Σαν τη μάγισσα Φούρκα Μιμής Ντενίση: «Θεοδώρα» Θέατρο «Ακροπόλ» Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας. Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης. Κοστούμια: Φωτεινή Δήμου. Θίασος Μιμής Ντενίση, με τους Φίλιππο Σοφιανό, Νίκο Γαλανό, Ολγα Πολίτη, Γιώργο Μούτσιο, Σπύρο Καλογήρου, Τζέσσυ Παπουτσή.


Με κεντρική ηρωίδα την αυτοκράτειρα Θεοδώρα του Βυζαντίου, την «Αγία των φτωχών», η κ. Μιμή Ντενίση γράφει ένα ιστορικό δράμα με χαρακτηριστικά γνωρίσματα που παραπέμπουν σε εκλαϊκευμένο ιστορικό υπόβαθρο, σε ιστορικό δηλαδή παραμύθι, που αποδίδει εν τούτοις σκηνική δυναμική χάρη στην επεξεργασία ορισμένων ρόλων.


Στο θέατρο «Ακροπόλ» ο θεατής παρακολουθεί ένα υπερθέαμα όπου ο πλούτος των σκηνικών και η χλιδή των κοστουμιών συνυπάρχουν ενίοτε με ορισμένα στιγμιότυπα άστοχα διατυπωμένα από τον σκηνοθέτη κ. Γιάννη Κακλέα. Στην παράσταση δίνουν ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια το σκηνικό περιβάλλον που δημιουργεί ο ευρηματικός σκηνογράφος κ. Μανόλης Παντελιδάκης καθώς και τα κοστούμια της κ. Φωτεινής Δήμου.


Η κ. Ντενίση, στον πρωταγωνιστικό βέβαια ρόλο (Θεοδώρα), ακολουθεί το κακόγουστο στυλιζάρισμα της φωνής στο οποίο την είχαμε συνηθίσει και στο παρελθόν.


Ο ρόλος του αφηγητή και «αγίου» ­ που ομολογουμένως είναι από τους δυνατότερους ρόλους της παράστασης ­ καταστρέφεται κυριολεκτικά από τον κ. Στάθη Ψάλτη, στον οποίο έχει κακώς ανατεθεί.


Ο κ. Ψάλτης εμφανίζεται σαν μια υστερική παρουσία που γκρεμίζει όλο το οικοδόμημα της παράστασης· κάθε φορά που παρουσιάζεται, σαν τη μάγισσα Φούρκα που καταριέται τους πάντες και τα πάντα, το κοινό, αντί να νιώσει το συγκινησιακό φορτίο των λόγων του, ξεσπά σε γέλια πληρώνοντας με τον ανατρεπτικό αυτόν τρόπο όσους ευθύνονται για το χάλι πιστεύοντας ότι το κοινό είναι άβουλο και δεν έχει επομένως κρίση.


Μπορεί, στο τέλος της παράστασης, το ίδιο το κοινό να χειροκροτεί τον κ. Ψάλτη, αλλά το κάνει εντελώς μηχανικά, θέλοντας κιόλας να ευχαριστήσει τη βεντέτα κ. Ντενίση, η οποία τον καθοδηγεί στην πασαρέλα για να εισπράξει μαζί της το χειροκρότημα. Λάθος της κ. Ντενίση που ξεχωρίζει έτσι από τον θίασο έναν ηθοποιό που βλάπτει την παράστασή της, αφήνοντας στην άκρη τον κ. Φίλιππο Σοφιανό, για παράδειγμα, που διεκπεραιώνει αξιοπρεπώς τον ρόλο του Ιουστινιανού, ή τον κ. Σπύρο Καλογήρου (Ιουστίνος) ή τον κ. Νίκο Γαλανό (Βελισσάριος), αλλά και τον κ. Γιώργο Μούτσιο, που με την ιδιότυπη εμφάνισή του προσθέτει ένα στοιχείο εξωτισμού στην παράσταση στον ρόλο του Καππαδόκη.


