Εχει το Σύμπαν μια αρχή; Αν ναι, προϋποθέτει αυτή η αρχή έναν Δημιουργό; Θα υπάρχει το Σύμπαν για πάντα; Είναι ο χρόνος συνεχής ή ασυνεχής; Ο «χώρος» και ο «χρόνος» είναι αυθύπαρκτες οντότητες ή μορφές της ύλης; Υπάρχει μια έμφυτη τυχαιότητα στον κόσμο; Θα πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η σύγχρονη Κοσμολογία έχει αφήσει οριστικά την περιοχή της μυθοπλασίας, ή και του γενικού φιλοσοφικού λόγου, και ενσωματώνει τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε κλάδου της Φυσικής:
i) Διαθέτει αποδεικτικό μαθηματικό λόγο.
ii) Δεν λειτουργεί ως συλλέκτης συμπερασμάτων των άλλων κλάδων της Φυσικής αλλά αποτελεί μέρος του δικτύου τους, διαμορφώνεται δηλαδή από τους άλλους κλάδους αλλά και τους μετασχηματίζει. Είναι, π.χ., προφανής η διασύνδεση της Κοσμολογίας με τη Φυσική Υψηλών Ενεργειών. Εκεί όμως όπου αναδεικνύεται δραματικά η επιρροή της είναι στη Φυσική των Στοιχειωδών Σωματιδίων και τελικά στη θεμελίωση ολόκληρης της Φυσικής. Πράγματι, και αυτό αποτελεί κεντρικό θέμα στις διαλέξεις των Hawking και Penrose, η Φυσική των ανωμαλιών του χωροχρόνου, δηλαδή των «μαύρων οπών» (στις οποίες τώρα έχουν προστεθεί και οι «λευκές» αδελφές τους!), φαίνεται να εγκλείει όλα τα παραπάνω θεμελιακά ερωτήματα για το Σύμπαν και, ενδεχομένως, τις απαντήσεις.
iii) Η Κοσμολογία έχει σήμερα αποκτήσει παρατηρησιακή βάση. Πράγματι, όπως παρατηρεί στην αρχή της τρίτης του διάλεξης (κεφ. 5) ο Hawking, πριν από το 1920 δεν υπήρχε κανένα απολύτως δεδομένο παρατήρησης και επομένως η Κοσμολογία δεν εδικαιούτο καν τον τίτλο της επιστήμης! Σήμερα, μετά τις παρατηρήσεις (1924) του Hubble (που υπαινίσσεται ο Hawking) για τη διαστολή του Σύμπαντος και την ανακάλυψη (1965) της «παραμένουσας ακτινοβολίας» από τους Penzias και Wilson, η διαστημική τεχνολογία έχει πολλαπλασιάσει τις δυνατότητες κοσμολογικών παρατηρήσεων.
Οι διαλέξεις αυτές μάς δίνουν την ευκαιρία να δούμε τις απόψεις δύο σπουδαίων φυσικών «ζωντανά», με το χιούμορ και τα αμοιβαία πειράγματά τους! Από τον Hawking θα συγκρατήσουμε, π.χ., την επιμονή του ότι οι νόμοι της φύσης πρέπει να είναι παντού οι ίδιοι, ακόμη και μέσα στα ανώμαλα «σημεία» μαύρες ή λευκές οπές, τις οποίες για τον λόγο αυτόν ο Hawking εξομοιώνει μεταξύ τους.
Η ίδια αρχή τον ωθεί επίσης με πείσμα στη μεταφορά της κβαντικής θεωρίας από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο στην αναζήτηση μιας «εξίσωσης Schrodinger» για το ίδιο το Σύμπαν! Αντίθετος στο επικρατέστερο μοντέλο της «πληθωριστικής» διαστολής και δηκτικός για τη θεωρία χορδών ο Hawking περνάει στην έκθεση των δικών του πρωτότυπων ιδεών για μια θεωρία «ευκλείδειας» κβαντικής βαρύτητας. Αν και αναγνωρίζει ότι το γενικό πρόβλημα της Κοσμολογίας είναι η έλλειψη μιας θεωρίας αρχικών συνθηκών, δεν εμποδίζεται να φθάσει σε εντυπωσιακά συμπεράσματα, όπως π.χ.: (i) η βαρυτική αλληλεπίδραση εισάγει στη φύση μια αβεβαιότητα ελλείψει προβλεψιμότητας πέραν της κβαντικής απροσδιοριστίας (: «… ο Θεός όχι μόνο παίζει ζάρια, αλλά συχνά τα πετάει και σε μέρη όπου δεν μπορούμε να τα δούμε»!), (ii) το Σύμπαν μπορεί να έχει δημιουργηθεί όχι από το «κενό» ενεργειακό πεδίο σε προϋπάρχοντα χώρο αλλά «από το απολύτως τίποτε, αφού δεν υπάρχει τίποτε έξω από το Σύμπαν»!
Οπως παρατηρεί στον πρόλογο ο Μ. Atiyah, ο μεν Hawking έχει τον ρόλο του Bohr, αφού δηλώνει θετικιστής, ενώ ο Penrose του Einstein, αφού θεωρεί τον εαυτό του ρεαλιστή.
Η παρομοίωση αυτή του Atiyah φαίνεται ακόμη πιο εύστοχη αφού μέσα από τις διαλέξεις τους γίνεται φανερό ότι ο μεν Hawking θεωρεί την κβαντική θεωρία ως μια τελική θεωρία που απλώς πρέπει να επεκταθεί, ενώ αντίθετα ο Penrose θεωρεί τη γενική σχετικότητα ως τη βασική θεωρία και την κβαντομηχανική ως ένα ελλιπές ως προς τις αρχές του μοντέλο. Υποστηρίζει έτσι ότι η γενική σχετικότητα ενσωματώνει φυσικά την απροσδιοριστία και την μη τοπικότητα, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες στην κβαντική θεωρία (π.χ. το «παράδοξο EPR»). Το πρόγραμμα του Penrose είναι η σύντηξη της γενικής σχετικότητας και της κβαντομηχανικής μέσα στο πλαίσιο της θεωρίας των twistors, μαθηματικών οντοτήτων που ο ίδιος έχει επινοήσει. Στόχος του είναι μια νέα κβαντική πραγματικότητα όπου δεν θα είναι «πραγματική» ούτε η κυματοσυνάρτηση Ψ της σχολής της Κοπεγχάγης αλλά ούτε η μήτρα πυκνότητας της στατιστικής ερμηνείας. Ετσι ο Penrose κατασκευάζει τη δική του «πραγματικότητα», τον χώρο των twistors, ώστε ο φιλοσοφικά ανήσυχος αναγνώστης θα πρέπει να δει τον «ρεαλισμό» του Penrose μάλλον ως άκρατο πλατωνισμό: ανακήρυξη των μαθηματικών οντοτήτων (εδώ των twistors) σε πραγματικές, δηλαδή με φυσική υπόσταση [κάτι που ο έλληνας αναγνώστης έχει ήδη διαπιστώσει στο βιβλίο του Penrose «Ο Νέος Αυτοκράτορας(;)», εκδόσεις Γκοβόστη, 1994]



