Οι Πόλεμοι του Οπίου και οι Ετεροβαρείς Συνθήκες 1842-1901


Την 1η Ιουλίου 1997 η Μεγάλη Βρετανία απέδωσε με κάθε επισημότητα στην Κίνα το Χονγκ Κονγκ, την αποικία που είχε αποκτήσει ως λάφυρο του πιο βρωμερού πολέμου της παγκόσμιας ιστορίας.


Στα μέσα του 18ου αιώνα τα κέρδη της διαβόητης βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, η οποία είχε ιδρυθεί στις 31 Δεκεμβρίου του 1600 με βασιλικό διάταγμα, άρχισαν να μειώνονται δραματικά. Αρχικά η Εταιρεία είχε το εμπορικό μονοπώλιο της Μεγάλης Βρετανίας με την Ανατολική και τη Νοτιοανατολική Ασία αλλά σταδιακά μετατράπηκε σε ημιεπίσημο κλάδο της βρετανικής κυβέρνησης στην Ινδία, στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε την απόλυτη κυριαρχία. Διαθέτοντας 150.000 στρατό μπορούσε να επιβάλλει στους τοπικούς άρχοντες τις θελήσεις της. Στα τέλη όμως του 18ου αιώνα η Εταιρεία άρχισε να κινδυνεύει να χρεοκοπήσει. Οι νόμοι του «ελεύθερου εμπορίου» και οι βαρείς φόροι που είχε επιβάλει στην Ινδία καταστρέφοντας την ντόπια υφαντουργία δεν έφερναν πλέον το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Επίσης το εμπόριο με την Κίνα είχε αποβεί προς όφελος της Κίνας και όχι της Βρετανίας. Από τη μία η Ουράνια Αυτοκρατορία δεν καταδεχόταν να αγοράσει τα ευτελή προϊόντα των «βαρβάρων από τη Δύση» και από την άλλη το τσάι, οι πορσελάνες και το μετάξι είχαν μεγάλη ζήτηση στην Ευρώπη.


30.000 καλάθια όπιο


Για να προστατευθούν από αυτή την «αδικία» οι ιθύνοντες της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών αύξησαν την παραγωγή οπίου στις Ινδίες με την πρόθεση να προσφέρουν αφειδώς το «αγαθό» αυτό στην Κίνα. Το πρώτο μεγάλο φορτίο οπίου από την Ινδία έφθασε στην Καντόνα, το μοναδικό λιμάνι της Κίνας όπου επιτρεπόταν το εμπόριο με ξένους, το 1781. Οι Κινέζοι όμως, οι οποίοι γνώριζαν το όπιο αλλά το χρησιμοποιούσαν μόνο ως φάρμακο, δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον και έτσι το πλοίο αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ινδία με άθικτο το φορτίο του.


Οι Αγγλοι ωστόσο ήταν αποφασισμένοι να εξαγάγουν τη θανατερή πραμάτεια τους στην τεράστια αγορά της Κίνας. H μέθοδος που υιοθετήθηκε ήταν απλή και αποτελεσματική: μικρές ποσότητες οπίου άρχισαν να μπαίνουν και να διακινούνται στην Κίνα από δίκτυο λαθρεμπόρων δημιουργώντας σιγά σιγά μια πελατεία ναρκομανών η οποία όλο και διογκωνόταν. Στις επόμενες δεκαετίες οι ποσότητες του οπίου που έμπαιναν λαθραία στην Κίνα – με τη βοήθεια διεφθαρμένων πλέον δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι έκλειναν ευχαρίστως τα μάτια αποδεχόμενοι τα αγγλικά «φιλοδωρήματα» – αυξήθηκαν θεαματικά σώζοντας την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών από τη χρεοκοπία και κάνοντας πανευτυχή την κυβέρνηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για τη νέα πηγή συσσώρευσης πλούτου.


Ετσι το 1836 η ποσότητα του εισαγόμενου οπίου από την Ινδία στην Κίνα ξεπερνούσε πλέον τα 30.000 καλάθια τον χρόνο (ένα καλάθι περιείχε γύρω στα 70 κιλά όπιο), ποσότητα η οποία έφθανε για να κρατάει ευτυχισμένους πάνω από 12.000 ναρκομανείς.


Με τον τρόπο αυτόν οι Βρετανοί έφεραν την προσδοκώμενη ισορροπία στο εμπορικό τους ισοζύγιο: το ασήμι που πλήρωναν στους Κινέζους για να αγοράσουν τσάι, πορσελάνες και μετάξι – οι Κινέζοι συναλλάσσονταν μόνο με ράβδους αργύρου – επέστρεφε στα θησαυροφυλάκια της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών από τις πωλήσεις οπίου.


