Η ελευθερία του λόγου, του Τύπου και της ενημέρωσης προστατεύεται από το πρώτο άρθρο του αμερικανικού Συντάγματος. Κατά τη δεύτερη όμως θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, η ελευθερία του λόγου και των μέσων ενημέρωσης αναστέλλεται, καθώς προσκρούει στις δεκάδες αγωγές που ασκεί εναντίον τους ο πρόεδρος.

Η «θυσία» του Στίβεν Κολμπέρ

Στις 2 Ιουλίου η Paramount, η μητρική εταιρεία του δικτύου CBS, ήλθε σε συμβιβασμό με τον Τραμπ, καταβάλλοντας 16 εκατ. δολάρια, προκειμένου ο πρόεδρος να αποσύρει την αγωγή που είχε ασκήσει εναντίον της ιστορικής εκπομπής «60 Minutes».

Διά της πολυπληθούς ομάδας δικηγόρων του, ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2024 η εκπομπή τον έβλαψε επειδή δεν κάλυψε αντικειμενικά την εκστρατεία της αντιπάλου του, Κάμαλα Χάρις. Στις 18 Ιουλίου, ο αμερικανός πρόεδρος άσκησε αγωγή κατά της εφημερίδας «Wall Street Journal» επειδή δημοσίευσε ρεπορτάζ, σύμφωνα με το οποίο ο Τραμπ είχε στείλει στον Τζέφρι Επσταϊν, επιχειρηματία καταδικασμένο για παιδεραστία, ο οποίος τον Αύγουστο του 2019 βρέθηκε νεκρός στη φυλακή, μια ευχετήρια κάρτα γενεθλίων με το σκίτσο μιας γυμνής γυναίκας.

Μια ημέρα νωρίτερα, στις 17 Ιουλίου, ο Στίβεν Κολμπέρ, διάσημος παρουσιαστής της σατιρικής εκπομπής «The Late Show», σκληρός επικριτής του Τραμπ, ανακοίνωσε ζωντανά στο κοινό ότι το CBS θα «κόψει» την εκπομπή του τον Μάιο του 2026 στο πλαίσιο περικοπών.

Μία εβδομάδα αργότερα, στις 24 Ιουλίου, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC), τα μέλη της οποίας διορίζονται από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ενέκρινε τη συγχώνευση ύψους 8 δισ. δολαρίων μεταξύ της Paramount και της Skydance Media, η οποία προετοιμαζόταν επί έναν χρόνο. H Skydance Media ανήκει στον Ντέιβιντ Ελισον, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο του τεχνολογικού κολοσσού Oracle, o οποίος είναι φίλος του Τραμπ.

Το CBS επιμένει ότι η εξαγορά της Paramount από τη Skydance Μedia δεν έχει σχέση ούτε με τον συμβιβασμό του «60 Minutes» ούτε με την κατάργηση του «The Late Show». Δεδομένης ωστόσο της χρονικής συγκυρίας, οι ισχυρισμοί αυτοί δύσκολα γίνονται πιστευτοί.

Μόλις την περασμένη Τρίτη, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι και η «Wall Street Journal», ιδιοκτησίας του Ρούπερτ Μέρντοκ, ο οποίος είναι και ιδιοκτήτης του Fox News, προσφιλούς δικτύου του προέδρου, επιθυμεί να προχωρήσει σε συμβιβασμό σε σχέση με την αγωγή ύψους 10 δισ. δολαρίων που έχει ασκήσει για δυσφήμηση εναντίον του, εξαιτίας του ρεπορτάζ με την επίμαχη ευχετήρια κάρτα του Τραμπ προς τον Επσταϊν.

Ο Τραμπ μοιάζει να έχει επιτύχει την υποταγή όλων σχεδόν των μεγάλων αμερικανικών ενημερωτικών δικτύων που του ασκούν κριτική, κερδίζοντας τη «μάχη εναντίον των fake news», όπως τα χαρακτηρίζει. Ήδη πριν την εκλογή του τον περασμένο Νοέμβριο, εφημερίδες κύρους όπως η «Washington Post», ιδιοκτησίας του δισεκατομμυριούχου Τζεφ Μπέζος, και η «Los Angeles Times», ιδιοκτησίας του Πάτρικ Σουν Σιονγκ, δισεκατομμυριούχoυ του τομέα της βιοτεχνολογίας, εμπόδισαν τη δημοσίευση κύριων άρθρων που εξέφραζαν τη στήριξή τους στη Χάρις.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, το τηλεοπτικό δίκτυο ABC κατέβαλε στον πρόεδρο 15 εκατ. δολάρια για τη διευθέτηση μιας αγωγής δυσφήμησης του Τραμπ εναντίον του δημοσιογράφου Τζορτζ Στεφανόπουλος, επειδή είχε αναφερθεί σε δικαστική απόφαση που έκρινε τον Τραμπ ένοχο για βιασμό, ενώ είχε κριθεί ένοχος για σεξουαλική κακοποίηση.

