Ο Φρόιντ είπε κάποτε ότι η ψυχανάλυση επιβλήθηκε ως επιστημονική μέθοδος χάρη στην ενθουσιώδη υποδοχή της από τους Αμερικανούς. Πράγματι, στα χρόνια ανάμεσα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στο κραχ ο φροϊδικός λόγος είχε καταφέρει να εξαλείψει την επίσημη πουριτανική γλώσσα, είχε εισβάλει στην καθημερινότητα των αστών και είχε επιβληθεί στον χώρο της διαφήμισης και των μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο ο ίδιος ο Φρόιντ απεχθανόταν την εκλαϊκευμένη μορφή που έδιναν οι Αμερικανοί στην «επιστήμη» του. «Η ψυχανάλυση» έγραφε «ταιριάζει στους Αμερικανούς όσο ένα λευκό κοστούμι σε ένα μαύρο κοράκι». Αν και την αποδέχτηκαν, ήταν ανίκανοι να την καταλάβουν γιατί διακατέχονταν από τυφλό «οπτιμισμό» και «ευσεβείς πόθους» που τους απομάκρυναν από τα πραγματικά γεγονότα.
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ένα άλλο κίνημα, ο υπαρξισμός, ήρθε να σαρώσει την αμερικανική κουλτούρα και την πνευματική ζωή. Περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας, όπως τα Life, Newsweek και Time αναφέρονταν στις σελίδες τους στον υπαρξισμό, ενώ περιοδικά μόδας όπως τα Vogue και Harper’s Bazaar έκαναν εκτενή αφιερώματα στον Σαρτρ και δημοσίευαν ολοσέλιδες φωτογραφίες του Καμύ σκεπτόμενου. Πάντως τα δημοσιεύματα αυτά έκαναν λόγο περισσότερο για την προσωπικότητα και τον μποέμ τρόπο ζωής των υπαρξιστών και λιγότερο για τον φιλοσοφικό τους στοχασμό. Βέβαια δεν έλειψαν και οι σοβαρές προσπάθειες παρουσίασης του υπαρξισμού – με μεγάλη εμπορική απήχηση -, όπως το βιβλίο του Walter Kaufmann Existentialism: From Dostoevsky to Sartre. Ελάχιστοι ήταν οι φοιτητές τη δεκαετία του 1960 που δεν είχαν εκτεθεί έστω και αποσπασματικά στις ιδέες του υπαρξισμού, ενώ πολλοί Αμερικανοί εκδήλωναν την αντίδρασή τους στον αυξανόμενο κομφορμισμό καπνίζοντας γαλλικά τσιγάρα, φορώντας μαύρα ρούχα και μπερέδες και διαβάζοντας τον Ξένο.
Εκείνοι όμως που αιφνιδιάστηκαν περισσότερο από την απρόσμενη δημοτικότητα του υπαρξισμού ήταν ο Σαρτρ, ο Καμύ και η Μποβουάρ. Οι γάλλοι φιλόσοφοι έκριναν ότι το αμερικανικό έθνος ήταν τόσο αισιόδοξο και τόσο ανέγγιχτο από τραγικά γεγονότα που ήταν αδύνατον να εκτιμήσει μια φιλοσοφία που έφερνε την ανθρωπότητα αντιμέτωπη με τη σπαρακτική μέριμνα για το υπάρχειν και την αγωνία του μηδενός. «Η ιστορία μιας οποιασδήποτε ζωής είναι η ιστορία μιας αποτυχίας» λέει ο Σαρτρ στο Είναι και το Μηδέν και αυτή η διαπίστωση δεν ταίριαζε με την πατροπαράδοτη πίστη στην ικανότητα του ατόμου για αυτοολοκλήρωση και οικονομική ευημερία, πεποιθήσεις που εγγράφονται στο αμερικανικό όνειρο. «Η έννοια του κακού δεν έχει αντίκρισμα στην αμερικανική σκέψη», «δεν υπάρχει πεσιμισμός στην Αμερική σε σχέση με την ανθρώπινη φύση και την κοινωνική δομή» παρατηρούσε ο Σαρτρ το 1950. Αυτή ήταν άλλωστε και η περίοδος όπου η ψυχροπολεμική ιδεολογία βρισκόταν σε τέτοια έξαρση ώστε κάθε φιλομαρξιστική προσέγγιση εκλαμβανόταν ως επίθεση κατά της δημοκρατίας. Η πολιτική άποψη του Σαρτρ περί «τρίτου δρόμου», σύμφωνα με την οποία το σοβιετικό πρότυπο παρά τις ελλείψεις και τις αδυναμίες του εκρίνετο ως απαραίτητο αντιστάθμισμα στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και στις επεκτατικές τάσεις του καπιταλισμού, έκανε τον γάλλο υπαρξιστή να εμφανίζεται στα μάτια μιας μερίδας αμερικανών διανοουμένων ως απολογητής του σταλινισμού.
