Πριν από τρεις δεκαετίες, με το που αποφάσιζε ένα νέο ζευγάρι στη Γερμανία να κάνει παιδί έσπευδε να εξασφαλίσει θέση σε παιδικό σταθμό. Δεν πρόκειται για υπερβολή. Ηδη τις πρώτες ημέρες της εγκυμοσύνης, οι μελλοντικοί γονείς έκαναν όσες περισσότερες αιτήσεις μπορούσαν με την ελπίδα ότι (δεν μπορεί!) σε κάποιον σταθμό θα εξασφάλιζαν μια από τις δυσεύρετες θέσεις. Τα τελευταία χρόνια, η Γερμανία αντιμετωπίζει οξύ δημογραφικό πρόβλημα. Το ποσοστό των γεννήσεων έχει μειωθεί σε τέτοιον βαθμό που πολλοί παιδικοί σταθμοί κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς παιδιά και να κλείσουν.

Ηδη σε ορισμένα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, όπου οι εργαζόμενες γυναίκες πριν από την πτώση του Τείχους στηρίζονταν στην απόφασή τους να γίνουν μητέρες, γίνεται λόγος για «θάνατο των παιδικών σταθμών». Με δραματικές επιπτώσεις για τις οικογένειες, τους δήμους, την κοινωνία, την οικονομία και την ευημερία των πολιτών.

Η σκληρή γλώσσα των αριθμών

Κανείς βέβαια δεν πίστευε ότι η χώρα των 83,5 εκατ. θα έμενε αλώβητη από το γενικότερο φαινόμενο υπογεννητικότητας που έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας. Σε παγκόσμιο επίπεδο ο μέσος όρος γεννήσεων μειώνεται δραματικά, με τον δείκτη γονιμότητας στη Νότια Κορέα να έχει φτάσει στα 36 παιδιά ανά 100 Νοτιοκορεάτες. Αντίθετα, η Αφρική αναπτύσσεται δημογραφικά με ταχύ ρυθμό, καθώς οι γυναίκες εξακολουθούν να γεννούν κατά μέσο όρο περισσότερα από πέντε παιδιά.

Στη Γερμανία κάθε πέρυσι και καλύτερα. Σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, η πληθυσμιακή εξέλιξη στη χώρα προκαλεί συναγερμό. Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία ο αριθμός των παιδιών που γεννήθηκαν το 2024 ήταν 677.117, δηλαδή 2% λιγότερα από το 2023. Και το 2023 ήταν 692.989 παιδιά – 6,2% λιγότερα από το 2022. Και ούτω καθεξής. Κατά μέσον όρο οι Γερμανίδες γεννούν 1,23 παιδιά, ένα ιστορικό χαμηλό. Η διευκρίνιση ότι πρόκειται για Γερμανίδες έχει τη σημασία του, γιατί ο μέσος όρος για τις αλλοδαπές που ζουν στη χώρα είναι μεγαλύτερος, δηλαδή 1,85 παιδιά.

Εκμετάλλευση από AfD

Το ακροδεξιό κόμμα AfD, γνωστό για τις αντιφεμινιστικές θέσεις του και την άρνησή του στην πολιτική ίσων ευκαιριών ανάμεσα στα φύλα, διέγνωσε τη δυναμική των στατιστικών στοιχείων, που τα εκμεταλλεύεται πολιτικά για να ενισχύσει την αντιμεταναστευτική του ρητορική. Ζητεί την επιστροφή της κοινωνίας σε πιο παραδοσιακές αξίες, όπου οι γυναίκες θα μένουν στο σπίτι για να φροντίζουν τα παιδιά και δεν θα τα δίνουν όλα για την καριέρα τους. Με λίγα λόγια απαιτεί αύξηση των γεννήσεων Γερμανών αντί της εισόδου μεταναστών για την κάλυψη της τεράστιας έλλειψης ειδικευμένων εργατικών χεριών.