Αποτοξίνωση στην Καντόνα


H κατάσταση στην Κίνα είχε γίνει πλέον τραγική. Ο αυτοκράτορας Τάο-Κουάνγκ αποφάσισε να δράσει. Τον Οκτώβριο του 1838 ο αυτοκράτορας κάλεσε στα Ανάκτορα του Πεκίνου τον Λιν Τσε-Χσου, κυβερνήτη της επαρχίας Χου-Χουάνγκ, ο οποίος είχε τη φήμη του αδέκαστου – το προσωνύμιο του ήταν «Καθαρός ουρανός» – και αποτελεσματικού κρατικού λειτουργού, και αφού τον διόρισε αυτοκρατορικό επίτροπο, του ανέθεσε να πατάξει το εμπόριο οπίου στην Ουράνια Αυτοκρατορία του.


Ο επίτροπος Λιν ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον του οπίου από την Καντόνα όπου έστησε το αρχηγείο του. Αφού μελέτησε την κατάσταση σαν συνετός και μεθοδικός που ήταν, ο Λιν στις 10 Μαρτίου 1839 έβγαλε μια ανακοίνωση με την οποία απαγόρευε το εμπόριο και τη χρήση του οπίου και άρχισε να συλλαμβάνει εμπόρους και χρήστες. Μάλιστα αρκετούς από τους συλληφθέντες, ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, τους εκτέλεσε διά στραγγαλισμού προς παραδειγματισμό.


Οι προσπάθειες του Λιν να ξεριζώσει τον δαίμονα του οπίου από τη χώρα του δεν σταμάτησαν εδώ. Αφού συμβουλεύτηκε τους ντόπιους γιατρούς, ο επίτροπος δημιούργησε στην Καντόνα ένα κέντρο αποτοξίνωσης όπου, με το δέλεαρ της αμνηστίας, προσπάθησε να εντάξει σε θεραπευτικό πρόγραμμα όσο περισσότερους οπιομανείς μπορούσε. Απαντώντας σε εκείνους που υποστήριζαν ότι το κάπνισμα του οπίου είναι μια συνήθεια από την οποία δεν μπορεί να απελευθερωθεί κανείς, ο Λιν διηγιόταν την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος ύστερα από 30 χρόνια που κάπνιζε «μία ουγκιά όπιο την ημέρα» αποφάσισε να το κόψει και τα κατάφερε. «Τα μάγουλα του ανθρώπου άρχισαν να φουσκώνουν και η δύναμη να επανέρχεται στα μέλη του» έλεγε στους δύσπιστους.


Το επόμενο βήμα του Λιν ήταν να πατάξει τους ξένους λαθρεμπόρους οπίου. Ηξερε ότι στην Κίνα η καλλιέργεια του οπίου ήταν ελάχιστη και ότι οι μεγάλες ποσότητες που κατέκλυζαν πλέον την κινεζική επικράτεια προέρχονταν από την υπό βρετανική κατοχή Ινδία. Ο Λιν είχε πληροφορηθεί ότι το όπιο το μετέφεραν μεγάλα εμπορικά βρετανικά καράβια μαζί με άλλα νόμιμα εμπορεύματα. Το όπιο ξεφορτωνόταν στο νησί Λιντίν έξω από τον Κόλπο της Καντόνας και τα καράβια συνέχιζαν το ταξίδι τους αναπλέοντας τους ποταμούς που σχηματίζουν το Δέλτα της Καντόνας για να πουλήσουν τη νόμιμη πραμάτεια τους στα γύρω χωριά και να αγοράσουν τσάι και μετάξι.


Με τις πληροφορίες αυτές ο επίτροπος έκανε την πολύ απλή σκέψη: Αν κατόρθωνε να εμποδίσει τους ξένους εμπόρους να διαθέτουν το ναρκωτικό στην Κίνα, το πρόβλημα του εθισμού θα εξαλειφόταν. Αρχικά ο Λιν διαμήνυσε στα ξένα πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Καντόνας να του παραδώσουν όλα τα φορτία οπίου που είχαν καθώς και όλο το όπιο που είχαν αποθηκεύσει στο νησί Λιντίν. Επίσης ζήτησε από τους πλοιάρχους τους να υποσχεθούν ενυπόγραφα ότι δεν θα ξαναφέρουν ποτέ πια όπιο στην Κίνα. Τους απείλησε μάλιστα ότι αν παραβούν αυτές τις εντολές η τιμωρία θα ήταν ο θάνατος.


Ο Λιν έδωσε στα εμπορικά πλοία τρεις ημέρες διορία για να ανταποκριθούν στις εντολές του αλλά τα πληρώματα θεώρησαν το όλο περιστατικό μάλλον καλαμπούρι και δεν αντέδρασαν. Τότε, στις 25 Μαρτίου, κάνοντας μια επίδειξη της σοβαρότητας των προθέσεών του, ο Λιν απέκλεισε με στρατό και με πλοία την αποβίβαση των πληρωμάτων των ξένων πλοίων στην Καντόνα ενώ ταυτόχρονα εμπόδισε την πρόσβαση των ντόπιων προς τις αποβάθρες και τις αποθήκες του λιμανιού που χρησιμοποιούσαν οι ξένοι.


