Αν και οι αμερικανοί πολίτες ψηφίζουν με κύριο γνώμονα την οικονομική τους κατάσταση, όχι τους πολέμους σε κάποιες «εξωτικές» χώρες, η εμπλοκή ή η απεμπλοκή των ΗΠΑ έχει αποτελέσει πεδίο σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης στο παρελθόν (π.χ. Ιράκ). Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος που εισέρχεται στον τρίτο χρόνο, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στη Γάζα και τη διάχυση της κρίσης στη Μέση Ανατολή, εντείνουν την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. Πώς θα αντιδράσουν ο πρόεδρος Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ σε μια ραγδαία επιδείνωση των κρίσεων;

Το μπλοκάρισμα της αμερικανικής βοήθειας σε Ουκρανία και Ισραήλ από τους Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο και η σύνδεσή της με το «σφράγισμα» των νότιων αμερικανικών συνόρων απέναντι στους παράτυπους μετανάστες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πολύ περισσότερο όταν ο Τραμπ υπόσχεται ότι θα σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία σε μια ημέρα και συνδυάζει την αμέριστη στήριξη στο Ισραήλ με απειλές βομβαρδισμού του Ιράν, την ώρα που ο Μπάιντεν καλείται να δείξει «προεδρική πυγμή» απέναντι σε κάθε επίθεση που δέχονται αμερικανοί στρατιώτες ή τα αμερικανικά συμφέροντα.

Υγεία και ηλικία μπορεί να κρύβουν απρόοπτα

Καθώς η μία πλευρά καραδοκεί για ένα σημάδι αδυναμίας της άλλης, η σωματική υγεία και η πνευματική διαύγεια των δυο μονομάχων μπαίνουν καθημερινά στο μικροσκόπιο. Εχοντας κλείσει τα 81 του χρόνια, τον περασμένο Νοέμβριο, ο Μπάιντεν επιβαρύνεται πέραν των κυβερνητικών καθηκόντων από μια κοπιώδη προεκλογική εκστρατεία που γίνεται κάθε ημέρα ακόμη πιο κουραστική.

Την ίδια ώρα ο Τραμπ φαίνεται αρκετά νεότερος, αν και είναι μόνο τριάμισι χρόνια μικρότερος από τον Μπάιντεν. Κάθε παραπάτημα, κάθε ακατάληπτη φράση του ενός αποτελεί για το αντίπαλο στρατόπεδο απόδειξη της ακαταλληλότητάς του να αποφασίζει για τις τύχες των Αμερικανών για ακόμη μία θητεία, στην ολοκλήρωση της οποίας ο μεν Μπάιντεν θα είναι 86 ετών, ο δε Τραμπ 82. Τα ιατρικά επιτελεία τους προσπαθούν να τους κρατούν σε φόρμα, όμως σε αυτές τις ηλικίες το απρόοπτο καραδοκεί.

Οι γκάφες, οι υπερβολές και οι «χρησμοί»

Ομολογουμένως ο Μπάιντεν έχει περισσότερες γκάφες στο ιστορικό του, σε τέτοιον βαθμό που ο Τραμπ τον αποκαλεί «γεροξεκούτη», συνδέοντάς τις με την υγεία του, ενώ οι εκπρόσωποι του Λευκού Οίκου χρειάστηκε να εκδώσουν αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες διευκρινιστικές ανακοινώσεις για το περιεχόμενο και το νόημα προεδρικών δηλώσεων. Από την άλλη πλευρά, είναι τόσοι οι ανυπόστατοι ισχυρισμοί και τα fake news που διατυπώνει και αναπαράγει ο «αντισυστημικός» Τραμπ, ώστε είναι συχνά δύσκολο να διακρίνει κανείς αν πρόκειται για γκάφες ή για συνειδητή επιλογή λέξεων και φράσεων απέναντι στο εκάστοτε ακροατήριό του. Πάντως ο πρόεδρος Μπάιντεν, λόγω του αξιώματός του, κινδυνεύει περισσότερο να ξεσηκώσει μεγαλύτερο σάλο με μια γκάφα και ίσως για αυτό τον λόγο περιορίζεται σε ολιγόλογους «χρησμούς», ειδικά σε διεθνή ζητήματα, δίνοντας λαβή στο επιτελείο Τραμπ να τον κατηγορεί ότι θέλει να επανεκλεγεί κρυπτόμενος από τον αμερικανικό λαό.