Αρχές Σεπτεμβρίου, η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος κατέθεσε επερώτηση στη Βουλή καλώντας τη γερμανική κυβέρνηση να δώσει εξηγήσεις για τη μείωση του ποσοστού των γεννήσεων και να ξεκαθαρίσει εάν οι δαπάνες για τις Ενοπλες Δυνάμεις στο 5% του ΑΕΠ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περιορισμούς στα μέτρα στήριξης της γερμανικής οικογένειας τα επόμενα χρόνια. Το AfD στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας ζήτησε μάλιστα από το τοπικό κοινοβούλιο να καθιερώσει επίδομα «καλωσορίσματος» για κάθε νεογέννητο ύψους τουλάχιστον 2.000 ευρώ, κάτι ανάλογο με αυτό που δίνεται και στην Ελλάδα. Η Βανέσα Μπέρεντ, βουλευτής του κόμματος, έκανε λόγο για κατάσταση έκτακτης ανάγκης. «Αντί να παραπονιέται, το κράτος πρέπει επιτέλους να δημιουργήσει σοβαρά κίνητρα για τις οικογένειες» είπε, ζητώντας επιπλέον φορολογικές ελαφρύνσεις για πολύτεκνους, βοήθεια για αγορά κατοικίας, συνυπολογισμό της γονικής άδειας και των περιόδων ανατροφής των παιδιών στη σύνταξη.

Εγωισμός ή αυτοδιάθεση

Γεγονός πάντως είναι ότι η συνεχής μείωση των γεννήσεων είναι απότοκο πολλαπλών κρίσεων και ανασφάλειας για τα μελλούμενα, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές. «Κατά τα άλλα», υποστηρίζει η κοινωνιολόγος Μικαέλα Κράιενφελντ, από τους συγγραφείς έκθεσης για την οικογένεια κατ’ εντολή της κυβέρνησης, «το θέμα δεν είναι καινούργιο, μας απασχολεί από τη δεκαετία του ’70, και το ερώτημα είναι εάν πηγάζει από εγωιστικά κίνητρα ή απλά οι γυναίκες, στο όνομα της αυτοδιάθεσης, δεν θέλουν να κάνουν παιδιά όπως παλιά». Τον περασμένο Απρίλιο, η 29χρονη αυστριακή influencer και stand up ηθοποιός Γιούλια Μπράντνερ κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο I’m not kidding (Δεν αστειεύομαι). Στην παρουσίασή του στο Βερολίνο, πόλη που επέλεξε να ζει, έγινε στόχος επιθέσεων από το κοινό που την αποκάλεσε εγωίστρια. Στο βιβλίο περιγράφει με πολύ χιούμορ και ειλικρίνεια γιατί πήρε την απόφαση να μην κάνει παιδιά σε τόσο νέα ηλικία, γιατί αποφάσισε μάλιστα να υποβληθεί σε στείρωση και πόσα εμπόδια έπρεπε να υπερπηδήσει για να κάνει την επέμβαση.

Σε podcast σε γερμανικό ραδιόφωνο διηγείτο η ίδια ότι όταν έψαχνε για σπίτι, κάτι εξαιρετικά δύσκολο στο Βερολίνο, έγραφε στις αγγελίες ότι δεν θα αποκτούσε παιδί επειδή είχε στειρωθεί. Θα μπορούσε να εκληφθεί και ως έμμεση κριτική προς μια κοινωνία που αποδέχεται γενικά πολύ περισσότερο τα τετράποδα από ό,τι τα παιδιά. Για το μίσος που δέχεται η Μπράντνερ από ορισμένους, απαντά: «Αν πεις ότι δεν θέλεις παιδιά, πολύ γρήγορα σε κατηγορούν ότι σαμποτάρεις το συνταξιοδοτικό σύστημα και τη σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των γενεών και ότι εσύ η ίδια είσαι υπεύθυνη για την εξαφάνιση της ανθρωπότητας».

Υποστήριξη αντί για κροκοδείλια δάκρυα

Η πραγματικότητα είναι ζοφερή. Το 22% των γυναικών και το 36% των ανδρών ηλικίας από 30 μέχρι 50 ετών δεν αποφασίζει να κάνει παιδιά, όπως και όλο περισσότερες γυναίκες που ακολουθούν ακαδημαϊκή καριέρα. Ποιο είναι λοιπόν το ηθικό επιμύθιο; Οτι δεν αρκούν κροκοδείλια δάκρυα για άδεια νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθμούς, ούτε προειδοποιήσεις και σενάρια τρόμου για μείωση των συντάξεων, αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και εν τέλει επαπειλούμενη συρρίκνωση της κοινωνικής ευημερίας σε λίγα χρόνια. Η νέα γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να διαμορφώσει ένα πλαίσιο υποστηρικτικό της οικογένειας.