H υποτονική κίνηση που συνεχίστηκε στην αγορά των αμοιβαίων κεφαλαίων το 2004 και οι ζοφερές προοπτικές στρέφουν το επίκεντρο των δραστηριοτήτων των τραπεζικών ομίλων από την παραγωγή αμοιβαίων κεφαλαίων στη διανομή προϊόντων τρίτων εταιρειών. Ηδη η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας έχει λάβει απόφαση να διανέμει πληθώρα αμοιβαίων κεφαλαίων μεγάλων διεθνών εταιρειών παράλληλα με τα δικά της αμοιβαία, διευρύνοντας έτσι τις επιλογές των επενδυτών. Σε ανάλογη κίνηση έχει προχωρήσει και η Citibank, η οποία ακολουθώντας τη στρατηγική απόφαση του ομίλου διεθνώς διανέμει και στην ελληνική αγορά κατά κύριο λόγο προϊόντα τρίτων. H στροφή αυτή του μεγαλύτερου ελληνικού τραπεζικού ομίλου, εκτός από τις διεθνείς τάσεις, συνδέεται και με τα προβλήματα που φαίνεται να διέρχεται ο θεσμός των αμοιβαίων κεφαλαίων στη χώρα μας.


Ενώ στο εξωτερικό τα αμοιβαία κεφάλαια αποτελούν τον βασικό εκφραστή των θεσμικών επενδύσεων, προσελκύοντας τα κεφάλαια των μικρών αλλά και των μεγαλύτερων επενδυτών που δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν μεμονωμένα στα μεγαλύτερα επιχειρηματικά deals και ευκαιρίες, στην Ελλάδα απέτυχαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Χαρακτηριστικό της δύναμης των αμοιβαίων κεφαλαίων και των δυνατοτήτων που προσφέρουν στους πελάτες τους είναι το γεγονός ότι σήμερα στις μεγάλες ελληνικές τράπεζες τα μεγάλα σπίτια του εξωτερικού, μέσω διαφόρων επενδυτικών τους κεφαλαίων, αποτελούν συνολικά τη μεγαλύτερη κατηγορία μετόχων. Τα στοιχεία αυτά δεν έχουν πείσει τους έλληνες επενδυτές.


* Τα δίκτυα διανομής


Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, πολλοί είναι οι λόγοι και συνδέονται κυρίως με τον τρόπο ανάπτυξης της εν λόγω αγοράς. Τα αμοιβαία αναπτύχθηκαν κυρίως στους κόλπους των τραπεζικών ομίλων και όχι από ανεξάρτητες εξειδικευμένες επενδυτικές εταιρείες όπως συμβαίνει κατά κύριο λόγο στο εξωτερικό και χρησιμοποιήθηκαν από τις τράπεζες ως ακόμη μια πηγή εσόδων στην οποία επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους ανάλογα με το ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας του ομίλου. Ως πρόσθετος λόγος αναφέρεται η έλλειψη εκπαιδευμένων επενδυτικών συμβούλων στην πώληση των προϊόντων, η οποία πραγματοποιήθηκε και πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο από το δίκτυο της τράπεζας. Ετσι ο πελάτης δεν κατανοεί πλήρως τι αγοράζει ούτε επενδύει ανάλογα με τις ανάγκες του. Αυτός τουλάχιστον ήταν οι κανόνας όταν σημειώθηκε η έκρηξη της αγοράς στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ οι προσπάθειες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια δεν έχουν ακόμη αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.


Από την αρχή του 2004 στο σύνολο της αγοράς των αμοιβαίων κεφαλαίων καταγράφονται, για ακόμη μια χρονιά, εκροές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ενωσης Θεσμικών Επενδυτών, που αφορούν το τέλος του περασμένου Νοεμβρίου, οι εκροές ήταν ύψους 85,4 εκατ. ευρώ. Εκροές καταγράφονται σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες εκτός αυτής των ομολογιακών, που απέφερε ικανοποιητικές αποδόσεις το 2004. Παρά τα υψηλά επίπεδα στα οποία έκλεισαν οι τιμές των ομολόγων στο τέλος του 2003 και τις αρχικές εκτιμήσεις για μικρά περιθώρια ανόδου το 2004, οι αβεβαιότητες και η ανασφάλεια που γέννησαν οι γεωπολιτικές εξελίξεις και η άνοδος της τιμής του πετρελαίου οδήγησαν τους επενδυτές στο ασφαλές καταφύγιο των ομολόγων και τις τιμές τους σε νέα υψηλά επίπεδα. Μαζί με τα κρατικά ομόλογα κινήθηκαν και τα εταιρικά, πολλά από τα οποία, κυρίως εταιρειών με υψηλό βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας, απέφεραν σημαντικά κέρδη υπεραξίας.