Το Πνεύμα της Θάλασσας


Υστερα από δύο ημέρες, στις 27 Μαρτίου 1839, οι βρετανοί έμποροι συμφώνησαν να παραδώσουν το όπιο που είχαν στην κατοχή τους και που σίγουρα δεν ήταν λίγο: ο Λιν κατάσχεσε γύρω στον ενάμιση τόνο κατεργασμένο όπιο. H τεράστια αυτή ποσότητα δεν ήταν εύκολο να καταστραφεί. Τότε ο Λιν, αφού συμβουλεύτηκε και πάλι τους ντόπιους επιστήμονες – μηχανικούς και χημικούς -, έβαλε να σκάψουν βαθιά χαντάκια που ξεκινούσαν από τις όχθες των ποταμών και κατέληγαν στη θάλασσα. Μέσα σε αυτά τα χαντάκια άδειασε τα καλάθια με το όπιο και από πάνω έριξε ασβέστη και αλάτι. Στις 3 Ιουνίου 1839 ο επίτροπος Λιν, αφού απευθύνθηκε στο Πνεύμα της Θάλασσας της Νότιας Κίνας και το παρακάλεσε «να λιώσει το όπιο και να το διοχετεύσει προς τον μεγάλο ωκεανό» και αφού συνέστησε στα πλάσματα της θάλασσας να κρυφτούν στα πιο βαθιά νερά «για να μη μολυνθούν», διοχέτευσε νερό από τα ποτάμια στα αυλάκια και το όπιο, «βράζοντας» με τον ασβέστη και το νερό, ξεπλύθηκε στη θάλασσα. Ολη αυτή η τελετουργία συνεχίστηκε δύο ολόκληρες εβδομάδες και ο επίτροπος Λιν πίστεψε ότι είχε καταστρέψει τον δαίμονα του οπίου. Το ίδιο πίστεψε και ο αυτοκράτορας, ο οποίος συνεχάρη θερμά τον επίτροπό του.


Το γεγονός ότι οι Βρετανοί παρέδωσαν μια μεγάλη ποσότητα οπίου στον επίτροπο Λιν δεν σήμαινε φυσικά πως θα εγκατέλειπαν αμαχητί τη χήνα με τα χρυσά αβγά που είχαν βρει. Τα μηνύματα που έφθασαν στο βρετανικό κοινοβούλιο ήταν ότι οι Κινέζοι είχαν εμποδίσει με τρόπο ανάρμοστο τη διεξαγωγή του περίφημου «ελεύθερου εμπορίου» και ότι υποχρέωναν τους βρετανούς ναυτικούς και εμπόρους να υποκύπτουν σε παράλογους νόμους.


Ο Αλβέρτος διασκεδάζει


Προς στιγμήν ο Λιν πίστεψε ότι είχε σχεδόν λύσει το πρόβλημα της εισαγωγής οπίου στην Κίνα αλλά έκανε μεγάλο λάθος. Βρετανικά εμπορικά πλοία εξακολουθούσαν να παραμένουν αγκυροβολημένα κοντά στο νησί Χονγκ Κονγκ. Στις 12 Ιουλίου 1839 μια ομάδα μεθυσμένοι βρετανοί ναύτες που είχαν βγει στο Καουλούν, χωριό της ομώνυμης χερσονήσου απέναντι από το νησί Χονγκ Κονγκ, σκότωσε έναν Κινέζο. Ο επίτροπος Λιν ζήτησε από τους Βρετανούς να του παραδώσουν τους ενόχους για να τους δικάσει αλλά η απάντηση ήταν πως οι βρετανοί ναυτικοί θα δικαστούν από βρετανικά δικαστήρια όταν επιστέψουν στη Βρετανία. Θυμωμένος ο επίτροπος Λιν απαγόρευσε τον ανεφοδιασμό των βρετανικών πλοίων με ρύζι, τσάι, κρέας, λαχανικά και πόσιμο νερό πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα απαλλασσόταν από αυτούς τους ενοχλητικούς και άξεστους ξένους ναυτικούς.


Ωστόσο λίγες ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου, ο Λιν έμαθε ότι στο Χονγκ Κονγκ είχαν προστεθεί στα εμπορικά πλοία και 28 φρεγάτες του βρετανικού πολεμικού ναυτικού. H είδηση δεν θορύβησε ιδιαίτερα τον κινέζο επίτροπο. Θεωρούσε ότι τα δικά του πολεμικά πλοία ήταν σαφώς ανώτερα από εκείνα των ξένων. Μήπως τα κινεζικά υφαντά ή τα κεραμικά δεν ήταν ανώτερα; Γιατί τα κινεζικά πλοία να υστερούν; Εγραψε μάλιστα και επιστολή προς τη βασίλισσα Βικτωρία όπου τη συμβούλευε να λάβει μέτρα εναντίον των κακών εμπόρων που ήθελαν να πλουτίσουν πουλώντας όπιο. H επιστολή παραδόθηκε σε κάποιον άγγλο αξιωματικό και, όπως φαίνεται, δεν έφθασε ποτέ στον προορισμό της. Αλλά και να διάβαζε την επιστολή του Λιν η 20χρονη τότε βασίλισσα είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα καταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσε ο σοφός Κινέζος. Αλλωστε, όταν δύο χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη του Νανκίνγκ η Αγγλία πήρε το Χονγκ Κονγκ, η νεαρή βασίλισσα έγραφε στον αγαπημένο θείο της Λεοπόλδο του Βελγίου ότι ο σύζυγός της Αλβέρτος «διασκέδασε τρομερά με το ότι πήρα το νησί του Χονγκ Κονγκ».


