Η προ ημερών παράσταση της «Μήδειας» του Κερουμπίνι στην Επίδαυρο δεν σηματοδότησε μόνο το αποκορύφωμα του αφιερώματος του Ελληνικού Φεστιβάλ στη Μαρία Κάλλας επ’ ευκαιρία της εφετινής επετείου των 30 χρόνων από τον θάνατό της. Παράλληλα έφερε εκ νέου στο προσκήνιο ένα καίριο ερώτημα, η απάντηση – ή έστω ο προβληματισμός – στο οποίο μπορεί να σημάνει πολλά για τις μελλοντικές κατευθύνσεις της διοργάνωσης: Θα μπορούσε άραγε το αργολικό θέατρο να αποτελέσει σε σταθερότερη βάση χώρο φιλόξενο για παραστάσεις πέραν του αρχαίου δράματος ή μήπως η μονοείδεια θα πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού, διατηρώντας τον χαρακτήρα που κατέχει η Επίδαυρος ως μείζον πεδίο διαχρονικής εξέλιξης της ερμηνευτικής της κλασικής τραγωδίας και κωμωδίας;


Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και αν το θερμό χειροκρότημα των περίπου 7.000 θεατών της «Μήδειας» θα μπορούσε να θεωρηθεί ανοικτό «δημοψήφισμα» τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την όπερα – έστω κι αν ένα είδος που εκτείνεται σε αιώνες, πέρασε από διαφορετικές σχολές και άντλησε τη θεματολογία του από ποικίλα ερεθίσματα δεν θα μπορούσε πιθανώς να αντιμετωπιστεί συλλήβδην-, παρ’ όλ’ αυτά η συζήτηση καλά κρατεί.


Η αλήθεια είναι πως, παρ’ ότι τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν οι παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο, ορισμένες τουλάχιστον από τις «λοξοδρομήσεις» – με προεξάρχουσες τις ιστορικές παραστάσεις της «Νόρμας» του Μπελίνι και της «Μήδειας» του Κερουμπίνι από την Εθνική Λυρική Σκηνή με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κάλλας το 1960 και 1961 αντίστοιχα – έχουν ειδικό βάρος.


Εν αρχή ήσαν οι δύο συναυλίες που έδωσε τον Σεπτέμβριο του 1935 – τρία χρόνια πριν από την παρουσίαση της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή από τον Δημήτρη Ροντήρη με την Κατίνα Παξινού στον ρόλο του τίτλου και την Ελένη Παπαδάκη ως Κλυταιμνήστρα – ο αείμνηστος αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος με μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Τριάντα χρόνια αργότερα, στις 31 Ιουλίου και 1η Αυγούστου του 1965, το ημερολόγιο «καταγράφει» τις παραστάσεις της «Καταδίκης του Φάουστ» του Μπερλιόζ από την Οπερα των Παρισίων σε σκηνοθεσία – χορογραφία Μορίς Μπεζάρ, ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου η περίφημη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου υπό τον «ογκόλιθο» Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και με τη συμμετοχή της χορωδίας της Musikverein της Βιέννης παρουσιάζει το «Ρέκβιεμ» του Βέρντι. Μια ματιά στα ονόματα των σολίστ προκαλεί αναμφίβολα δέος αφού επρόκειτο για τον τενόρο Κάρλο Μπεργκόντζι, την υψίφωνο Ρενάτα Σκότο, τη μεσόφωνο Κρίστα Λούντβιχ και τον «δικό» μας, προ ημερών εκλιπόντα, διεθνούς φήμης βαθύφωνο Νίκο Ζαχαρίου. Το 1981 το ίδιο έργο παρουσιάζει η Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου υπό τον βετεράνο, σήμερα, Κλάουντιο Αμπάντο, ενώ αργότερα συναντάμε την εμφάνιση του προσφάτως εκλιπόντος θρυλικού βιολοντσελίστα και μαέστρου Μστισλάβ Ροστροπόβιτς με την πιανίστρια Μάρτα Αργκεριχ, αλλά και το ρεσιτάλ βιολιού του Γιεχούντι Μενουχίν.


