Ο γερμανός πολιτικός Οθων φον Βίσμαρκ, πρωθυπουργός της Πρωσίας και κατόπιν της ενωμένης Γερμανίας, γεννήθηκε στο Σονχάουζεν της Πρωσίας. Ανήκε σε οικογένεια ευγενών της επαρχίας, ήταν δηλαδή Junker κατά την πρωσική ορολογία.


Σπούδασε, χωρίς να διακριθεί, στα Πανεπιστήμια της Γοτίγγης και του Βερολίνου, και αφού υπηρέτησε για ένα διάστημα ως δημόσιος υπάλληλος επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του για να βοηθήσει τον πατέρα του στη διαχείριση των κτημάτων του. Το 1848, όταν ξέσπασαν επαναστάσεις σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, η αντιδραστική ιδεολογία του Βίσμαρκ τον οδήγησε ακόμη και στη σκέψη να οπλίσει τους χωρικούς που είχε στη δούλεψή του, για να πατάξουν τους μισητούς του φιλελεύθερους.


Το 1849 ο Βίσμαρκ εξελέγη μέλος της τοπικής Βουλής της Πρωσίας και το 1851 ο βασιλιάς της Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, ανταμείβοντάς τον για την αφοσίωσή του στη μοναρχία, τον διόρισε αντιπρόσωπο της Πρωσίας στην ομοσπονδιακή γερμανική Βουλή, στη Φραγκφούρτη. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1859, ο Βίσμαρκ τοποθετήθηκε πρεσβευτής της Πρωσίας στην Αγία Πετρούπολη και το 1862 στο Παρίσι.


H επιθυμία του μονάρχη


Στην πρωθυπουργία της Πρωσίας ο Βίσμαρκ κλήθηκε από τον νέο βασιλιά, τον Γουλιέλμο A’, τον Σεπτέμβριο του 1862, με την ελπίδα να του λύσει το πρόβλημα που του δημιουργούσε η φιλελεύθερη πλειοψηφία του κοινοβουλίου αρνούμενη να εγκρίνει προϋπολογισμό με αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες. Εκμεταλλευόμενος νομικό «κενό», ο Βίσμαρκ έλυσε το πρόβλημα κυβερνώντας χωρίς προϋπολογισμό και κατορθώνοντας έτσι να ικανοποιήσει την επιθυμία του μονάρχη.


Κατά την πρώτη περίοδο της πολιτικής σταδιοδρομίας του ο Βίσμαρκ διαπνεόταν από ιδέες στενά εθνικιστικές με επίκεντρο την Πρωσία, η οποία ήταν η ασθενέστερη από τις πέντε μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης. Αλλά η ενδεκάχρονη θητεία του έξω από τα όρια της πατρίδας του, χωρίς να μετριάσει την αντιδραστική νοοτροπία του, διεύρυνε τη σκέψη αλλά και τις φιλοδοξίες του. H ύψιστη επιδίωξη δεν θα ήταν πλέον απλώς η ενίσχυση της θέσης της Πρωσίας αλλά η ένωση των ανεξάρτητων γερμανικών κρατών σε ενιαία μεγάλη δύναμη υπό την ηγεσία της Πρωσίας.


Για την επίτευξη αυτού του σκοπού ο Βίσμαρκ ακολούθησε μεθόδους αδίστακτες, ρεαλιστικές, καιροσκοπικές. Μετέθεσε το βάρος της πολιτικής του στα ευρωπαϊκά ζητήματα, πράγμα που του επέτρεψε παράλληλα να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από τις δυσκολίες που του δημιουργούσε στο εσωτερικό η αυξανόμενη δύναμη της φιλελεύθερης παράταξης. Εχοντας εξασφαλίσει τα ανατολικά σύνορα της Πρωσίας χάρη στην προσέγγισή του με τη Ρωσία, ο Βίσμαρκ επεδίωξε πρώτα να εξουδετερώσει την πανίσχυρη Αυστρία ως γερμανικό κράτος και κατόπιν να εξασφαλίσει για την Πρωσία τον ρόλο της Γαλλίας στη ρύθμιση γενικά των ευρωπαϊκών πραγμάτων. Τρεις πόλεμοι, τους οποίους διεξήγαγε, οδήγησαν τον Βίσμαρκ στο επιθυμητό αποτέλεσμα.


Οι τρεις πόλεμοι


Ο πρώτος πόλεμος έγινε με τη Δανία το 1864, προς χάριν, υποτίθεται, της μεγάλης γερμανικής μειονότητας των Δουκάτων του Σλέσβιγκ και του Χολστάιν, που ήταν ενωμένα μαζί της. H Αυστρία και η Πρωσία συμμάχησαν, νίκησαν τη Δανία και κατέλαβαν η πρώτη το Χολστάιν, η δεύτερη το Σλέσβιγκ.


Το 1866 πρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στο Χολστάιν. H Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στην Πρωσία υποστηριζόμενη και από άλλα γερμανικά κράτη. Υπέστη δεινή ήττα, αλλά όχι ουσιαστικές εδαφικές απώλειες. Οι σύμμαχοί της όμως ενσωματώθηκαν στην Πρωσία. Στο εσωτερικό της Πρωσίας οι συντηρητικοί συγκλονίστηκαν από το θέαμα του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στα δύο γερμανικά κράτη που είχαν αντιταχθεί στη φιλελεύθερη επανάσταση το 1848-1849. Οι φιλελεύθεροι πρόσφεραν την υποστήριξή τους στον Βίσμαρκ βλέποντάς τον να φέρνει πιο κοντά στην πραγματοποίηση το όνειρό τους για την ένωση της Γερμανίας.


