Στην εκπνοή του 20ού αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Τις πρώτες ημέρες του 1920 έξι επιχειρηματίες της εποχής, εκ των οποίων οι δύο επαγγέλλονταν «βιομήχανοι», ο ένας ήταν φαρμακοποιός και οι δύο μηχανικοί, συνέστησαν την ετερόρρυθμο εταιρεία Αριστοτέλης Μακρής και Σία ­ Ελληνική Βιομηχανική Εταιρεία Ελαιουργικών Επιχειρήσεων, έχοντας διακριτικό τίτλο την επωνυμία Ελαΐς.


Ετσι άρχισε τη σταδιοδρομία της στην ελληνική αγορά η μεγαλύτερη σήμερα ελαιουργική επιχείρηση της χώρας, αφού εν τω μεταξύ έζησε ως τώρα μια «πολυκύμαντη ζωή» και άλλαξε χέρια: το 1932 η Τράπεζα Χίου έγινε ο δεύτερος μεγαλομέτοχος και 50 χρόνια αργότερα, το 1982, η πλειοψηφία του μετοχικού της κεφαλαίου πέρασε στον έλεγχο της πολυεθνικής Unilever.


Η μικρασιατική καταστροφή, η οικονομική κρίση 1931-32 αλλά και η Κατοχή υπήρξαν αποφασιστικοί παράγοντες στην εξέλιξη της ελαιουργικής βιομηχανίας Ελαΐς. Μετά το 1945 η κατάσταση αλλάζει άρδην. Επουλώνονται τα τραύματα της Κατοχής και η πορεία της εταιρείας είναι σταθερά ανοδική. Ωσπου το 1962 τη «βρίσκει» η Unilever και ο δεσμός των δύο ολοκληρώνεται ύστερα από 20 χρόνια. Τέλος, λίγο προτού εκπνεύσει ο 20ός αιώνας, η Ελαΐς κατακτά τη δεύτερη θέση στον ευρωπαϊκό διαγωνισμό για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Ποιότητας!


* Η εταιρεία των έξι



Στις 5 Ιανουαρίου του 1920 οι Μελ. Γκιόκας, Χαρ. Μαυρειδόπουλος, Γ. Ευγενειάδης, Αρ. Μακρής, Πολ. Γεωργόπουλος και Στ. Σταυρής, με εταιρικό κεφάλαιο 225.000 δρχ., συστήνουν την εταιρεία. Τρεις μήνες αργότερα μεταξύ των μετόχων εντάσσεται ο εφοπλιστής Π. Κωνσταντινίδης και στο τέλος του χρόνου συμμετέχει και ο επίσης εφοπλιστής Π. Σβολάκης. Τον ίδιο χρόνο δημιουργούνται στην περιοχή Καραϊσκάκη του Δήμου Πειραιώς οι εγκαταστάσεις, καθώς και σπορελαιουργείο δυναμικότητας 200 τόνων ελαιοσπόρων μηνιαίως, με 17 εργαζομένους.


Το διάστημα των επόμενων τριών χρόνων η επιχείρηση ενισχύεται οικονομικά με συνεχείς αυξήσεις κεφαλαίου και μέσα σε δύο χρόνια, το 1923 και το 1924, η εταιρεία συνάπτει δύο ενυπόθηκα δάνεια 5.000 λιρών το καθένα, από την Τράπεζα Χίου των αδελφών Πασπάτη. Ωστόσο το πιστωτικό άνοιγμα της Τράπεζας Χίου προς την εταιρεία συνεχίζεται και το 1929 έχει φθάσει ήδη στις 24.000 λίρες. Οι Ν. και Α. Πασπάτης, «αφεντικά» της Τράπεζας, δέχονται με προσωπική τους εγγύηση να χορηγήσουν δάνειο 12.000-15.000 λιρών, με την προϋπόθεση όμως να μετατραπεί σε ΕΠΕ ή ΑΕ και η Τράπεζα να συμμετάσχει ως μέτοχος.