Είτε από έπαρση είτε από έλλειψη σωστής πληροφόρησης ο Λιν βρέθηκε σε δεινή θέση όταν οι Βρετανοί άρχισαν να βυθίζουν τα κινεζικά πλοία στην προσπάθειά τους να πλησιάσουν τις ακτές της ηπειρωτικής Νότιας Κίνας για να ανεφοδιαστούν με τρόφιμα και νερό και για να συνεχίσουν το παράνομο εμπόριό τους. Ο Λιν αύξησε τις δυνάμεις που φύλαγαν τα παράλια της Καντόνας. Στις αρχές Ιουνίου 1840 όμως, ύστερα από έγκριση του βρετανικού κοινοβουλίου, κατέφθασαν από τη Σιγκαπούρη 20 πλήρως εξοπλισμένα πολεμικά πλοία και 4.000 στρατιώτες (Σκωτσέζοι, Ιρλανδοί και Ινδοί). Λέγεται μάλιστα ότι η βασίλισσα Βικτωρία, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, «είχε κατανοήσει πλήρως την αναγκαιότητα αυτού του πολέμου».


H αναμέτρηση ήταν εντελώς άνιση. Οι Βρετανοί συντρίβοντας τις κινεζικές δυνάμεις κατέλαβαν διάφορα στρατηγικά σημεία. Στις 21 Αυγούστου 1840 ο αυτοκράτορας Τάο-Κουάνγκ καθαίρεσε τον Λιν από το αξίωμά του ρίχνοντάς του την ευθύνη για την επέλαση των Βρετανών: «Προκάλεσες αυτόν τον πόλεμο από υπέρμετρο ζήλο» του είπε και τον αντικατέστησε με τον Τσ’ι-Γινγκ, άνθρωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του. Εκεί όπου είχαν φθάσει τα πράγματα, ο κινέζος αυτοκράτορας ζήτησε από τους Βρετανούς να αρχίσουν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ενώ όμως διαρκούσαν οι συνομιλίες οι Βρετανοί κατέλαβαν το Χονγκ Κονγκ και το χρησιμοποιούσαν ως ναύσταθμο. Ο εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης Χένρι Πότιντζερ αντί να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις προτίμησε να επιτεθεί και να καταλάβει πρώτα το Αμόι (1841) και τη Σανγκάη (1842) και ύστερα να τραβήξει προς την ενδοχώρα και το Νανκίνγκ, πρωτεύουσα της Κίνας ως το 1450 και σπουδαίο λιμάνι στον ποταμό Γιανγκτσέ.


H Συνθήκη του Νανκίνγκ


Στις 29 Αυγούστου 1842 οι εκπρόσωποι του κινέζου αυτοκράτορα και της βρετανικής κυβέρνησης υπέγραψαν τη Συνθήκη του Νανκίνγκ, την πρώτη από μια σειρά ετεροβαρείς συνθήκες που εξαναγκάστηκε να υπογράψει η Κίνα παραδίδοντας πολλά από τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε δυτικές δυνάμεις για τα επόμενα περίπου 150 χρόνια. Με τη συνθήκη αυτή τερματίστηκε ο Πρώτος Πόλεμος του Οπίου.


H Συνθήκη του Νανκίνγκ υπογράφτηκε πάνω στο βρετανικό πολεμικό πλοίο Cornwallis. Εκπρόσωπος της Κίνας ήταν ο Τσ’ι-Γινγκ, διοικητής της Καντόνας, φίλος και στενός συνεργάτης του αυτοκράτορα Τάο-Κουάνγκ, και της Βρετανίας ο Χένρι Πότιντζερ. Τα 13 άρθρα της Συνθήκης προέβλεπαν μεταξύ άλλων τη διατήρηση της ειρήνης ανάμεσα στις δύο χώρες, το άνοιγμα των λιμένων της Καντόνας, του Αμόι, του Φουτάου, του Νινγκ-Πο και της Σανγκάης στο ελεύθερο εμπόριο – άρα και στο εμπόριο του οπίου -, και το δικαίωμα εγκατάστασης βρετανών υπηκόων και βρετανικών προξενικών αρχών για την προάσπιση των δικαιωμάτων των Βρετανών, την εκχώρηση της νήσου Χονγκ Κονγκ στη Μεγάλη Βρετανία.


H Κίνα υποχρεωνόταν να πληρώσει 21 εκατ. τάελ ασήμι (τάελ = κινεζική μονάδα βάρους) για πολεμικές αποζημιώσεις καθώς και για την καταστροφή του οπίου που είχε κατάσχει ο επίτροπος Λιν.


Τα όρνεα πληθαίνουν


Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Νανκίνγκ το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Πρωσία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ζήτησαν να ιδρύσουν και αυτές προξενεία στην Κίνα. Οι ατραποί για την πλήρη άλωση της Ουράνιας Αυτοκρατορίας από τους Δυτικούς είχαν διανοιχθεί.