Το 1993 έρχεται η εξαιρετικά επιτυχημένη συναυλία της Ελένης Καραΐνδρου με μουσική από το θέατρο και τον κινηματογράφο: την ίδια εκείνη χρονιά το αργολικό θέατρο φιλοξενεί τις μαγικές φωνές της Μονσεράτ Καμπαλιέ και του Χοσέ Καρέρας. Το ρεσιτάλ της αμερικανίδας υψιφώνου Τζέσι Νόρμαν ακολουθεί το 1999 και έναν χρόνο αργότερα το γκαλά με τίτλο «Χορού εγκώμιον» συγκεντρώνει μερικά από τα διασημότερα ονόματα του παγκόσμιου στερεώματος, μεταξύ των οποίων η «μυθική» Κάρλα Φράτσι και ο περίφημος Βλαντίμιρ Μάλαχοφ.


Την επόμενη χρονιά ωστόσο η παρουσίαση του διπτύχου του Στραβίνσκι («Οιδίπους Τύραννος» / «Περσεφόνη») με τη συμμετοχή του Ζεράρ Ντεπαρντιέ και της Ιζαμπέλα Ροσελίνι μάλλον προκάλεσε «χλιαρή» εντύπωση. Ανάμεσα στις πέραν του αρχαίου δράματος εκδηλώσεις, τέλος, αξίζει να αναφερθούν το «Αξιον Εστί» και η «Λυσιστράτη» του Μίκη Θεοδωράκη.


Με βάση τα παραπάνω λοιπόν και με τη θετική εντύπωση της «Μήδειας» να παραμένει ακόμη νωπή, έχει άραγε νόημα να αξιοποιηθεί και εξελιχθεί σε ευρύτερες κατευθύνσεις η «κληρονομιά» αυτή; Θέλοντας να συμβάλει στον δημόσιο διάλογο, «Το Βήμα» φιλοξενεί από σήμερα τις απόψεις διακεκριμένων εκπροσώπων της διανόησης και της τέχνης. Επικεφαλής οργανισμών, συνθέτες, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, ηθοποιοί, μουσικοί καταθέτουν τη γνώμη τους, συμφωνούν, διαφωνούν, προτείνουν. Σε ό,τι δε αφορά τις προτάσεις τους, έστω κι ένα μικρό ποσοστό από όσα ακολουθούν αν υλοποιηθεί, η ανανέωση των Επιδαυρίων βρίσκεται σίγουρα σε καλό δρόμο…


Γιώργος Λούκος


Πρόεδρος του Ελληνικού Φεστιβάλ


«Βασικό κριτήριο η ποιότητα»


«Από τη στιγμή που υπάρχει αυστηρή εγγύηση ποιότητας, δεν με ενοχλεί καθόλου το «άνοιγμα» της Επιδαύρου σε τομείς της τέχνης πέραν του αρχαίου δράματος. Μην ξεχνάμε ότι διανύουμε μια εποχή όπου οι τέχνες «μπλέκονται» με τρόπο γοητευτικό μεταξύ τους: ο λόγος, ας πούμε, με τη μουσική, τα εικαστικά με το θέατρο και τον χορό και έναν σωρό άλλες ενδιαφέρουσες αλληλεπιδράσεις που ανανεώνουν και εξελίσσουν την ίδια την τέχνη. Στο πλαίσιο αυτό όχι μόνο δεν πιστεύω πως το αρχαίο θέατρο προορίζεται αποκλειστικά για το αρχαίο δράμα, αλλά θεωρώ πως οι σύγχρονες μορφές της τέχνης το «μπολιάζουν» με τη φρεσκάδα τους. Την πεποίθησή μου αυτή απέδειξα άλλωστε εφέτος με τις παραστάσεις των έργων του Ρακίνα και του Μπέκετ. Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο αυτόν συγγραφέα, κάποιοι θεώρησαν την επιλογή άστοχη. Δεν συμφωνώ καθόλου. Θεωρώ, αντιθέτως, πως πρόκειται για ένα έργο που αποτελεί την πεμπτουσία της τραγωδίας… Για να μιλήσω γενικότερα πάντως, αν η Πίνα Μπάους ή η Αριάν Μνουσκίν ήθελαν να κάνουν κάτι για την Επίδαυρο – ακόμη κι αν πηγή έμπνευσής τους δεν θα ήταν το αρχαίο δράμα – θα ήμουν ευτυχής. Αυτούς τους φόβους, τους ελληνοκεντρικούς, μόνο εμείς τους έχουμε. Το ιταλικό θέατρο, ας πούμε, ή το ιαπωνικό Καμπούκι ταξιδεύουν σε όλον τον κόσμο χωρίς ανάλογα κωλύματα. Η τέχνη υπερβαίνει τις κατηγοριοποιήσεις – με την προϋπόθεση, επαναλαμβάνω, ότι υπάρχει η εγγύηση της ποιότητας – με μεγάλη ευκολία. Ο ίδιος ο χώρος έχει μια μεγαλοσύνη που επιτρέπει πολύ περισσότερα πράγματα, εμείς έχουμε την τάση να τον περιορίζουμε…»