Αλλά και η Μποβουάρ συμφωνούσε ότι οι Αμερικανοί ήταν τόσο απορροφημένοι από τον ματεριαλισμό τους που σπάνια τους απασχολούσε η εσωτερικότητά τους, συμπληρώνοντας λακωνικά πως δεν έχουν «αίσθηση του αμαρτήματος και της μεταμέλειας». Για τη γαλλίδα φεμινίστρια, οι Αμερικανοί φοβούνται την ελευθερία και φαίνονται απρόθυμοι να δεσμευτούν μέσα στην ιστορία ή, για να χρησιμοποιήσουμε τη χαϊντεγκεριανή ρήση, να αποδεχτούν «το είναι-μέσα-στον-κόσμο». Πιο προσεκτικός στις διατυπώσεις του ήταν ο Καμύ, ο οποίος έτυχε θερμής υποδοχής από τους διανοουμένους της Νέας Υόρκης στη διάρκεια της επίσκεψής του εκεί. Δεν ήταν μόνο η αποστροφή του προς τον σταλινισμό, η αντιστασιακή του δράση, αλλά και η μετριοπαθής προσωπικότητά του που τον έκαναν αγαπητό στους Αμερικανούς. Περισσότερο και από τον Σαρτρ, τον «ηγέτη» του υπαρξισμού, ο Καμύ είχε μια βαθιά επίδραση στην αμερικανική νεολαία που ταυτίστηκε με την επαναστατική στάση του γάλλου διανοητή απέναντι στον παραλογισμό της ύπαρξης. Για τη γενιά που ενηλικιώθηκε το 1960, μια εποχή που σηματοδοτήθηκε τόσο από το κίνημα για ίσα δικαιώματα όσο και από τον πόλεμο του Βιετνάμ, η γενναία και χωρίς υπεκφυγές αντιμετώπιση του παραλόγου ανταποκρινόταν στο αίσθημα αποξένωσης και στον αγώνα των νέων ενάντια στις παραδεγμένες μορφές εξουσίας.
Στάση συνείδησης
Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται ο ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου Τζορτζ Κότκιν, η απήχηση που είχε ο υπαρξισμός στην Αμερική οφείλεται στο γεγονός ότι οι ιδέες του δεν ήταν καθόλου άγνωστες τους Αμερικανούς. Ο υπαρξισμός είναι περισσότερο μια στάση της συνείδησης του ανθρώπου και λιγότερο μια οργανωμένη φιλοσοφική θεώρηση. Πρόκειται για ένα κλίμα, μια ατμόσφαιρα που ενυπάρχει στην πουριτανική Αμερική και στο καλβινιστικό της παρελθόν. Είναι πρόδηλη η συγγένεια του πουριτανού θεολόγου Τζόναθαν Εντουαρντς με τον θρησκευτικό διαλογισμό του Κίρκεγκορ. Εργα της κλασικής αμερικανικής λογοτεχνίας, όπως ο Μόμπι Ντικ, απεικονίζουν έναν κόσμο εγκαταλειμμένο από τον Θεό, ο οποίος (όπως και στη χαϊντεγκεριανή σκέψη) δεν προοιωνίζεται καμιά σωτηρία. Αλλά και συγγραφείς όπως η Ντίκινσον, ο Ο’ Νιλ, ο Στίβεν Κρέιν ή ο Ντάσιελ Χάμετ είναι πνευματικοί πρόγονοι του υπαρξισμού, καθώς στο έργο τους παλεύουν με την τραγικότητα της ύπαρξης, ενώ ακόμη και το χολιγουντιανό φιλμ νουάρ εμπεριέχει ψήγματα υπαρξιακών ιδεών. Στην πραγματικότητα, παρατηρεί ο Κότκιν, «οι γάλλοι υπαρξιστές δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τη βαθύτερη, πιο σκοτεινή όψη του αμερικανικού πνεύματος, η δε άποψη ότι οι Αμερικανοί στερούνται υπαρξιακής αγωνίας είναι παράλογη».