H Συνθήκη του Νανκίνγκ ακολουθήθηκε από τη Συμπληρωματική Συνθήκη του Μπογκουέ (8 Οκτωβρίου 1843) με την οποία οι βρετανοί υπήκοοι που βρίσκονταν στην Κίνα θα υπάγονταν στο εξής στη δικαιοδοσία των προξενικών αρχών της χώρας τους και όχι στους νόμους της Κίνας. Τα επόμενα χρόνια παρόμοιες συμφωνίες πέτυχαν και άλλες δυτικές χώρες, όπως τη Συνθήκη της Γουανγκία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Συνθήκη της Βαμπόα με τη Γαλλία (και οι δύο το 1844). Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Δυτικοί μπορούσαν πλέον να συμπεριφέρονται «σαν στο σπίτι τους», τουλάχιστον στα πέντε λιμάνια που είχαν κερδίσει μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου: είχαν επιτύχει ανεξάρτητο διοικητικό, νομικό, δικαστικό και φορολογικό καθεστώς.


Το επεισόδιο του «Βέλους»


Μολονότι το λιμάνι και η πόλη της Καντόνας με τη συνθήκη του Νανκίνγκ «άνοιξε» για τους Βρετανούς, οι κάτοικοι αρνούνταν να αφήσουν τους «βάρβαρους ξένους» να μπουν μέσα από τα τείχη της οχυρωμένης πόλης τους. Ξέσπασαν ταραχές και, παρά την υπόσχεση του Πεκίνου ότι οι Βρετανοί θα μπορούσαν να μπουν μέσα στην Καντόνα από το 1849, η αντίδραση των κατοίκων συνεχίστηκε. Ανίσχυρος να επιβάλει την τάξη ο Τσ’ι-Γινγκ ανεκλήθη από τον αυτοκράτορα και στη θέση του τοποθετήθηκε ο περισσότερο δραστήριος Χσου Κουάνγκ-Τσιν.


H αφορμή για τον Δεύτερο Πόλεμο του Οπίου δόθηκε με το επεισόδιο του «Βέλους». Στην τεταμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Καντόνα τον Οκτώβριο του 1856 οι αστυνομικές αρχές της πόλης συνέλαβαν το πλήρωμα του «Βέλους», ενός πλοίου το οποίο ήταν υπό βρετανική σημαία αλλά ανήκε σε Κινέζους, με την κατηγορία της πειρατείας και του λαθρεμπορίου οπίου. H αντίδραση του βρετανικού πολεμικού στόλου, ο οποίος βρισκόταν στο Χονγκ Κονγκ, ήταν άμεση. Κατέφθασε στην Καντόνα όπου βρήκε βοήθεια και από τους Γάλλους οι οποίοι διαμαρτύρονταν για την εκτέλεση από τις αρχές ενός δικού τους ιεραποστόλου. Οι ενωμένες αγγλογαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην Καντόνα, την οποία κατέλαβαν στα τέλη του 1857, και αφήνοντας τα παράλια και τα λιμάνια συνέχισαν την προέλασή τους στην κινεζική ενδοχώρα προς Βορρά. Τον Μάρτιο του 1858 κυρίευσαν το φρούριο Τα-κου κοντά στο Τιεντσίν και μπήκαν στην πόλη.


Οι αυτοκρατορικές δυνάμεις, εξασθενημένες και από τις ενδοκινεζικές ταραχές, όπως η εξέγερση του Ταϊπίνγκ (1851-1864), αναγκάστηκαν να υποκύψουν στις απαιτήσεις των Αγγλογάλλων. Εξάλλου οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί εκμεταλλεύθηκαν, μέσω της διπλωματίας τους, την κατάσταση για να αποκτήσουν και αυτοί μεγαλύτερα προνόμια. Ετσι η Συνθήκη του Τιεντσίν που υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1858 αφορούσε τα συμφέροντα όχι μόνο των Βρετανών και των Γάλλων αλλά και των Ρώσων και των Αμερικανών. Μεταξύ άλλων η συνθήκη αυτή διασφάλιζε την εγκατάσταση ξένων διπλωματικών αποστολών στο Πεκίνο και την ελευθερία των χριστιανών ιεραποστόλων να διαδίδουν την πίστη τους. Επίσης το εμπόριο οπίου γινόταν πλέον νόμιμο.


Φωτιά στα Θερινά Ανάκτορα


Φεύγοντας όμως από το Τιεντσίν για να πάνε στο Πεκίνο να επικυρώσουν τη συνθήκη, οι ξένοι εκπρόσωποι δέχθηκαν επίθεση από το φρούριο Τα-κου επειδή ο αυτοκράτορας είχε αλλάξει γνώμη και δεν ήθελε να επικυρώσει τη συνθήκη. Τότε οι Αγγλογάλλοι επιτέθηκαν στο Πεκίνο και έκαψαν τα περίφημα Θερινά Ανάκτορα, ανέτρεψαν τον αυτοκράτορα Χσιαν-Φουνγκ και έκαναν τις διαπραγματεύσεις τους με τον νεότερο αδελφό του, τον Κουνγκ Τσ’ιν-Γουάνγκ, πετυχαίνοντας ακόμη περισσότερες παραχωρήσεις από την Κίνα όχι μόνο προς τους Αγγλογάλλους αλλά και προς τους Ρώσους και τους Αμερικανούς.


