Αποχαιρετισμός στον ατίθασο του Χόλιγουντ



Στις 3 του περασμένου Απριλίου ο Μάρλον Μπράντο, ο οποίος προχθές άφησε την τελευταία πνοή του στο Λος Αντζελες, είχε κλείσει τα ογδόντα και η εικόνα του, σε κάθε θεατή που τον είχε θαυμάσει νέο, προκαλούσε πια παράπονο. Ωστόσο η μορφή του Μπράντο στον ρόλο του ατίθασου, ανάγωγου και σεξουαλικού Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Ηλία Καζάν είναι εκείνη που μάλλον θα μείνει σφραγισμένη για πάντα στη μνήμη των περισσότερων πραγματικά πιστών θαυμαστών του.


Ο Κοβάλσκι ήταν ο δεύτερος κινηματογραφικός ρόλος του Μπράντο μετά τον παράλυτο στρατιώτη που έπαιξε στην ταινία «Το κορμί μου σου ανήκει» του Φρεντ Τσίνεμαν. Ηταν τότε, στην εκπνοή της δεκαετίας του 1940, που ο γεννημένος στην Ομαχα της Νεμπράσκα ηθοποιός έκανε την «έκρηξη» αλλάζοντας μια και καλή κάθε «κανόνα» υποκριτικής. Αλλωστε στον Κοβάλσκι του Τενεσί Γουίλιαμς και στον ηθοποιό που τον ενσάρκωσε (κατ’ αρχάς στο θέατρο και πάλι σε σκηνοθεσία Καζάν) οφείλουν τα μέγιστα όχι μόνο οι ηθοποιοί της τότε εποχής (Μοντγκόμερι Κλιφτ, Τζέιμς Ντιν) αλλά και ηθοποιοί μεταγενέστερων γενεών. Ο Αλ Πατσίνο, που έπαιξε τον γιο του Μπράντο στον «Νονό» του Φράνσις Κόπολα, ο Τζακ Νίκολσον με τον οποίο συναντήθηκε στο αντιηρωικό γουέστερν «Οι φυγάδες του Μιζούρι», ο Σον Πεν αλλά και ο Τζόνι Ντεπ.


Επάγγελμα: υδραυλικός


Το παράξενο αλλά και συναρπαστικό με τον Μάρλον Μπράντο είναι ότι κατά βάθος ποτέ δεν πήρε ούτε τον εαυτό του ούτε τη δουλειά του στα σοβαρά. Αυτό φάνηκε τόσο στις κατά καιρούς δηλώσεις του όσο και σε αρκετά σημεία της αυτοβιογραφίας του «Τραγούδια για τη μητέρα μου». Στο κάτω κάτω ο Μπράντο, γιος πωλητή εταιρείας ζωοτροφών (το όνομα της γαλλικής καταγωγής οικογένειάς του ήταν αρχικώς Μπαρντό), είχε δηλώσει ότι «ο ηθοποιός δεν είναι επάγγελμα – ο υδραυλικός είναι». Αποκαλούσε τον εαυτό του μηχανορράφο, πλακατζή, ψεύτη και απατεώνα και στις δεκάδες βιογραφίες που κυκλοφορούν για αυτόν (σύντομα πρόκειται να εκδοθεί ακόμη μία) ξεχωριστή θέση κρατούν τα περιστατικά που αναφέρονται στα τερτίπια και στις παραξενιές του, στη δυσκολία συνεννόησης με συναδέλφους, σκηνοθέτες, τεχνικούς – εν ολίγοις με τους πάντες. Το πιο πρόσφατο περιστατικό που πήρε έκταση από τον Τύπο ήταν στα γυρίσματα της τελευταίας κινηματογραφικής εμφάνισής του, στο «The score». Ο σκηνοθέτης της Φρανκ Οζ ήταν αναγκασμένος να ακούει τον Μπράντο να τον αποκαλεί «Μις Πίγκι», ενώ στα ίδια γυρίσματα, όταν η δημοσιογράφος Πατρίτσια Μπόσγουορθ τον επισκέφθηκε για να συζητήσουν τη βιογραφία που εδώ και χρόνια ετοίμαζε για αυτόν, «έφαγε πόρτα». Αλλωστε ο Μπράντο απεχθανόταν τις συνεντεύξεις.


Ανθρωπος-θύελλα


Από την εποχή της νιότης του, ο Μπράντο (που πρωτόπαιξε στο θέατρο σε ηλικία 20 ετών) ασκούσε με τον δικό του εγωκεντρικό τρόπο εξουσία. Την άσκησε ακόμη και στον πολυαγαπημένο του «Γκατζ», τον Ηλία Καζάν, για τον οποίο είχε πει ότι είναι ο καλύτερος από όλους τους σκηνοθέτες που έχουν συνεργαστεί ποτέ μαζί του. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της φιλμογραφίας του ηθοποιού παραμένει εκείνη στο «Λιμάνι της αγωνίας» του Καζάν, όταν μέσα στο αυτοκίνητο ο Μπράντο λογομαχεί με τον αδελφό του (Ροντ Στάιγκερ). Ετσι όπως τελικά γυρίστηκε, η σκηνή δεν έχει καμία σχέση με αυτό που σκεφτόταν ο Καζάν. Ο Μπράντο επέμενε να παίξει τη σκηνή έτσι όπως ο ίδιος ήθελε, διότι πίστευε ότι η προσέγγιση που ήθελε ο Καζάν δεν είχε πειστικό αποτέλεσμα.


