Το 1951, λίγους μόλις μήνες αφότου έκανε την πρεμιέρα του στο Παρίσι το «Περιμένοντος τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ, οι κινηματογραφικές οθόνες χαιρέτισαν για πρώτη φορά έναν ήρωα ονόματι κύριο Ιλό. Η ταινία, το μαρτυρικό γουίκεντ ενός γάλλου αστού σε κάποια παραλία της Βρετάνης, είχε τον τίτλο «Οι διακοπές του κυρίου Ιλό» και σκηνοθετήθηκε από τον πρωταγωνιστή της στον ρόλο του Ιλό, τον Ζακ Τατί. Οπως ο «Γκοντό» του Μπέκετ, έτσι και «Οι διακοπές του κυρίου Ιλό» του Τατί είναι έργα αντισυμβατικά και πρωτογενή. Και όπως δεν μαθαίνουμε ποτέ τι ακριβώς είναι αυτό που περιμένουν στον «Γκοντό», έτσι ποτέ δεν μαθαίνουμε κάτι ιδιαίτερο για την ιστορία του Ιλό, ενός ήρωα ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να είχε βρει μια θέση στον σουρεαλιστικό κόσμο του Μπέκετ και ο οποίος έμελλε τελικά να εμφανισθεί σε τρεις ακόμη υπέροχες ταινίες: «Ο θείος μου», «Playtime» (που παίζεται από την περασμένη Παρασκευή σε δύο αίθουσες της Αθήνας) και το κύκνειο άσμα του Τατί, το «Traffic», γνωστό στη χώρα μας ως «Ο κύριος Ιλό στο χάος της κυκλοφορίας».


Πολλοί μεγάλοι κωμικοί του κινηματογράφου ταυτίστηκαν με συγκεκριμένες φιγούρες. Ο Τσάρλι Τσάπλιν δεν έπαψε ποτέ να είναι ο παμπόνηρος αλητάκος Σαρλό. Το αγέλαστο, θλιμμένο πρόσωπο του βραχύσωμου Μπάστερ Κίτον ήταν το όπλο του σε πολλές ταινίες που σκηνοθέτησε ο ίδιος. Ο ηγεμονικός βλαξ Χονδρός του Ολιβερ Χάρντι δεν θα μπορούσε ποτέ να επιβιώσει χωρίς τον φοβιτσιάρη αλλά ύπουλο Λιγνό του Σταν Λόρελ. Ο Τζέρι Λούις έγινε αγαπητός ως αθεράπευτος, αφελής γκαφατζής και ο Πίτερ Σέλερς ως αδέξιος αστυνομικός επιθεωρητής Κλουζό.


Ενοχλητικός κώνωψ


Το alter ego του Ζακ Τατί ήταν ο κύριος Ιλό, ένας ψηλόλιγνος, ευγενής κύριος με συγκεκριμένη «στολή»: καπέλο, γκαμπαρντίνα, πίπα (ποτέ αναμμένη), παντελόνια τρουά καρ σαν να έχουν «μπει» στο πλύσιμο και μια ομπρέλα (με την εξαίρεση του φινάλε του «Traffic» στο Αμστερνταμ, ποτέ δεν έχει πέσει σταγόνα βροχής στις ταινίες του Ιλό). Μονίμως έκπληκτος, θαρρείς φοβισμένος από όσα συναντά μπροστά του, ο κύριος Ιλό περισσότερο χορεύει αντί να περπατά, σκοντάφτει, γλιστράει, κάνει επιτόπιες στροφές, λυγίζει μπροστά σαν να χάνει την ισορροπία του, μουρμουρίζει αντί να μιλάει και αφήνει την εντύπωση ότι βρίσκεται τυχαία ανάμεσά μας. Σαν να έχει πλήρη άγνοια για τον κόσμο τούτο, ο κύριος Ιλό είναι ένα τεράστιο ενοχλητικό κουνούπι που δεν ζητάει να το καταλάβουν, που προσπαθεί να εξυπηρετήσει την ώρα που κανένας δεν ζητάει τη βοήθειά του, που μπλέκει διαρκώς σε φασαρίες και παρεξηγήσεις. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον που ζει τα ευτράπελά του εδώ και τώρα. Αλλωστε σε όλες τις ταινίες του ο κύριος Ιλό εμφανίζεται από το πουθενά και ακολουθεί μια αβέβαιη πορεία που δεν βγάζει κάπου συγκεκριμένα. Ο Τατί επιβάλλει μια εντελώς καινούργια αντίληψη του κωμικού, διαμετρικά αντίθετη προς αυτήν της κλασικής κωμωδίας, όπου όλα τα πρόσωπα αντιδρούν υπό την επίδραση των ίδιων παραγόντων.