Με τη Συνθήκη του Πεκίνου (Νοέμβριος 1860) η Κίνα εκχώρησε στη Μεγάλη Βρετανία μέρος της ηπειρωτικής επικράτειάς της, τη χερσόνησο του Καουλούν, απέναντι από το Χονγκ Κονγκ.


Οι Ετεροβαρείς Συνθήκες συνεχίστηκαν με μια δεύτερη Συνθήκη του Τιεντσίν, το 1885, με την οποία τερματίστηκε ο σινογαλλικός πόλεμος και η Γαλλία κέρδισε το Ανάμ, και με τη Συνθήκη του Σιμονοσέκι, το 1895, με την οποία η Κίνα, μετά τον σινοϊαπωνικό πόλεμο, εκχώρησε στην Ιαπωνία την Ταϊβάν και τα νησιά Πεσκαδόρες, αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Κορέας και παρέδωσε και άλλα κινεζικά λιμάνια στα χέρια των Δυτικών και των Ιαπώνων. Επίσης οι Ιάπωνες είχαν πλέον το δικαίωμα να εγκαθιστούν και να εκμεταλλεύονται βιομηχανίες σε κινεζικό έδαφος. Τέλος, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια της Κίνας να απαλλαγεί από τους ξένους δυνάστες της κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης των Μπόξερ, η Ουράνια Αυτοκρατορία υπέγραψε το Πρωτόκολλο των Μπόξερ (1901) και αποδέχθηκε να σταθμεύουν ξένες στρατιωτικές δυνάμεις σε στρατηγικά σημεία από το Πεκίνο ως τα παράλια.


Με το πρόσχημα ότι χρειαζόταν μεγαλύτερη έκταση για να προστατέψει την αποικία της στο Χονγκ Κονγκ, η Βρετανία ζήτησε το 1898 από την Κίνα να της ενοικιάσει μια περιοχή γύρω στα 1.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα στο βόρειο μέρος της χερσονήσου Καουλούν. H Κίνα, που σπαρασσόταν ανάμεσα στις «σφαίρες επιρροής» των δυτικών δυνάμεων και της Ιαπωνίας, δεν μπορούσε να αρνηθεί. H ενοικίαση των «Νέων Εδαφών» επικυρώθηκε με τη Δεύτερη Συνθήκη του Πεκίνου τον Ιούνιο του 1898, άρχισε την 1η Ιουλίου 1898 και έληξε την 1η Ιουλίου 1997.


H υπογραφή αυτών των συνθηκών παρέδωσε την Κίνα βορά στην απληστία των Δυτικών. Οι έμποροι από τη Δύση κατέκλυσαν την απέραντη χώρα προσφέροντας φθηνότερα – και χειρότερης ποιότητας – υφάσματα, λάμπες και κηροζίνη, τσιγάρα και φυσικά όπιο. Πολύ γρήγορα το πανάρχαιο σύστημα της Κίνας κατέρρευσε, αφού η ραχοκοκαλιά του, η αγροτική οικονομία, που κρατούσε τον κινεζικό πολιτισμό αναλλοίωτο επί χιλιάδες χρόνια, διαλύθηκε. Οι επηρμένοι μανδαρίνοι και οι διάφοροι αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής Αυλής φάνηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν έναν εχθρό τον οποίο δεν γνώριζαν ούτε έκαναν τον κόπο να μάθουν. Οι γνώσεις τους περιορίζονταν στα όσα μπορούσαν να τους διδάξουν τα κείμενα των λογίων της ιστορίας τους. Τα διδάγματα του Κομφούκιου δεν μπορούσαν να τους δώσουν λύσεις. Περιχαρακωμένοι λοιπόν μέσα στην θρυλική τους αλαζονεία, αγνοώντας την τεχνολογική πρόοδο που είχε συντελεστεί στη Δύση, αυτοκράτορες και αξιωματούχοι παγιδεύτηκαν από την ξεπερασμένη σοφία τους. Οταν οι προοδευτικοί Κινέζοι άρχισαν να ενημερώνονται και να κατανοούν τη δύναμη και την πονηριά της Δύσης, ήταν πλέον αργά, και χρειάστηκαν πολλά χρόνια και σκληροί αγώνες ώσπου η αχανής και πανάρχαιη χώρα να απαλλαγεί από τους ξένους δυνάστες.


