Μπορεί η παγκοσμιοποίηση να έχει προκαλέσει αρκετές αντιπαραθέσεις και ανησυχίες σε διάφορους χώρους, οι επιπτώσεις της όμως στην εκμάθηση και στη διδασκαλία των γλωσσών, ιδιαίτερα των ευρωπαϊκών, δεν έχει ιδιαίτερα συζητηθεί. Ολοι μένουμε με την εντύπωση ότι η παγκοσμιοποίηση ισοδυναμεί με την ολοκληρωτική επικράτηση της αγγλικής ως lingua franca. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία της αγγλικής ως κοινής γλώσσας συνεννόησης και εμπορικής συναλλαγής σε παγκόσμιο επίπεδο· σύντομα ωστόσο θα φτάσουμε στο σημείο ώστε όλοι σχεδόν οι νέοι Ευρωπαίοι να ξέρουν καλά αγγλικά και αυτό που θα απαιτείται ως πρόσθετο πλέον προσόν θα είναι η γνώση και άλλων γλωσσών. Και τούτο ήδη διαφαίνεται στο Λονδρέζικο Σίτι, όπου Γερμανοί και Ολλανδοί εκτοπίζουν τους Βρετανούς ως στελέχη επιχειρήσεων γιατί δεν χειρίζονται απλώς άριστα τα αγγλικά αλλά και δύο τουλάχιστον άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Και από ό,τι φαίνεται η γνώση της γλώσσας θα εξακολουθεί να προσφέρει κάποια πλεονεκτήματα για τη διείσδυση στις τοπικές αγορές και στην επιχειρηματική νοοτροπία κάθε χώρας. Ετσι εξηγείται και η ανάπτυξη νέων προγραμμάτων σπουδών σε βρετανικά πανεπιστήμια που συνδυάζουν την οικονομική επιστήμη και επιχειρηματικότητα με ένα μικρό ποσοστό διδασκαλίας ξένων γλωσσών.


Αν και θα περίμενε κανείς ότι το ενδιαφέρον για τις γλώσσες οικονομικά ισχυρών χωρών, όπως η Γερμανία, θα αυξανόταν, τα τελευταία στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις αιτήσεις υποψηφίων φοιτητών στη Βρετανία δείχνουν κατακόρυφη πτώση για τα τμήματα γερμανικών σπουδών. Αντίθετα η προώθηση της διδασκαλίας ασιατικών γλωσσών στα βρετανικά πανεπιστήμια επιβεβαιώνει ότι όντως υπάρχει σύνδεση μεταξύ οικονομίας και γλώσσας. Πώς όμως εξηγείται ότι από τη μια πλευρά το επιχειρηματικό συμφέρον ενισχύει την εκμάθηση ασιατικών γλωσσών και από την άλλη βλέπουμε την υποχώρηση του ενδιαφέροντος για τη γλώσσα του μεγαλύτερου πληθυσμιακά και ισχυρότερου οικονομικά μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης;


Νομίζω η εξήγηση έγκειται στο γεγονός ότι έχει αλλάξει η φιλοσοφία και η σκοπιμότητα εκμάθησης των γλωσσών κυρίως στα αγγλόφωνα πανεπιστήμια. Ενώ παλαιότερα η γλώσσα και η λογοτεχνία αποτελούσαν τους στυλοβάτες των ξενόγλωσσων τμημάτων, σήμερα η πολιτισμική στροφή που παρατηρείται στον ακαδημαϊκό χώρο σε παγκόσμιο επίπεδο και αποδεικνύεται από το πόσο δημοφιλή έγιναν τα προγράμματα πολιτισμικών σπουδών ανά τον κόσμο, ανάγκασε και τα τμήματα ξένων γλωσσών και φιλολογιών να μετονομαστούν σε τμήματα Γαλλικών, Γερμανικών ή Ισπανικών Σπουδών και να συμπεριλάβουν στα προγράμματά τους μαθήματα κινηματογράφου, μέσων μαζικής επικοινωνίας, αστικής γεωγραφίας και μαζικής πολιτισμικής συμπεριφοράς. Παρατηρείται, δηλαδή, η υποτίμηση της γλώσσας αλλά και της λογοτεχνίας ως πρωταρχικών αντικειμένων σπουδής για τη γνωριμία μιας χώρας και η μετατόπιση από την εξειδικευμένη γλωσσολογική γνώση στη μελέτη γενικών πολιτισμικών τάσεων και εξελίξεων μιας γεωγραφικής περιοχής ή ηπείρου. Ετσι αναπτύχθηκαν προγράμματα Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών σπουδών, που δεν έχουν όμως τη γλώσσα ή τις γλώσσες ως βασικό άξονα αλλά τις κοινωνικές, οικονομικές ή ιστορικές επιστήμες.


Συνέπεια ίσως αυτής της τάσης για προγράμματα σπουδών, που αφορούν πλέον ευρύτερα σύνολα και της παγκοσμιοποίησης στον χώρο της αγοράς, είναι η ανάπτυξη προγραμμάτων Ασιατικών και Αφρικανικών σπουδών, που αρχικά εξυπηρετούσαν καθαρά οικονομικές σκοπιμότητες, αλλά τώρα ενσωματώνουν και λίγα μαθήματα γλωσσών, ιστορίας και πολιτισμού. Με δεδομένο μάλιστα το αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα προς τις χώρες της Απω Ανατολής, αρκετοί φοιτητές προτιμούν να μάθουν στοιχεία κάποιας ασιατικής γλώσσας παρά κάποιας ευρωπαϊκής. Αλλωστε περισσότεροι είναι οι νέοι που μαθαίνουν τη γλώσσα μιας χώρας επειδή την επισκέφθηκαν ως τουρίστες παρά από ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία της ή τον πνευματικό της πολιτισμό.


Αυτή η έμφαση στη σπουδή ηπείρων παρά χωρών και η αντίληψη ότι τον πολιτισμό μιας χώρας τον γνωρίζει κανείς μέσω της εικόνας, της μουσικής, της μαγειρικής, της μυθολογίας και της ανθρωπολογικής ανάλυσης παρά μέσω της γλώσσας ή της λογοτεχνίας έχουν οδηγήσει στην παρακμή του ενδιαφέροντος για τη συστηματική εκμάθηση γλωσσών στις αγγλόφωνες χώρες. Τούτο σημαίνει ότι στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών δεν ενδιαφέρει πια τόσο η εξειδικευμένη γνώση και η συστηματική εμβάθυνση όσο η διεπιστημονική σύνθεση και η διαπολιτισμική διάχυση. Αν με τον όρο παγκοσμιοποίηση εννοούμε αποπεριχαράκωση, αλληλεξάρτηση και αλληλοδιείσδυση οικονομιών και κοινωνιών, τότε και ο ακαδημαϊκός χώρος δεν έχει μείνει αλώβητος και οι εξελίξεις στη διδασκαλία των γλωσσών στα αγγλόφωνα πανεπιστήμια το επιβεβαιώνουν.


Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.