H αύξηση του βασικού επιτοκίου του ευρώ συνολικά κατά μισή μονάδα από τον περασμένο Δεκέμβριο στο 2,5% έχει ήδη ακριβύνει τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Οι δόσεις αναμένεται να συνεχίσουν να ακριβαίνουν στη διάρκεια του 2006 αλλά και το επόμενο έτος, καθώς όλοι τώρα εκτιμούν ότι θα υπάρξουν και νέες αυξήσεις από την EKT. Σε περιόδους κατά τις οποίες τα επιτόκια του ευρώ κινούνται ανοδικά, τα σταθερά προσφέρουν προστασία στους δανειολήπτες, οι οποίοι καλούνται να αλλάξουν νοοτροπία και να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον των ανοδικών επιτοκίων.
Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι στη σημερινή συγκυρία τα δάνεια κυμαινόμενου αρχικά επιτοκίου με ανώτερο όριο αύξησης παρέχουν τη δυνατότητα στους νέους δανειολήπτες να εκμεταλλευθούν τα σχετικά χαμηλά επιτόκια του ευρώ και να γνωρίζουν από την αρχή το ανώτερο επίπεδο στο οποίο μπορεί να φθάσει το επιτόκιό τους. Θεωρούν ότι μετά την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, που δεν θα είναι η τελευταία, καθώς θα υπάρξουν και άλλες, η επιλογή του σταθερού επιτοκίου είναι πλέον συμφέρουσα.
Οσον αφορά όσους έχουν ήδη πάρει δάνειο, οι τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι όσο οι διαφορές μεταξύ σταθερών και κυμαινόμενων επιτοκίων, που σήμερα διαμορφώνονται από 0,5% για τα 3ετή σταθερά επιτόκια ως 1,5% για τα 20ετή σταθερά, παραμένουν στα επίπεδα αυτά, δεν είναι αυτονόητο ότι ο δανειολήπτης θα κερδίσει από τη μετατροπή του κυμαινόμενου σε σταθερό. H διαφορά είναι σημαντική και ο δανειολήπτης καλείται να σταθμίσει κατά πόσο τα επιπλέον χρήματα που πληρώνει στη δόση του σταθερού καλύπτουν το προφίλ του όσον αφορά τον κίνδυνο που θέλει να αναλάβει. Για κάποιον συντηρητικό δανειολήπτη που δεν θέλει να βρεθεί προ εκπλήξεων σε περίπτωση σημαντικής ανόδου των επιτοκίων, τότε το premium που πληρώνει για το σταθερό επιτόκιο καλύπτει τις απαιτήσεις του. Σε διαφορετική περίπτωση, το κυμαινόμενο εξακολουθεί να είναι η καταλληλότερη επιλογή.
H επιλογή λοιπόν εξαρτάται από το πώς θα κινηθούν τα επιτόκια στη συνέχεια. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι δεν θα υπάρξει νέα αύξηση στα επιτόκια του ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2006 και ότι το πολύ να ακολουθήσει άλλη μία στο δεύτερο εξάμηνο, πιθανότατα τον Σεπτέμβριο, για να διαμορφωθούν τα επιτόκια του ευρώ στο 2,75% στο τέλος του έτους. Αυτό είναι το ήπιο σενάριο. Στον αντίποδα, οι εκτιμήσεις άλλων οίκων κάνουν λόγο για συνολική αύξηση επιτοκίων κατά 1,25% και διαμόρφωσή τους στο 3,5% στο τέλος του έτους.
Βασικός στόχος της ΕΚΤ είναι η διατήρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα χαμηλότερα του 2%, κάτι που δεν έχει πετύχει να κάνει τα τελευταία έξι χρόνια. Με τον πληθωρισμό πάνω από το 2% και τους ρυθμούς ανάπτυξης να κυμαίνονται περί το 1,5%, τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια των τελευταίων ετών ευνοούν τον δανεισμό, ο οποίος συντηρεί την κατανάλωση που με τη σειρά της ενισχύει την ανάπτυξη αλλά και τον πληθωρισμό. Με τις εκτιμήσεις για τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ της ευρωζώνης να είναι θετικές, η ΕΚΤ βλέπει με θετικό μάτι την αύξηση των επιτοκίων που θα τη διευκόλυνε στην επίτευξη του στόχου της για πληθωρισμό κάτω από 2%.
Ειδικότερα, όσον αφορά την πορεία των επιτοκίων, η Εθνική Τράπεζα προβλέπει ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε νέα αύξηση κατά 0,25% τον προσεχή Σεπτέμβριο, ανεβάζοντας το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο 2,75% στο τέλος του 2006. Εκτιμά ότι η ανοδική πορεία θα συνεχιστεί και το 2007 προσεγγίζοντας το 3,25% στο τέλος του επόμενου έτους. Με την εκτίμηση αυτή συμφωνούν και αναλυτές μεγάλων διεθνών οίκων, όπως για παράδειγμα η Credit Suisse First Boston, που προβλέπει ταχύτερη άνοδο, με το βασικό επιτόκιο του ευρώ να προσεγγίζει το 3,25% στο τέλος του 2006, ενώ η Merrill Lynch προβλέπει άνοδο κατά 1,25% στο 3,5%. Αντίθετα, η Τράπεζα Πειραιώς εκτιμά ότι η ΕΚΤ το 2006 πιθανόν να προχωρήσει σε ακόμη μία αύξηση το 2006 κατά 0,25 της μονάδας στο 2,75%.
Η Eurobank εκτιμά ότι ο Τρισέ έχει αφήσει ανοικτή την πόρτα για αύξηση των επιτοκίων, ενώ παράλληλα έχει υποβαθμίσει τις προβλέψεις της αγοράς για σημαντική περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων στη διάρκεια του 2006. Οι αγορές, με βάση Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) στο επιτόκιο Euribor, προεξοφλούν αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ στο 2,75% ως το τέλος του πρώτου εξαμήνου και στο 3% ως το τέλος του έτους και 3,25% ως το τέλος του Μαρτίου 2007.