Eκτoς αυτοκράτορας της δυναστείας Τσ’ινγκ, ο Τάο-Κουάνγκ ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας το 1820. Βρήκε το αυτοκρατορικό ταμείο άδειο και για να διορθώσει τα δημόσια οικονομικά εφάρμοσε προσωπική λιτότητα. Ο νέος αυτοκράτορας βρέθηκε γρήγορα απέναντι στην επιτακτική ανάγκη να επισκευαστούν τα έργα στον Κίτρινο Ποταμό τόσο για να αποφευχθούν οι πλημμύρες και οι συνακόλουθοι λιμοί όσο και για να εξασφαλιστεί η ποτάμια μεταφορά ρυζιού από τη Νότια Κίνα στην πρωτεύουσα Πεκίνο. Αλλά οι διεφθαρμένοι κυβερνητικοί αρμόδιοι καταχράστηκαν τα χρήματα για τις επισκευές, και τα φορτία του ρυζιού χρειάστηκε να μεταφέρονται διά θαλάσσης, όπου κινδύνευαν από τους πειρατές. Οι χιλιάδες λεμβούχοι του ποταμού που έμειναν άνεργοι προκάλεσαν αναταραχή. Εν τω μεταξύ το 1838 οι απόπειρες του αυτοκράτορα να σταματήσει το εμπόριο οπίου το οποίο διεξήγαν δυτικοί έμποροι οδήγησαν στον πρώτο Πόλεμο του Οπίου ανάμεσα στην Κίνα και στην Αγγλία (1839-42). Το κόστος του πολέμου και η μεγάλη αποζημίωση που αναγκάστηκε να καταβάλει η Κίνα αύξησαν τη δυσαρέσκεια. Ο Τάο-Κουάνγκ πέθανε την εποχή ακριβώς που η μεγάλη πολιτικοθρησκευτκή αναταραχή η γνωστή ως Εξέγερση του Ταϊπίνγκ (1850-64) άρχιζε να σαρώνει τη Νότια Κίνα.


ΛΙΝ ΤΣΕ-ΧΣΟΥ (1785-1850)


O κορυφαίος κινέζος λόγιος και αξιωματούχος Λιν Τσε-Χσου ήταν γιος φτωχού δασκάλου, ο οποίος όμως φρόντισε να δώσει στους γιους του άρτια μόρφωση, το μόνο μέσο που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει αξιόλογη σταδιοδρομία στο Δημόσιο. Πράγματι ο Λιν πέρασε με επιτυχία όλες τις απαιτητικές εξετάσεις και από το 1820 άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας υπηρετώντας σε διάφορες ανώτερες δημόσιες θέσεις. Στα μέσα της δεκαετίας του 1830 ο αυτοκράτορας Τάο-Κουάνγκ ήταν πολύ ανήσυχος λόγω της αύξησης του εμπορίου του οπίου το οποίο διεξήγαν βρετανοί και κινέζοι λαθρέμποροι. Ο Λιν υπέβαλε τότε υπόμνημα με το οποίο καταδίκαζε πρόταση για νομιμοποίηση του εμπορίου του οπίου αναφερόμενος και στα μέτρα που ο ίδιος είχε εφαρμόσει για την πάταξη της διακίνησης του οπίου στις επαρχίες όπου είχε διατελέσει κυβερνήτης. Αφού τον δέχθηκε σε 19 προσωπικές ακροάσεις, πράγμα ασυνήθιστο, ο αυτοκράτορας περιέβαλε τον Λιν με υπέρτατες εξουσίες και τον έστειλε στην Καντόνα, άντρο του εμπορίου. Ο Λιν πέτυχε στην αποστολή του αναγκάζοντας τους εμπόρους να παραδώσουν τα αποθέματα οπίου που κατείχαν, τα οποία κατέστρεψε. Αλλά οι Αγγλοι εφάρμοσαν αντίποινα ερημώνοντας μεγάλο μέρος της Νότιας Κίνας, και ο αυτοκράτορας απέλυσε τον Λιν. Αργότερα τον ανακάλεσε με τιμές στην υπηρεσία, αλλά ο Λιν πέθανε ενώ ετοιμαζόταν να συμβάλει στην καταστολή της Εξέγερσης του Ταϊπίνγκ.


ΤΣ’Ι-ΓΙΝΓΚ (;-1858)


Μέλος της αυτοκρατορικής οικογενείας της κινεζικής δυναστείας των Τσ’ινγκ, ο Τσ’ι-γινγκ υπηρέτησε σε διάφορες ανώτατες δημόσιες θέσεις. Το 1842 του ανατέθηκε η αποστολή να μεταβεί στο Νανκίνγκ για να διαπραγματευθεί τη σύναψη συνθήκης με τις προελαύνουσες βρετανικές δυνάμεις. H Συνθήκη του Νανκίνγκ, την οποία υπέγραψε ο Τσ’ι-Γινγκ, με κυριότερον όρο την παραχώρηση της νήσου Χονγκ Κονγκ στη Βρετανία, περιείχε και πλήθος άλλες παραχωρήσεις από την Κίνα, οι οποίες ουσιαστικά την απογύμνωναν από μεγάλο μέρος των εθνικών δικαιωμάτων της ως κυρίαρχης χώρας. Το 1844 ο Τσ’ι-Γινγκ υπέγραψε παρόμοιες συνθήκες με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία, και το 1847 με τη Σουηδία και τη Νορβηγία. Καθώς αγνοούσε τη δυτική νοοτροπία, ο Τσ’ι-Γινγκ, ενδίδοντας στις απαιτήσεις των ξένων, πίστευε ότι είχε απλώς βρει τον τρόπο να απαλλάξει την Κινεζική Αυτοκρατορία από μερικές άμεσες οχλήσεις. Αυτή η πρακτική ωστόσο υπήρξε η απαρχή σειράς συνθηκών οι οποίες ταπείνωσαν την Κίνα για έναν και πλέον αιώνα. Αργότερα ο Τσ’ι-Γινγκ, λόγω των χειρισμών του, ανακλήθηκε από την υπηρεσία, για να επανέλθει όμως για μία ακόμη φορά. Το 1858, κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων, οι Βρετανοί τον εκφόβισαν και αυτός, σε μεγάλη ηλικία πλέον και σχεδόν τυφλός, πανικοβλήθηκε και εγκατέλειψε το καθήκον του. Για το παράπτωμα αυτό ο αυτοκράτορας τον φυλάκισε και τελικά τον διέταξε να αυτοκτονήσει.


