ανανεούμενης κοινωνίας. Και οι δύο βλέπουμε όσα θέλουμε και όσα μπορεί να σηκώσει η μνήμη. Αρχίζοντας από τον “καταπιεστικό” 19ο αιώνα ως τις μέρες μας.

Πριν από λίγες μέρες δόθηκε στο λαμπρό θέατρο Απόλλων, σε μορφή κοντσερτάντε, η όπερα “Cavalleria Rusticana” του Μascagni με μεγάλη επιτυχία. Το ίδιο έργο παιζόταν και τον 19ο αιώνα από ιταλικούς μελοδραματικούς θιάσους.

Στα 1895, για παράδειγμα, μια εφημερίδα έγραφε για κάποια παράσταση του έργου: “Τετράκις από της σκηνής η μουσική του Μascagni έτερψεν ημάς και τούτο οφείλεται εις την καλλιτέχνιδα κυρίαν Linda Βrunner, την διακεκριμένην τούτην αοιδόν, και τον κ. Τati, τον συμπαθή οξύφωνον, εφ΄ ω και το κοινόν δικαίως διά χειροκροτημάτων εκδηλοί τας συμπαθείας του προς αυτούς… Φανερά καθίσταται η γυμνότης της ορχήστρας, πλην τούτο αποδοτέον εις την έλλειψιν επιχορηγήσεως εκ μέρους του δήμου…”. Τα αιώνια προβλήματα, τα οποία είναι ίδια ακριβώς 113 χρόνια μετά!

Τα εκατοντάδες θεατρικά έργα πρόζας τα οποία παρουσιάστηκαν ως τα 1953 δεν ξαναπαίχτηκαν ποτέ σε κανένα θέατρο της επικράτειας. Οι όπερες παίζονται και ξαναπαίζονται. Με τον ίδιο ενθουσιασμό. Τα αισθήματα παραμένουν. Οι διαδικασίες αλλάζουν. Και αυτός ο τόπος, η χώρα μας, που διαρκώς αλλάζει και διαρκώς είναι ίδια. Το ίδιο και η Σύρα, η Σύρος, η Ερμούπολη, η Ανω Χώρα, τα βουνά, οι εξοχές, οι άνθρωποι…».