Η ιδέα για την ταινία


Το 1956, αγνοώντας τις προτάσεις από τον αγγλόφωνο κόσμο και θέλοντας να προστατεύσει την καλλιτεχνική ανεξαρτησία του, ο Ζακ Τατί άρχισε τα γυρίσματα της δεύτερης ταινίας του κυρίου Ιλό «Ο θείος μου», η οποία αποτελεί ένα απολαυστικό σχόλιο για τη «μηχανοκίνητη» κοινωνία της αυτοματοποίησης και των περίεργων εφευρέσεων που είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας, παγιδεύοντας τελικώς τον εφευρέτη τους, τον άνθρωπο. Οργώνοντας τον κόσμο για τις πρεμιέρες της ταινίας και τα φεστιβάλ που τη φιλοξενούσαν, ο Τατί έζησε για λίγο τη ζωή ενός νομάδα περνώντας από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, από τη μία πρωτεύουσα στην άλλη, από το ένα κτίριο στο άλλο. Κάπως έτσι άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του η ιδέα του «Playtime», η σύνοψη του οποίου συντάχθηκε από τον δημιουργό ως εξής: «Μια ομάδα αμερικανίδων κυριών ταξιδεύει με τις Οικονομικές Αερογραμμές ακολουθώντας μια οργανωμένη περιοδεία κατά την οποία θα επισκέπτονται μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ανά ημέρα. Φθάνοντας στο Παρίσι παρατηρούν ότι το αεροδρόμιο είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό της Ρώμης απ’ όπου είχαν αναχωρήσει. Οι δρόμοι είναι ακριβή αντίγραφα αυτών του Αμβούργου και οι λάμπες στους δρόμους κατά περίεργο τρόπο μοιάζουν με αυτές της Νέας Υόρκης. Οι ομοιότητες είναι τέτοιες ώστε, παρά την περιήγησή τους από πόλη σε πόλη, το σκηνικό δεν αλλάζει καθόλου. Οι κινήσεις τους τοποθετούνται σε ένα διεθνές ντεκόρ, το οποίο δεν είναι αποκύημα της φαντασίας αλλά υπάρχει στ’ αλήθεια. Σιγά σιγά θα αρχίσουν να γνωρίζουν κάποιους Γάλλους και έτσι αναπτύσσεται λίγη ανθρώπινη ζεστασιά που τους επιτρέπει να περάσουν ένα 24ωρο με πραγματικούς Παριζιάνους, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και ο κύριος Ιλό».


Για το «Playtime» ο Τατί αφιέρωσε τρία χρόνια από τη ζωή του και τεράστια ποσά. Ενα ντεκόρ χτισμένο εξ ολοκλήρου εκτός στούντιο, μια πόλη που πήρε το παρατσούκλι «Tativille», όπου το μπετόν αρμέ και το τζάμι είναι κυρίαρχα στοιχεία μπροστά στους ανθρώπους-μυρμήγκια. Και όμως αυτή η τόσο φιλόδοξη ταινία υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές αποτυχίες του γαλλικού κινηματογράφου και οδήγησε τον δημιουργό της στη χρεοκοπία. Με τα χρόνια επανεκτιμήθηκε και σήμερα, χάρη στην επίπονη προσπάθεια της εταιρείας «Les films de mon oncle» («Οι ταινίες του θείου μου») που ίδρυσε η κόρη του Τατί Σοφί Τατισέφ, επαναπροβάλλεται σε όλον τον κόσμο σε ρετουσαρισμένη κόπια.


Οι άλλες εμφανίσεις του


«Οι διακοπές του κυρίου Ιλό» (1953)



Ο κύριος Ιλό προσπαθεί να κάνει διακοπές στην ειδυλλιακή Βρετάνη αλλά του είναι αδύνατον!


«Ο θείος μου» (1958)



Το βραβευμένο με Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας σχόλιο του Τατί για την αλλοίωση του ατόμου από τον φθοροποιό μοντερνισμό.


«Ο κύριος Ιλό στο χάος της κυκλοφορίας» (1971)



Στην τελευταία ταινία του ο κύριος Ιλό παλεύει με την αγχωτική κίνηση στους αυτοκινητοδρόμους της Γαλλίας και αποδεικνύεται προφήτης.


Το «Playtime» προβάλλεται από την περασμένη Παρασκευή στις αίθουσες Απόλλων και Αστρον.