XENPI ΠΟΤΙΝΤΖΕΡ (1789-1856)


O Χένρι Πότιντζερ γεννήθηκε στο Μάουντ Πότιντζερ, έξω από το Μπέλφαστ της Ιρλανδίας. Ο πατέρας του έτρεφε ριζοσπαστικές πολιτικές ιδέες, αλλά ο υιός Πότιντζερ δεν ασχολήθηκε με την πολιτική. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία του Μπέλφαστ. H οικογένεια Πότιντζερ αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και οι πέντε αδελφοί Πότιντζερ, μαζί και ο Χένρι, έφυγαν στην Ινδία σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Το 1801 ο Πότιντζερ κατατάχθηκε στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, το 1806 μετατέθηκε στον στρατό της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών και το 1809 έγινε υπολοχαγός του πεζικού. Στην Ινδία ο Πότιντζερ διετέλεσε διοικητής του Σιντ και κατόπιν της Χαϊντεραμπάντ και έφθασε στον βαθμό του συνταγματάρχη. Για τις ικανότητες που επέδειξε τιμήθηκε με τον τίτλο του βαρόνου και τοποθετήθηκε πληρεξούσιος για την Κίνα και ανώτατος επόπτης του εμπορίου. Το 1842 ο Πότιντζερ διαπραγματεύθηκε τη Συνθήκη του Νανκίνγκ με την οποία έληξε ο πρώτος Πόλεμος του Οπίου. Υπερβαίνοντας τις διαταγές που είχε λάβει, κατέλαβε το Χονγκ Κονγκ και το ανακήρυξε βρετανική αποικία. Παρά την υπέρβαση διορίστηκε διοικητής του Χονγκ Κονγκ. Το 1847 ο Πότιντζερ τοποθετήθηκε διοικητής του Μαδράς της Ινδίας και το 1851 έλαβε τον βαθμό του υποστρατήγου. Οταν αποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία ο Πότιντζερ εγκαταστάθηκε στη Μάλτα, όπου και πέθανε.


ΒΙΚΤΩΡΙΑ (1819-1901)


Βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας από το 1837 και αυτοκράτειρα της Ινδίας από το 1877, η Βικτωρία διαδέχθηκε νεαρότατη τον θείο της Γουλιέλμο Δ’, ο οποίος, αν και είχε αποκτήσει δέκα εξώγαμα παιδιά, πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο, αφού οι δύο νόμιμες κόρες του είχαν πεθάνει πριν από τον ίδιο, σε παιδική ηλικία. Το 1840 η Βικτωρία παντρεύτηκε τον εξάδελφό της πρίγκιπα Αλβέρτο του Σαξ-Κοβούργου, ο οποίος άσκησε βαθιά επίδραση στον χαρακτήρα της. Ο γάμος τους υπήρξε ευτυχισμένος και απέφερε εννέα παιδιά. H Βικτωρία είχε έντονες πολιτικές προκαταλήψεις και δεν έκρυβε καθόλου τη συμπάθεια ή την αντιπάθειά της για τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Ουδέποτε διανοήθηκε ότι ήταν δείγμα αντισυνταγματικής συμπεριφοράς το να εκφράζει, πιεστικά μάλιστα, τις επιθυμίες της στους υπουργούς της, και οι απόψεις της επηρέαζαν συχνά την κυβέρνηση. H απομάκρυνσή της από τα δημόσια πράγματα μετά τον θάνατο του Αλβέρτου το 1861 προκάλεσε αισθήματα εχθρότητας προς τον θεσμό της μοναρχίας, αργότερα όμως οι υπήκοοί της την περιέβαλαν πάλι με τον σεβασμό και τη στοργή τους. H μακρά βασιλεία της Βικτωρίας συνέπεσε με τη βιομηχανική ηγεμονία και την ιμπεριαλιστική εξάπλωση της Βρετανίας. Το όνομά της, με τον όρο «βικτωριανός», έφθασε να συμβολίζει τις ηθικές αξίες της οικογενειακής ζωής αλλά και τον κοινωνικό συντηρητισμό και την υποκρισία.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