* Οι αποδόσεις των ομολογιακών


Ειδικότερα, το 11μηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2004 καταγράφονται εισροές ύψους 459,2 εκατ. ευρώ στα διεθνή ομολογιακά, εισροές ύψους 246,5 εκατ. ευρώ στα ομολογιακά εξωτερικού και εισροές ύψους 85,6 εκατ. ευρώ στα ομολογιακά εσωτερικού. Οι αποδόσεις των ομολογιακών αμοιβαίων το 2004 ξεπερνούν ακόμη και το 10% σε ετήσια βάση. Καθώς έχουν προηγηθεί καλύτερες χρονιές την προηγούμενη διετία, οι σωρευτικές αποδόσεις ορισμένων ομολογιακών αμοιβαίων διαμορφώνονται σε επίπεδο μετοχικών αποδόσεων. Συγκεκριμένα, το αμοιβαίο «Alpha Ευρωπαϊκών Εταιρικών Ομολόγων» εμφανίζει στην τριετία 2002-2004 σωρευτική απόδοση 25% που το κατατάσσει μεταξύ των ευρωπαϊκών αμοιβαίων της κατηγορίας του στην πρώτη θέση της κατάταξης του διεθνούς οργανισμού αξιολόγησης αμοιβαίων Lipper. Αντίστοιχα το αμοιβαίο «Ομολογιακό Εσωτερικού» της Alpha ΑΕΔΑΚ που επενδύει κατά κύριο λόγο σε ελληνικά αμοιβαία κεφάλαια εμφανίζει απόδοση το 2004 5,25%, ενώ η απόδοση του «Eurobank Ευρωπαϊκής Σύγκλισης Ομολογιακό Εξωτερικού» της EFG ΑΕΔΑΚ που επενδύει σε ομόλογα αναδυόμενων ευρωπαϊκών αγορών είναι ύψους 12%.


Στις υπόλοιπες κατηγορίες το 2004 συνεχίστηκαν οι εκροές. Συγκεκριμένα, στο 11μηνο οι εκροές στα μετοχικά ήταν ύψους 230 εκατ. ευρώ. Πιο ειδικά, καταγράφηκαν εκροές ύψους 400 εκατ. ευρώ από τα μετοχικά εσωτερικού, ενώ υπήρξαν εισροές ύψους 170 εκατ. ευρώ στα μετοχικά εξωτερικού και διεθνή. Οι αποδόσεις στα μετοχικά εσωτερικού ήταν αποκαρδιωτικές καθώς για το σύνολο της αγοράς κινήθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα από την άνοδο του γενικού δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Το 2004 συνεχίστηκε η στροφή των επενδυτών στα μετοχικά εξωτερικού, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί. Ως εκ τούτου οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στη δημιουργία προϊόντων εξωτερικού και στην πώληση έτοιμων προϊόντων μεγάλων διεθνών οίκων.


Το ίδιο χρονικό διάστημα καταγράφηκαν εκροές ύψους 40 εκατ. ευρώ από μεικτά αμοιβαία και εκροές ύψους 610 εκατ. ευρώ από τα αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων, οι οποίες αφορούσαν κυρίως μεταφορά κεφαλαίων από τα διαθεσίμων εσωτερικού. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κατηγορία των διαθεσίμων εσωτερικού αποτελεί σχεδόν το μισό της ελληνικής αγοράς αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς οι τράπεζες οδηγούν τις καταθέσεις των πελατών τους σε προϊόντα της κατηγορίας που επιτυγχάνουν αποδόσεις υψηλότερες των καταθέσεων. Για το 2005 εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν οι εκροές από την κατηγορία καθώς το φορολογικό σύστημα εξισώνει την φορολογία των προθεσμιακών καταθέσεων με αυτή των ρέπος και έτσι αναμένεται φυγή κεφαλαίων από τα διαθεσίμων και τα ρέπος προς τις προθεσμιακές καταθέσεις.