Πώς άλλωστε μπορεί κανείς να λησμονήσει το ειδεχθές γεγονός της δουλείας, τον ρατσισμό και τους αγώνες για φυλετική ισότητα; Ο απανθρωπισμός της ρατσιστικής ιδεολογίας, η στέρηση της ελεύθερης εκλογής και ο αναυθεντικός βίος των μαύρων υπερβαίνουν την αφροαμερικανική εμπειρία και γίνονται μεταφορές της απολεσμένης ανθρώπινης υπόστασης. Γι’ αυτό άλλωστε αφροαμερικανοί συγγραφείς, όπως οι Ελισον και Μπόλντουιν, ένιωσαν να έλκονται από τον υπαρξισμό ενώ άλλοι, όπως ο Ρίτσαρντ Ράιτ, ασπάστηκαν το πρόταγμα του Σαρτρ για καλλιτεχνική στράτευση στην υπεράσπιση της ελευθερίας. Ομοίως, οι αμερικανίδες φεμινίστριες αλλά και το γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα που άνθησε στη μεταπολεμική Αμερική οφείλουν πολλά στον φεμινιστικό υπαρξισμό της Μποβουάρ όπως εκφράστηκε στο Δεύτερο φύλο.
Ποπ κουλτούρα
Η επίδραση του υπαρξισμού στην Αμερική δεν εξαντλείται με το πέρας της ανατρεπτικής δεκαετίας του 1960. Παρά το γεγονός ότι ως φιλοσοφικό κίνημα παραγκωνίστηκε από τον αποδομισμό (με εξαίρεση τον Χάιντεγκερ του οποίου η κρημνώδης και απρόσιτη γλώσσα και η καταγγελία της δικτατορίας της γνώσης και του υποκειμένου αξιοποιήθηκαν από τον Ντεριντά), η παρουσία του υπαρξισμού παραμένει αδιαμφισβήτητη στη σύγχρονη αμερικανική σκέψη και ποπ κουλτούρα. Εξετάζεται η περίπτωση του Γούντι Αλεν, ο οποίος κατασκεύασε το καλλιτεχνικό του προφίλ βασιζόμενος στην υπαρξιακή γλώσσα της αγωνίας και στην αντιπαράθεση με το πεπερασμένο της ύπαρξης και τον Θεό. Αλλά και πιο σύγχρονα κινηματογραφικά παραδείγματα, όπως το American Beauty και το Fight Club, αποδεικνύουν την παρατεταμένη επίδραση του υπαρξισμού στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα. Ο Κότκιν ολοκληρώνει την ιστορική του επισκόπηση αναφερόμενος στο τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου και υποστηρίζοντας ότι τώρα περισσότερο από ποτέ ο υπαρξισμός διεκδικεί την προσοχή των Αμερικανών. Η Αμερική δεν μπορεί πλέον να καλύπτεται πίσω από την ασφάλεια του απομονωτισμού της, πεπεισμένη ότι η παγκόσμια ηγεμονία της είναι αρκετή για να αποτρέψει τους κινδύνους και τις απειλές. Τώρα, και ίσως με τρόπο πιο αποφασιστικό παρά ποτέ, η Αμερική πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεών της, καθώς οι αποφάσεις της δεσμεύουν όλη την ανθρωπότητα. Η σαρτρική φράση «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» εναποθέτει το βάρος της ύπαρξης στην εκλογή, που με τη σειρά της δημιουργεί την ανθρώπινη ιστορία.
Η κυρία Ντόρα Τσιμπούκη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.