Διαχρονικά, οι πρόεδροι των ΗΠΑ επιχειρούν να ασκήσουν πίεση στα τηλεοπτικά δίκτυα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης των αμερικανών ομήρων στο Ιράν το 1979, o τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Δημοκρατικός Τζίμι Κάρτερ, επεχείρησε να πείσει τον διάσημο δημοσιογράφο και παρουσιαστή του CBS Γουόλτερ Κρονκάιτ να σταματήσει να κλείνει κάθε βραδινό δελτίο ειδήσεων αναφερόμενος στον αριθμό των ημερών που κρατούνταν όμηροι οι Αμερικανοί στην Τεχεράνη.

Ο Ρεπουπλικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον προσπάθησε να αποτρέψει τα τηλεοπτικά δίκτυα να αναμεταδίδουν τη διερεύνηση του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, το οποίο αποκάλυψε η «Washington Post». Ούτε ο Κάρτερ ούτε ο Νίξον κατάφεραν να επιβάλουν τη θέλησή τους. Τα μεγάλα δίκτυα συνέχισαν την κάλυψη τόσο του Γουότεργκεϊτ, εξαιτίας του οποίου ο Νίξον παραιτήθηκε από την προεδρία το 1974, όσο και του θέματος των αμερικανών ομήρων στο Ιράν.

Στην εποχή του Τραμπ όμως η αμερικανική κυβέρνηση έχει δημιουργήσει έντονο κλίμα φόβου επισείοντας την απειλή, την οποία συχνά υλοποιεί, της επιβολής σημαντικών αντιποίνων σε όποιον διαφωνεί μαζί της.

Σύμφωνα με τους «New York Times», «οι ισχυροί των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης προτιμούν να κόβουν επιταγές εκατομμυρίων δολαρίων για να εξαφανίσουν πολιτικά προβλήματα, παρά να επενδύουν τα ίδια ποσά χρημάτων για να διατηρήσουν μια βραδινή εκπομπή στον αέρα». Πηγή του CBS ανέφερε ότι το «The Late Show» σημείωσε, τον περασμένο χρόνο, ζημιά 40 εκατ. δολαρίων. Όμως τα μέσα ενημέρωσης αποκτούν κύρος και αξιοπιστία μέσω ενημερωτικών εκπομπών όπως το «60 Minutes» και πολιτικής σάτιρας όπως το «The Late Show».

Λόγω αυτών των εξελίξεων, στις αίθουσες σύνταξης πολλών μέσων ενημέρωσης φυσά παγερός αέρας. Είναι πολλοί οι αμερικανοί δημοσιογράφοι που διερωτώνται αν τα ΜΜΕ θα πρέπει να συνεχίσουν να δίνουν μάχη για την ανεξαρτησία τους, ή να υποκύψουν στις αφόρητες κυβερνητικές πιέσεις.

Οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι δεν έχουν απάντηση ούτε για το πώς θα αντιδράσει το κοινό στην περίπτωση που τα μέσα ενημέρωσης επιλέξουν «να συμβιβαστούν». Η Ρεμπέκα Τάσνετ, καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, δήλωσε στο CNN ότι η υποταγή των ΜΜΕ στην πολιτική εξουσία είναι από τις πρώτες ενδείξεις ενός κράτους που οδεύει στον απολυταρχισμό.

Και τα πανεπιστήμια στο στόχαστρο

Η πικρία της Τάσνετ είναι δικαιολογημένη: αυτή την εβδομάδα έγινε γνωστό ότι το Χάρβαρντ ετοιμάζεται να έλθει σε συμβιβασμό με την κυβέρνηση και να καταβάλει 500 εκατ. δολάρια για να λήξει την αντιδικία του με τον Λευκό Οίκο, ο οποίος κατηγορεί το πανεπιστήμιο για αντισημιτισμό.

Αν επαληθευτεί, το ποσό θα είναι διπλάσιο από αυτό που συμφώνησε να καταβάλει, στις 24 Ιουλίου, το Πανεπιστήμιο Κολούμπια (200 εκατ. δολάρια) για να διευθετήσει αντίστοιχη αντιδικία με την κυβέρνηση Τραμπ.