Γιάννης Κόκκος


Σκηνογράφος, Σκηνοθέτης


«Οχι στους αποκλεισμούς»


«Προσωπικά σε αυτούς τους χώρους αγάπησα το θέατρο. Είναι τα πέτρινα μάτια, ανοιχτά προς τα άστρα και τον ουρανό. Σε μια εποχή όπως η σημερινή, όπου απαιτείται έντονα ο επανακαθορισμός της σχέσης της τέχνης με την κοινωνία, η Επίδαυρος είναι ένας χώρος όπου μπορούν να τεθούν τα πιο βασικά ερωτήματα του νου. Επάνω σε αυτή τη βάση πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν και σίγουρα η όπερα έχει τη θέση της. Αυτό που σίγουρα θα ήθελα να αποφευχθεί, είναι να εξελιχθεί η Επίδαυρος σε χώρο τουριστικών θεαμάτων. Στο πλαίσιο δηλαδή μιας κρουαζιέρας να δούμε και μια παράσταση. Οχι, στην Επίδαυρο το θέατρο οφείλει να θεραπεύεται στην πιο υψηλή του έκφανση.


Σαφώς υπάρχουν πράγματα που πρέπει να ακουστούν. Για παράδειγμα, σκέπτομαι πως η «Αλκηστις», η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκλουκ, η «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους θα μπορούσαν υπέροχα να παρουσιαστούν στο Αρχαίο Θέατρο. Μεγάλο ενδιαφέρον θα είχε να ακουστεί εκεί και η φωνή του Χάινερ Μίλερ ή του Καζαντζάκη. Ακόμη και το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη βρίσκω πως θα ταίριαζε πολύ ωραία. Μου αρέσει πολύ που εφέτος το πρόγραμμα περιλαμβάνει Μπέκετ, αν και θα προτιμούσα για εναρκτήριο έργο αντί για τις «Ευτυχισμένες μέρες» το «Περιμένοντας τον Γκοντό»: έχει μια περισσότερο μεταφυσική διάσταση. Είναι πολύ σημαντικό το να μην υπάρχουν αποκλεισμοί, να εκλείψει κάθε δογματισμός στην επιλογή. Θα έπρεπε να υπάρχουν νόμοι βάσει των οποίων να γίνεται η επιλογή «πατώντας» σε ορισμένα κριτήρια. Βέβαια το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα είναι ο νομοθέτης. Εκεί ομολογώ πως δεν έχω απάντηση. Το αφήνω με ερωτηματικό…»




Γιώργος Κουμεντάκης


Συνθέτης


«Ανανέωση μέσω της όπερας»


«Η αλήθεια είναι πως η Επίδαυρος είναι ένας χώρος «χαρακτηρισμένος» από το αρχαίο δράμα και έχει κατά καιρούς γίνει πολύς λόγος περί των δυσκολιών ακουστικής που υπάρχουν για τη μουσική. Προσωπικά δεν θα ήθελα να τον δω να χάνει τη φυσιογνωμία του: δεν με βρίσκει, για παράδειγμα, σύμφωνο η εφετινή επιλογή του Μπέκετ, τα έργα του οποίου θεωρώ πως μπορεί να δει κανείς κάλλιστα σε κάποιον κλειστό, περισσότερο κατάλληλο, χώρο. Ούτε ως προς τις συναυλίες συμφωνικής μουσικής θα ήμουν θετικός. Οπως προείπα, το ηχητικό αποτέλεσμα έχει τόσα προβλήματα που τελικά, πέρα από την ομορφιά του χώρου, φθάνει στο να μην προσφέρει κάτι ουσιαστικό. Προτιμώ λοιπόν να ακούω αυτό το είδος μουσικής σε κλειστούς χώρους οι οποίοι διαθέτουν τις κατάλληλες προδιαγραφές και παρέχουν στον ακροατή αλλά και στον δημιουργό τις σωστές προϋποθέσεις.


