«Εκείνες κι εγώ» για δεύτερη χρονιά στον Antenna. Στο πρώτο επεισόδιο, που προβλήθηκε την περασμένη Δευτέρα, η τηλεθέαση κινήθηκε σε ποσοστό 38% (εκείνη του μέσου ήταν 13,3%). Η περυσινή σεζόν, η πρώτη χρονιά του ριμέικ της σειράς του Κώστα Πρετεντέρη, είχε δώσει το πράσινο φως για τη συνέχεια. Επιπλέον, οι επαναλήψεις των επεισοδίων, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, επιβεβαίωσαν ότι ο κόσμος γελάει και απολαμβάνει τα παθήματα και τις περιπέτειες του καρδιοκατακτητή Ζάχου Δόγγανου. Η σειρά, που γράφτηκε για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και προβλήθηκε στην κρατική τηλεόραση το 1976 γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία, βρήκε τον συνεχιστή της στο πρόσωπο του Γιάννη Μπέζου. Παίρνοντας τη σκυτάλη ο Μπέζος έδωσε στον ήρωα του Πρετεντέρη τη σύγχρονη εκδοχή του.


Πού οφείλεται αυτή η επιτυχία; Τι είναι αυτό που έκανε το ριμέικ μιας ήδη επιτυχημένης σειράς να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, 20 χρόνια μετά;


«Η επιτυχία είναι κάτι που μοιράζεται», λέει ο πρωταγωνιστής της σειράς, «δεν την καρπούται ένας ­ κάτι που δεν συμβαίνει συνήθως στην αποτυχία. Στο «Εκείνες κι εγώ» όλοι οι παράγοντες έχουν παίξει ρόλο: ξεκινώντας από το κείμενο και τους συντελεστές, περνώντας από την παραγωγή και τη σκηνοθεσία και φθάνοντας ως τον τελευταίο τεχνικό». Για την παραγωγό κυρία Ελβίρα Ράλλη η επιτυχία οφείλεται «στον Κώστα Πρετεντέρη, στο σενάριο και στον Γιάννη Μπέζο». Πλάι σε αυτά προσθέτει τη δική της αγάπη και συστηματική επιμέλεια στη δημιουργία κάθε επεισοδίου. «Εμείς οι παλιοί τα έχουμε αγαπήσει αυτά τα έργα και τα φροντίζουμε. Η βασική ιστορία της σειράς αντέχει 20 χρόνια μετά και γι’ αυτό δεν είχα κανένα φόβο. Από τη στιγμή που μου ήρθε αυτή η ιδέα, πίστεψα στην επιτυχία της».


Είναι άλλωστε η ίδια παραγωγός της πρώτης εκδοχής τού «Εκείνες κι εγώ» με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στον ίδιο ρόλο. «Δεν αναζητήσαμε τον αντικαταστάτη του Κωνσταντάρα», συνεχίζει η κυρία Ράλλη. «Θέλαμε ένα καινούργιο πρόσωπο. Γνωρίσαμε τον Μπέζο στα γυρίσματα της σειράς «Οι απαράδεκτοι» και καταλήξαμε ότι θα ήταν ο πιο κατάλληλος. Ενα είναι σίγουρο: τα έργα δεν πεθαίνουν μαζί με τους ηθοποιούς». Ο Γιάννης Μπέζος, που από την αρχή δεν μπήκε στη διαδικασία της μίμησης του προκατόχου του, πιστεύει ότι «το κοινό δεν έχει καμία όρεξη για συγκρίσεις. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να δει μια σειρά όπου οι ηθοποιοί να είναι παρόντες. Αν τον συγκινείς, αν τον ψυχαγωγείς, αν τον σέβεσαι ως καλλιτέχνης, τότε τον κερδίζεις. Και η σειρά του Κώστα Πρετεντέρη απέδειξε ότι λέει κάτι στον τηλεθεατή. Γι’ αυτό και η ανταπόκριση από το κοινό μας κάνει να νιώθουμε πιο βαριά την ευθύνη. Υπερασπίζομαι με νύχια και με δόντια αυτό που κάνω». «Εύρημα» χαρακτηρίζει η κυρία Ράλλη τον Τάσο Κωστή στον ρόλο του πιστού φίλου του Ζάχου, του Δημήτρη. Στην παραγωγή του ’76 ήταν ο Δημήτρης Νικολαΐδης. Στον ρόλο του Παπαπέτρου («Λατρείας») τον Τώνη Γιακωβάκη αντικατέστησε ο Πάνος Χατζηκουτσέλης. Τη μνηστή του Ζάχου υποδύεται η Λουκία Πιστιόλα (τότε ήταν η Εφη Οικονόμου). Για την υπόλοιπη διανομή αναζητήθηκαν ηθοποιοί λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί, οι οποίοι και αποτελούν το στενό περιβάλλον του ήρωα. Σε κάθε επεισόδιο όμως εμφανίζεται ως γκεστ σταρ και μία από τις «εκείνες», για να αυξήσει την αυτοπεποίθηση του «μεγάλου εραστή».


Τα γυρίσματα γίνονται, σύμφωνα με τον πρωταγωνιστή και συν-σκηνοθέτη (μαζί με τον Ανδρέα Μορφονιό), «μέσα σε κλίμα πειθαρχίας, που αφήνει όμως περιθώρια αυτοσχεδιασμού. Το κείμενο είναι τόσο ισχυρό που δεν χρειάζεται καμία επέμβαση. Ωστόσο στα γυρίσματα γίνονται ορισμένες αλλαγές κυρίως γιατί τότε ο λόγος ήταν πιο περιγραφικός, ενώ τώρα περισσότερα πράγματα εννοούνται. Είναι όμως σημαντικό ότι το κωμικό στοιχείο της σειράς, που λειτουργεί γιατί είναι πάνω από όλα αληθινό, αφορά τον πάσχοντα. Τα κείμενα διαθέτουν το χιούμορ των καλών ελληνικών ταινιών. Ο Πρετεντέρης είχε το προτέρημα να γνωρίζει αυτά για τα οποία έγραφε, καθώς ζούσε έντονα. Και αυτό είναι που δίνει στη σειρά την ευρύτερη απήχησή της».


Δεδομένης της επιτυχίας που γνώρισε η «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτη Ψαθά στο ριμέικ της με την Αννα Παναγιωτοπούλου, αφού είχε προηγηθεί η πρώτη διδάξασα Αννα Παϊτατζή, και αυτής που από πέρυσι σημειώνει το «Εκείνες κι εγώ» με τον Γιάννη Μπέζο, που πολλοί τη φοβόνταν λόγω της ταύτισης της σειράς με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, συμπεραίνει κανείς ότι το ριμέικ στη μικρή οθόνη έχει να επιδείξει μόνο θετικά αποτελέσματα. Παραγωγός σε όλα αυτά η Ελβίρα Ράλλη: «Επειδή με την πείρα που έχω πια αποκτήσει θεωρώ ότι το σημαντικότερο σε μια σειρά είναι ο λόγος, γι’ αυτό και πιστεύω ότι τόσο ο Πρετενέρης όσο και ο Ψαθάς έγραψαν έργα με δυνατό κείμενο. Αρα και η πρώτη παραγωγή αυτών των σειρών και τα ριμέικ τους μπορούν να αγαπηθούν από το κοινό». Γι’ αυτό και η ίδια σκέφτεται να συνεχίσει με τα ριμέικ, ίσως με τα δικαστικά του Δημήτρη Ψαθά.


Η σειρά προβάλλεται κάθε Δευτέρα στις 21.05 από τον Antenna.