Αξίζει να σημειωθεί ότι η περίοδος που συμπίπτει με την παγκόσμια οικονομική κρίση είναι εξαιρετικά περίπλοκη για την ίδια την εταιρεία, η οποία από τη μία πλευρά συνέχιζε να επενδύει και να διευρύνει τις δραστηριότητές της, «τραβώντας» συνεχώς δάνεια από την προαναφερόμενη Τράπεζα. Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις εισαγωγές λινελαίων και σπορελαίων, καθώς και την ψήφιση του νόμου «περί απαγορεύσεως αναμείξεως ελαιολάδου μετά σπορελαίων».


Και το 1932, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων μετόχων, η Τράπεζα Χίου των αδελφών Πασπάτη αναδεικνύεται σε δεύτερο μεγαλομέτοχο της ανωνύμου εταιρείας πλέον. Την περίοδο αυτή οι ελαιουργικές εταιρείες αποδύονται σε πολύχρονη δικαστική διαμάχη, προκειμένου να «σπάσουν» το μονοπώλιο υδρογόνωσης των πάσης φύσεων ελαίων, που ως τότε διατηρούσε η εταιρεία ΕΛΜΑ ΑΕ. Τελικώς το επιτυγχάνουν το 1936 και η δραστηριότητα της εταιρείας διευρύνεται.


Στις 26 Φεβρουαρίου του 1941, λίγους μήνες προτού οι Γερμανοί καταλάβουν την Ελλάδα, οι μετοχές της εταιρείας εισάγονται προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών με αρχική αξία 1.025 δρχ. ανά μετοχή. Η διοίκηση της εταιρείας παίρνει την απόφαση να αχρηστεύσει την επένδυση για την παραγωγή υδρογόνου που σχετικά πρόσφατα είχε κάνει, επειδή ενδιαφέρει άμεσα τις δυνάμεις κατοχής.


Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής (1941-44) το εργοστάσιο υπολειτουργεί και παράγει αποκλειστικά σπορέλαιο για τις ανάγκες του Ερυθρού Σταυρού. Ο βομβαρδισμός του Πειραιά από την αγγλική αεροπορία αλλά και η εμπλοκή του εργοστασίου στα Δεκεμβριανά προκάλεσαν σοβαρότατες ζημιές, έτσι ώστε το 1945 η εταιρεία πήρε δάνειο από την Τράπεζα της Ελλάδος 40 εκατ. δρχ. για να επαναλειτουργήσει η επιχείρηση.


Η μεταπολεμική πορεία της αρχίζει ουσιαστικά στις 27 Μαΐου του 1946, όταν γίνεται η πρώτη γενική συνέλευση της εταιρείας μετά την απελευθέρωση. Το 1947 είναι ίσως η πιο σημαδιακή χρονιά στην ιστορία της. Τότε κάνει την εμφάνισή του στην αγορά το γνωστό «Βιτάμ», που από τις πρώτες ημέρες σημειώνει εντυπωσιακή επιτυχία. Τον ίδιο χρόνο όμως δύο από τους μετόχους, οι Αρ. Μακρής και Χαρ. Μαυρειδόπουλος, αποβιώνουν.


Στη διάρκεια της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης η εταιρεία ακολουθεί ανάλογη πορεία. Αναδιοργανώνεται, εκσυγχρονίζεται, διευρύνει την γκάμα των προϊόντων που παράγει και από το 1950 ως και το 1960 όλες οι οικονομικές χρήσεις της είναι κερδοφόρες.


Το φθινόπωρο του 1961 ο πρόεδρος της εταιρείας Β. Μελάς ανακοινώνει στο προσωπικό ότι εν όψει του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας αποφάσισε να συνεργασθεί με την πολυεθνική εταιρεία Unilever NV. Πράγματι τον επόμενο χρόνο υπογράφεται η σύμβαση μεταξύ Unilever και Ελαΐς και με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου εκχωρείται στον νέο εταίρο το 20% του μετοχικού κεφαλαίου της, με τίμημα 25.380.000 δρχ. Το 1968 η εταιρεία απασχολεί 454 εργαζομένους και η δυναμικότητα των εγκαταστάσεών της είναι: 1.800 τόνοι για το τμήμα εξευγενισμού ελαίων, 1.800 τόνοι για το τμήμα υδρογόνωσης, 940 τόνοι για την παραγωγή και συσκευασία μαργαρινών, 950 τόνοι για την παραγωγή και συσκευασία τυποποιημένων μαγειρικών λιπών και 380 τόνοι για τυποποίηση ελαιολάδου.