Από την άλλη πλευρά οι παραστάσεις όπερας όχι μόνο δεν αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του θεάτρου αλλά αντιθέτως μπορούν ίσως να αποτελέσουν την εγγύηση ανανέωσης του θεσμού. Μην ξεχνάμε πως μεγάλο μέρος στη θεματολογία της όπερας βασίζεται στην Αρχαία Ελλάδα, και αυτός ο άξονας θα μπορούσε πιθανώς να αποτελέσει μια ενδιαφέρουσα βάση εκκίνησης. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να γίνουν αναθέσεις νέων έργων που θα βασίζονται σε αντίστοιχη θεματολογία έτσι ώστε η Επίδαυρος να συνδεθεί και με τη σύγχρονη παραγωγή. Προσωπικά θεωρώ πως οι παραστάσεις όπερας θα πρέπει όχι μόνο να συνεχιστούν αλλά να αυξηθούν σε βαθμό τέτοιον ώστε η αναλογία, αν δεν φθάσει το 50-50, να είναι τουλάχιστον 60-40. Νομίζω τέλος πως είναι καιρός να γίνει μια σωστή και εμπεριστατωμένη ακουστική μελέτη στην Επίδαυρο, όπως έχει γίνει σε ανοιχτούς χώρους στο εξωτερικό. Είναι πολύ σημαντικό να προσφέρεις τα πράγματα σωστά.»




Στέφανος Λαζαρίδης


Σκηνογράφος, Σκηνοθέτης, τέως καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ


«Θα μου άρεσε να δω τον Τζορτζ Μάικλ»


«Η Επίδαυρος είναι ένα θέατρο που ενέπνευσε πολλές και διαφορετικές μορφές τέχνης. Το θέατρο του Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ, για παράδειγμα, είναι σε μεγάλο βαθμό στηριγμένο στην Επίδαυρο, ενώ ο ίδιος ο συνθέτης γνώριζε τον χώρο εξαιρετικά καλά. Το ίδιο και το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας. Στο πλαίσιο αυτό, από τη στιγμή που τις ενέπνευσε, σαφώς είναι προορισμένο και για να τις φιλοξενεί. Οφείλει να είναι ένας σύγχρονος, ζωντανός χώρος. Οι κατηγοριοποιήσεις, οι αποκλεισμοί, τα κουτάκια δεν έχουν καμιά θέση. Πολύ θα μου άρεσε, για παράδειγμα, να δω εκεί τον Τζορτζ Μάικλ. Ξέρω πως αυτό που λέω μπορεί να προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις, αρκεί όμως να σκεφθούμε πως στην εποχή του το θέατρο αυτό δεν προοριζόταν για τίποτε αρχαίο αλλά για εκδηλώσεις σύγχρονων θεαμάτων. Μόνο έτσι, κατά τη γνώμη μου, αξίζει να λειτουργεί και να παραμένει ανοιχτό. Αλλιώς, ας το κάνουμε μουσείο κι ας δείχνουμε βίντεο παραστάσεων που αναπαριστούν πιστά την εποχή του Αισχύλου. Για μένα θα ήταν υπέροχο η Επίδαυρος, ένας χώρος ανείπωτης ψυχικής ανάτασης, να φιλοξενήσει παραστάσεις όπερας αλλά και διαλέξεις, εργαστήρια, καθετί που προάγει τη σκέψη, την ελευθερία της έκφρασης, τη ζωντανή δημιουργία, τη γόνιμη αντιπαράθεση. Μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορεί να προκύψει κάτι καινούργιο και πρωτότυπο.»




Δημήτρης Παπαϊωάννου


Σκηνοθέτης, χορογράφος, χορευτής


«Φοβάμαι τους προστάτες»