Σε ορισμένες περιπτώσεις οι απαιτήσεις του Μπράντο είχαν δημιουργικά αποτελέσματα· στον «Νονό», για παράδειγμα, ο χαρακτηριστικός τρόπος ομιλίας του οφείλεται στο γεγονός ότι ο ηθοποιός μιλούσε με βαμβάκι στο στόμα. Αλλες φορές όμως γινόταν απλώς αντιπαθής. Ο Ρίτσαρντ Χάρις δεν ανέχθηκε την «ντιβίστικη» συμπεριφορά του στην «Ανταρσία του Μπάουντι» και παραλίγο να χειροδικήσει εναντίον του. Ο Μπράντο απαίτησε την απομάκρυνσή του από τους χώρους γυρισμάτων.


Στους «Φυγάδες του Μιζούρι», ο Μπράντο φρόντισε να σαμποτάρει τα γυρίσματα της ταινίας επειδή πίστευε ότι ο ρόλος του ήταν υποδεέστερος εκείνου του Νίκολσον. Τελικά ο ρόλος του Μπράντο αναβαθμίστηκε ξαναγραφόμενος από την αρχή με πολλές αλλαγές. Τέλος στην «Αποκάλυψη τώρα!» ο Μπράντο παραλίγο να ακυρώσει τη συμφωνία του με τον σκηνοθέτη Φράνσις Κόπολα, να αποδεσμευθεί από την παραγωγή και να μην εμφανιστεί στις Φιλιππίνες όπου η ταινία γυρίστηκε κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.


H παρακμή


Αν η δεκαετία του 1950 θεωρείται η πιο δημιουργική του ηθοποιού καθότι ήταν νέος (το «Βίβα Ζαπάτα» και «Ο ατίθασος» είχαν επίσης μεγάλη επιτυχία), η δεκαετία του 1960 υπήρξε δυσάρεστη για τον Μπράντο, που έβλεπε τη μία αποτυχία να ακολουθεί την άλλη. Οι ερμηνείες σε ταινίες του όπως το φιλοϊνδιάνικο γουέστερν «Απαλούζα», το κοινωνικό δράμα «Καταδίωξη» (αξέχαστη η σκηνή όπου σπάζουν στο ξύλο τον ήρωά του εκεί), η περιπέτεια κατασκοπείας «Μοριτούρι» και το ψυχολογικό δράμα «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» του Τζον Χιούστον (όπου ο Μπράντο παίζει έναν συμπλεγματικό διοικητή στρατοπέδου που δεν μπορεί να κρύψει την ομοφυλοφιλία του) είχαν μεν ενδιαφέρον αλλά δεν μπορούσαν να καλύψουν τις απαιτήσεις του κοινού.


H αναγέννησή του ήρθε στις αρχές της αμέσως επόμενης δεκαετίας, όταν έπαιξε στον «Νονό» (κερδίζοντας ένα δεύτερο Οσκαρ το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει) και στο διάσημο για την πρωτοποριακή σεξουαλικότητά του «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Από τότε εμφανιζόταν αραιά και πού, ενώ προτού ακόμη παίξει στον «Σούπερμαν» (1979) ο Μπράντο δήλωνε ότι εγκαταλείπει τον κινηματογράφο. Στη συνέχεια άρχισε να το δηλώνει όλο και πιο συχνά και ταυτοχρόνως να το… διαψεύδει με μικρές ή μεγάλες εμφανίσεις σε μέτριες ως επί το πλείστον ταινίες («Χριστόφορος Κολόμβος», «Το νησί του δρος Μορό», «Το χρήμα στον λαιμό σου»).


Βασικό κίνητρο για αυτές τις τελευταίες ταινίες του εκκεντρικού ηθοποιού ήταν βεβαίως τα χρέη του, τα οποία είχαν αυξηθεί ιλιγγιωδώς εξαιτίας του σκανδάλου της υπόθεσης δολοφονίας στην οποία είχε εμπλακεί ο γιος του Κρίστιαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Προσφάτως η πρώην οικιακή βοηθός του Κριστίνα Ρουίζ απείλησε να κινήσει εκ νέου δικαστική μάχη υποστηρίζοντας ότι ο Μπράντο έπρεπε να της καταθέσει 82,5 εκατ. ευρώ ως διατροφή.