Ο τρίτος πόλεμος, το 1870, με αντίπαλο τη Γαλλία, δείχνει παραστατικά πόσο λίγο δίσταζε ο Βίσμαρκ ως προς τα μέσα που θα τον οδηγούσαν στον σκοπό του. Το 1869 ο θρόνος της Ισπανίας προσφέρθηκε στον πρίγκιπα Λεοπόλδο Χοεντσόλερν-Σιγκμαρίνγκεν, εξάδελφο του Γουλιέλμου A´. H Γαλλία, θεωρώντας ότι η άνοδος συγγενούς του Γουλιέλμου στον θρόνο της Ισπανίας θα αποτελούσε περικύκλωσή της, ζήτησε να απορριφθεί η προσφορά, όπως και έγινε. Αλλά ο αυτοκράτοράς της, Ναπολέων Γ´, ήθελε περισσότερα: έστειλε δεύτερη φορά τον πρεσβευτή του στη γερμανική λουτρόπολη Εμς, όπου βρισκόταν ο Γουλιέλμος, και ζήτησε να του υποσχεθεί ο βασιλιάς της Πρωσίας ότι ούτε στο μέλλον θα δεχόταν ποτέ μέλος του οίκου των Χοεντσόλερν το στέμμα της Ισπανίας. Αυτό το αίτημα ο Γουλιέλμος το απέρριψε, αν και πολύ ευγενικά, και ενημέρωσε τον πρωθυπουργό του για τα διαμειφθέντα με τον γάλλο πρεσβευτή, στέλνοντάς του από την Εμς στο Βερολίνο μακροσκελές τηλεγράφημα. Αυτό το μήνυμα, το περίφημο «τηλεγράφημα της Εμς», ο Βίσμαρκ το έκοψε, το έραψε και το έδωσε για δημοσίευση στον Τύπο. Οπως το είχε καταντήσει, το τηλεγράφημα έδειχνε σαν ανάμεσα στον Γουλιέλμο και στον πρεσβευτή να είχαν ανταλλαγεί βαριές προσβολές οι οποίες αντανακλούσαν στις δύο χώρες. Το τρωθέν γαλλικό φιλότιμο οδήγησε τον Ναπολέοντα Γ´ να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Πρωσίας τον Ιούλιο του 1870. H Γαλλία ηττήθηκε στη μάχη του Σεντάν τον Σεπτέμβριο, και ο Ναπολέων συνελήφθη αιχμάλωτος. Τον Ιανουάριο του 1871, στις Βερσαλλίες, αποφασίστηκε η ένωση των γερμανικών κρατών σε ένα, τη Γερμανική Αυτοκρατορία, με καγκελάριο τον Βίσμαρκ.


Καθολικοί και σοσιαλιστές


Ως αυτοκρατορικός καγκελάριος ο Βίσμαρκ κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή διπλωματία επί 19 χρόνια. Μη επιθυμώντας να διαταραχθεί η τάξη την οποία ο ίδιος είχε δημιουργήσει, έθεσε πλέον ως προτεραιότητά του τη διαφύλαξη της ειρήνης. Για να αποκατασταθεί η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα σε Ρωσία, Αυστρία και Αγγλία, ο Βίσμαρκ προήδρευσε του Συνεδρίου του Βερολίνου το 1878. Εμπόδισε τη Γαλλία να προκαλέσει πόλεμο εκδίκησης μέσω συστήματος συμμαχιών, πρώτα της Ενωσης των Τριών Αυτοκρατόρων (Dreikaiserbund) με τη Ρωσία και την Αυστρία, ύστερα της Τριπλής Συμμαχίας με την Αυστρία και την Ιταλία. Εκτός από τη σύντομη περίοδο του 1878-1879 διατήρησε φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία, οι οποίες κορυφώθηκαν το 1887 με την υπογραφή σχετικής συνθήκης.


Στο εσωτερικό η πολιτική του Βίσμαρκ δεν υπήρξε εξίσου επιτυχής. Το 1871 ιδρύθηκε το ρωμαιοκαθολικό Κόμμα του Κέντρου με σκοπό να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των καθολικών απέναντι στην προτεσταντική πολιτική του Βίσμαρκ. Ο Βίσμαρκ ανησύχησε από την εμφάνιση του νέου αυτού πολιτικού αντιπάλου και έλαβε καταπιεστικά μέτρα κατά των καθολικών. H διαμάχη που ακολούθησε ανάμεσα στον Βίσμαρκ και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, γνωστή ως Kulturkampf, κράτησε σχεδόν μία εικοσαετία.


Ακόμη πιο επικίνδυνους εχθρούς του θεωρούσε ο Βίσμαρκ τους σοσιαλιστές, στους οποίους συχνά αναφερόταν με βαρείς χαρακτηρισμούς. Αφού απέτυχε μία φορά να θέσει εκτός νόμου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, η δύναμη του οποίου στο κοινοβούλιο αυξανόταν διαρκώς, τη δεύτερη, το 1878, το κατόρθωσε, και το μέτρο αυτό ανανεώθηκε ως το 1890.


Οι εκλογές του 1890 υπήρξαν πανωλεθρία για τον Βίσμαρκ. Το Κέντρο, οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Προοδευτικοί, τα κόμματα που ο Βίσμαρκ τα είχε χαρακτηρίσει εχθρούς της Αυτοκρατορίας, κέρδισαν πάνω από τις μισές έδρες στη Βουλή. Επικαλούμενος διαφωνίες τους στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική, ο νέος αυτοκράτορας Γουλιέλμος B΄ εξανάγκασε τον Βίσμαρκ να παραιτηθεί. Στα οκτώ χρόνια που του απέμεναν να ζήσει ο Βίσμαρκ άσκησε δριμεία κριτική κατά των διαδόχων του και έγραψε τα απομνημονεύματά του, τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