«Δεν ξέρω σε τι χρησιμεύει η Επίδαυρος, ξέρω όμως ότι το αρχαίο θέατρο είναι καλύτερο το ξημέρωμα και το δειλινό, όταν δεν υπάρχει τίποτα. Είναι χώρος περισυλλογής και θαυμασμού, ένα αρχιτεκτονικό θαύμα. Από τη στιγμή που γίνεται χώρος λειτουργικός, εγώ προσωπικά δεν έχω κανέναν κώλυμα με το αρχαίο δράμα, μπορεί να φιλοξενήσει οποιοδήποτε είδος τέχνης. Για μένα έχει σημασία να είναι καλλιτεχνικά ποιοτική η παράσταση, και η επέμβαση στον χώρο να είναι προσεκτική. Το θέατρο είναι ένα και αδιαχώριστο, και έτσι πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας. Προφανώς δεν είναι ο χώρος για αρπαχτές ξένων θιάσων. Το είδος όμως πρέπει να είναι ελεύθερο. Η θεματολογία δεν εξασφαλίζει τίποτα. Η τέχνη του θεάτρου είναι μία και συμπεριλαμβάνει χορό και μουσική. Προσωπικά ανυπομονώ να δω τη σύγχρονη τραγωδία που θα παιχθεί εκεί – τις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ. Φοβάμαι την προστασία του χώρου και τους προστάτες. Προτιμώ έναν καλό καλλιτεχνικό διευθυντή, όπως είναι ο Γιώργος Λούκος και τα ενδιαφέροντα πράγματα που προτείνει.»




Ρένη Πιττακή


Ηθοποιός


«Δεν είναι τόσο το τι όσο το πώς»


«Οταν επισκέπτομαι αυτούς τους τόπους, Επίδαυρο, Δωδώνη και άλλα αρχαία θέατρα, έχω την εντύπωση πως μπροστά μου, γύρω μου, παντού, ξεδιπλώνεται ένα θέαμα, ένα ολόκληρο θέαμα. Μια παράσταση πραγματική και απόλυτη. Η σιωπή τους κατοικείται. Κι εγώ γίνομαι μέρος τους. Γεννιέται μέσα μου ένα αίσθημα συγκίνησης και πληρότητας. Ζητώ λοιπόν από την παράσταση που βλέπω, που θα δω ή που θα συμμετάσχω, κάτι τουλάχιστον ανάλογο. Εχοντας ζήσει λίγες τέτοιες στιγμές μέσα σε μια μακρόχρονη συμμετοχή με το Θέατρο Τέχνης στο Φεστιβάλ Επιδαύρου, αλλά και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή μεγάλο διάστημα επανάληψης, κούρασης και αμηχανίας, σκέφτομαι πως δεν είναι τόσο το τι (όχι πως δεν έχει σημασία) όσο το πώς. Πώς θα δημιουργηθεί ένας κόσμος, αυτή η μουσική, ο ήχος του σήμερα, που θα αναπνέει μαζί τους. Εχω επιφυλάξεις, αλλά δεν θα ‘θελα εκ των προτέρων να είμαι κλειστή σε μια άλλη δοκιμή.»


Ασπασία Παπαθανασίου


Ηθοποιός


«Αποκοπή από το Φεστιβάλ Αθηνών»


«Εχουμε δει τα πάντα πλέον στην Επίδαυρο. Ωστόσο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι όλα τα φεστιβάλ του κόσμου έχουν ένα στίγμα, δεν είναι σουπερμάρκετ. Εγώ ως θεατής μπορεί να δω τα πάντα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Είναι αστείο και κουραστικό πλέον αυτό το μοντέλο των παραστάσεων κάθε Παρασκευή και Σάββατο, όπου όλοι κατεβαίνουν για εκδρομή, να φάνε, να πιούνε και να δουν και την παράσταση. Διαφωνώ απολύτως με το να καθορίζεται το πρόγραμμα της Επιδαύρου από κάποιους ανθρώπους από την Αθήνα. Θα πρέπει να αποκοπεί από το Φεστιβάλ Αθηνών. Να γίνει μία ειδική μελέτη για τη νέα δομή. Επρεπε να έχει δημιουργηθεί ένας οργανισμός με τη συμμετοχή Ελλήνων και ξένων, να ιδρυθεί βιβλιοθήκη και να πραγματοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς συνέδρια, συναντήσεις, να γίνονται μελέτες, να ανταλλάσσονται επισκέψεις και να πραγματοποιούνται παραστάσεις ακόμη και από φοιτητές. Θα πρέπει να γίνει μία συγκέντρωση όλων των επιμέρους δραστηριοτήτων με κέντρο την Επίδαυρο. Πρέπει να αποκτήσει ένα περιεχόμενο, ένα στίγμα. Στο Σάλτσμπουργκ, στο Μπαϊρόιτ και σε άλλα μεγάλα φεστιβάλ υπάρχει συγκεκριμένο στίγμα. Εδώ έχουμε έναν φημισμένο χώρο στον οποίο πραγματοποιούνται κάποιες εκδηλώσεις. Ο κύκλος αυτός έκλεισε, πρέπει να πάμε παρακάτω.»