Το 1970 η εταιρεία, που συμπληρώνει 50 χρόνια λειτουργίας, παρουσιάζει τα υψηλότερα κέρδη στην ιστορία της ενώ η συμμετοχή της Unilever από 20% αυξάνεται σε 45%. Η νέα όμως οικονομική κρίση που «εγκαινιάζεται» με την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και συνακόλουθα με την άνοδο του πληθωρισμού δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την εξέλιξη της επιχείρησης. Αυτό όμως συμβαίνει στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Η νέα «περιπέτεια» αρχίζει ουσιαστικά το 1979, με την εφαρμογή συγκεκριμένων αντιπληθωριστικών μέτρων, και η αύξηση των τιμών είναι μικρότερη από την αύξηση του κόστους παραγωγής. Ετσι το 1982 η Unilever αποκτά την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας Ελαΐς ΑΕ ενώ από το 1984 αρχίζει να δραστηριοποιείται και στον εισαγωγικό τομέα, φέρνοντας στην ελληνική αγορά προϊόντα του μητρικού ομίλου.


* Η περίοδος της ανάπτυξης



Το 1986 πρόεδρος της επιχείρησης αναλαμβάνει ο Κ. Πινότσης και αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο Λ. Μελάς. Υστερα από αρκετά χρόνια, η Ελαΐς ΑΕ παρουσιάζει θεαματική αύξηση της κερδοφορίας της και τα προϊόντα της κατατάσσονται στα καλύτερα της ευρωπαϊκής αγοράς. Η ανάπτυξη της εταιρείας όλη αυτή την περίοδο όχι μόνο είναι εντυπωσιακή αλλά κατοχυρώνει την πρωτοκαθεδρία της στην ελληνική αγορά των ελαιουργικών προϊόντων. Το 1990 ο Λ. Μελάς πεθαίνει και στη θέση του αναλαμβάνει ο Γ. Καραγιώργος, ο οποίος αποβιώνει το 1996. Από το 1997 πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος είναι ο κ. Σπ. Δεσύλλας.


Το 1991 προχωρεί σε μια επένδυση που αυτοχρηματοδοτείται και δημιουργεί μονάδα φυσικού εξευγενισμού, βελτιώνοντας την ποιότητα των προϊόντων της και μειώνοντας παράλληλα το κόστος παραγωγής τους. Στα τέλη του 1998 απέκτησε από την εταιρεία Κίκιζας ΑΒΕΕ τα προϊόντα ντομάτας με την επωνυμία Pumaro και Πελαργός, καθώς και το εργοστάσιο παραγωγής τους στη Γαστούνη έναντι 11,8 δισ. δρχ. Προσφάτως εξάλλου εξαγόρασε και τα προϊόντα ντομάτας της βιομηχανίας ζυμαρικών Στέλλα ΑΕ αντί 398 εκατ. δρχ.


Το 1998 οι πωλήσεις της εταιρείας ανήλθαν σε 53,6 δισ. δρχ., έναντι 54,06 δισ. δρχ. του 1997 ενώ τα κέρδη της, από 7,5 δισ. δρχ. το 1997, ανήλθαν πέρυσι σε 8,6 δισ. δρχ. Στη διάρκεια του 1999 η εταιρεία θα έχει αύξηση πωλήσεων μόνο από τα νέα προϊόντα ντομάτας που απέκτησε ύψους 7,5 δισ. δρχ. και αύξηση των κερδών κατά 1,4 δισ. δρχ.


Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το 1997 η Ελαΐς ΑΕ είναι η πρώτη εν λειτουργία βιομηχανία που διαθέτει ιστορικό αρχείο και πρότυπο βιομηχανικό μουσείο. Τη σχετική μάλιστα έκδοση με τον τίτλο «Ελαΐς ΑΕ (1920-1997) ­ Οψεις της Οικονομικής Ιστορίας» συνέγραψαν ο κ. Ν. Μέλιος και η κυρία Λ. Μπαφούνη.