Αλλωστε, από τις ανδρικές ερμηνείες ξεχωρίζουμε τον κ. Πάνο Κορκοτά και τον κ. Δημήτρη Αστεριάδη, ενώ από τις γυναικείες ερμηνείες διακρίνονται η κ. Νικολέτα Βλαβιανού και η κ. Νάντια Μουρούζη για το μπρίο τους, η κ. Τζέσσυ Παπουτσή, που υποδύεται τη μάντισσα Φωτεινή θυμίζοντας τις καλές ερμηνείες της στο Εθνικό, καθώς και η κ. Ολγα Πολίτου για τη σκηνική άνεσή της. Τα αδρά νήματα της Μέι Σαμ Σέπαρντ:


«Αίμα αγάπης» Θέατρο Β. Αυλωνίτη (πρώην Βεργή) Μετάφραση – σκηνοθεσία: Ανδρέας Θωμόπουλος. Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος. Σκηνικό – κοστούμια: Νίκος Πολίτης. Παίζουν: Αλέκος Αλεξανδράκης, Βάνα Μπάρμπα, Γρηγόρης Πατρικαρέας, Εκτωρ Καλούδης.


Δύο πράγματα που αξίζουν την προσοχή του κοινού στην παράσταση του Θεάτρου Βασίλη Αυλωνίτη είναι κατ’ αρχήν το παίξιμο της κ. Βάνας Μπάρμπα και στη συνέχεια η μουσική επένδυση του έργου από τον κ. Σταύρο Ξαρχάκο. Στην περίπτωση της κ. Μπάρμπα μπορούμε χωρίς επιφυλάξεις να πούμε ότι στον ρόλο της Μέι ο θεατής έχει την ευκαιρία να δει πώς ένας ηθοποιός δημιουργείται κατακτώντας λεπτό προς λεπτό τα αδρά νήματα ενός αρκετά επικίνδυνου ρόλου. Στις μικρές βέβαια λεπτομέρειες η Μέι της κ. Μπάρμπα έχει ακόμη δύσκολο και μακρό ίσως δρόμο να διανύσει. Σε ό,τι αφορά τη μουσική του κ. Ξαρχάκου, διαπιστώνει κανείς ότι διαμορφώνεται μέσω αυτής αυτόνομο σύστημα δομικών ηχητικών μερών, μια σύνθεση ενιαία, δηλαδή, που μπορεί από μόνη της να ενεργήσει και να δημιουργήσει αισθητικές εικόνες.


Κατά τα άλλα, η παράσταση του γνωστού στις αθηναϊκές σκηνές έργου του Σαμ Σέπαρντ επιτρέπει στο κοινό να ξαναγαπήσει τον κ. Αλέκο Αλεξανδράκη (πατέρας), αν και θα τον προτιμούσε σε πιο «φρέσκο» έργο, με λιγότερες επιφάσεις μη συμβατικού.


Εν τούτοις, ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Εντι καταστρέφεται σχεδόν ολότελα από τον κ. Γρηγόρη Πατρικαρέα, που τον επωμίζεται χωρίς να έχει τις απαραίτητες υποκριτικές προϋποθέσεις. Αλλωστε, η κάκιστη και ελλιπέστατη ερμηνεία του κ. Πατρικαρέα τινάζει στον αέρα το σύνολο της παράστασης, την οποία δεν πρόσεξε δεόντως ο σκηνοθέτης κ. Ανδρέας Θωμόπουλος, ο οποίος είναι και ο αληθινός υπεύθυνος της επιλογής του πρωταγωνιστή. Επρεπε επιτέλους να δει τις αδυναμίες ενός ηθοποιού που δεν του επιτρέπουν να αποδώσει τη δυναμική του ρόλου του Εντι.


Σωστός στην ερμηνεία του Μάρτιν, ο κ. Εκτωρ Καλούδης κατορθώνει να «σωθεί» από την υποτονική σκηνοθεσία, την οποία συμπληρώνει το «φτηνιάρικο» σκηνικό του κ. Νίκου Πολίτη. Ο σκηνογράφος, φτιάχνοντας ένα πρόχειρο παραβάν, πιστεύει μολαταύτα ότι πλάθει λογείον και θυμέλη ενός «αόρατου παλιού θεάτρου». Πώς το πιστεύει και γιατί είναι ανεξήγητο! Πάντως, λίγη σοβαρότητα δεν βλάπτει…