Δικαστικά μέτωπα από το Καπιτώλιο έως το… Αφγανιστάν

Αντιμέτωπος με δεκάδες κατηγορίες για ποινικά αδικήματα, ο Τραμπ προσπαθεί να καθυστερήσει με βροχή εφέσεων την εκδίκαση υποθέσεων που θα είχαν ήδη στείλει στο περιθώριο κάποιον άλλον «συστημικό» πολιτικό. Σε μια από αυτές ο Τραμπ καταδικάστηκε πρώτα για σεξουαλική κακοποίηση, κατόπιν για δυσφήμηση της 80χρονης σήμερα συγγραφέως Ε. Τζ. Κάρολ, στην οποία οι ένορκοι επιδίκασαν αποζημίωση άνω των 80 εκατ. Ο Τραμπ επικαλέστηκε κακοδικία, όμως η προσφυγή του απορρίφθηκε την περασμένη Πέμπτη. Λίγες ώρες αργότερα άρχισε στο Ανώτατο Δικαστήριο η ακρόαση επί της προσφυγής του Τραμπ εναντίον του αποκλεισμού του από τις εκλογές σε δύο Πολιτείες (Κολοράντο και Μέιν). Στο Ανώτατο Δικαστήριο οδεύει επίσης η επίκληση της «προεδρικής ασυλίας» από τον Τραμπ στην υπόθεση της συνωμοσίας για ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος. Την ίδια ημέρα, ο Τζο Μπάιντεν πέτυχε μια πύρρειο νίκη για τους απόρρητους φακέλους του Αφγανιστάν που κρατούσε στο γκαράζ του σπιτιού του από την εποχή που ήταν αντιπρόεδρος της χώρας. Ο ειδικός εισαγγελέας αποφάσισε μεν να μην τον παραπέμψει σε δίκη, σημείωσε όμως βιτριολικά ότι οι ένορκοι θα έβλεπαν μπροστά τους «έναν συμπαθητικό, καλοπροαίρετο γεράκο με κακή μνήμη» και πιθανώς θα τον απάλλασσαν.

Το σενάριο ενός ισχυρού τρίτου υποψηφίου

Η κοινή γνώμη, ιδιαίτερα η νεολαία, δηλώνει ότι έχει βαρεθεί τον πόλεμο μεταξύ των δυο ηλικιωμένων πολιτικών. Το 67% των Αμερικανών δήλωσε τον Ιανουάριο ότι «έχει κουραστεί να βλέπει τους ίδιους υποψηφίους στις προεδρικές εκλογές και θέλει κάποιο καινούργιο πρόσωπο» (δημοσκόπηση Reuters/Ipsos). Σε άλλη έρευνα (Gallup) το περασμένο φθινόπωρο, το ποσοστό των πολιτών που είπαν ότι χρειάζεται να υπάρξει τρίτο κόμμα εκτοξεύθηκε στο 63%, στο υψηλότερο της τελευταίας εικοσαετίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί θα ψήφιζαν μαζικά ένα τρίτο κόμμα και ότι ο υποψήφιός του θα είχε ρεαλιστικές πιθανότητες εκλογής. Ομως μια υποψηφιότητα του Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ (της γνωστής πολιτικής οικογένειας, που συγκέντρωσε το 14% σε δημοσκόπηση του Quinnipiac University), των Πράσινων ή του κινήματος No Labels θα μπορούσε να αποσπάσει κρίσιμο αριθμό ψήφων στις Πολιτείες όπου το αποτέλεσμα θεωρείται αμφίρροπο (Μίσιγκαν, Πενσιλβάνια, Ουισκόνσιν, Νεβάδα, Τζόρτζια, Αριζόνα). Περισσότερο ευάλωτος σε αυτό το σενάριο θεωρείται ο Μπάιντεν.

Η πιθανότητα νέας υγειονομικής (ή άλλης) κρίσης

Τέτοια εποχή πριν από τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε ελέγχους στις αεροπορικές πτήσεις από την Κίνα για μια περίεργη, θανατηφόρα ίωση από την Κίνα. Εξι εβδομάδες αργότερα, οι ΗΠΑ μπήκαν σε λοκντάουν. Οι προηγούμενες προεδρικές εκλογές έγιναν στη σκιά της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού που σκόρπισε τον θάνατο και τον φόβο, ανέτρεψε οικονομικές πολιτικές, δημιουργώντας παράλληλα πρόσφορο έδαφος για αρνητές της επιστήμης (με τον Τραμπ εκ των πρωταγωνιστών), καθώς και για άνευ προηγουμένου κατασταλτικά μέτρα. Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, είναι ζήτημα χρόνου η εκδήλωση μιας νέας μεγάλης υγειονομικής κρίσης. Το αν θα συμπέσει με την αμερικανική προεκλογική εκστρατεία είναι μάλλον ζήτημα τύχης.

Χτυπήματα κάτω από τη ζώνη με fake news

Εκτιμάται ότι οι εφετινές αμερικανικές εκλογές θα είναι οι πιο δαπανηρές στα χρονικά, δηλαδή πιο ακριβές από εκείνες του 2020 όπου ξοδεύτηκαν περισσότερα από 14 δισ. δολάρια (δυο φορές περισσότερα από τις εκλογές του 2016). Πολιτικοί αναλυτές προεξοφλούν ότι θα υπάρξουν χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, θεωρούν ότι κάποια από αυτά τα χτυπήματα θα γίνουν με fake news πίσω από τα οποία θα βρίσκονται κομματικά επιτελεία, μεμονωμένα άτομα ή ξένοι παράγοντες, όπως η Ρωσία και η Κίνα, που θα ήθελαν να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ ενός εκ των υποψηφίων. Με νωπές τις μνήμες από το σκάνδαλο του ρωσικού σαμποτάζ στις εκλογές του 2016 υπέρ του Τραμπ (όπως έκρινε επιτροπή του Κογκρέσου), οι αμερικανικές υπηρεσίες υποστηρίζουν ότι έχουν κλείσει τις «τρύπες» του συστήματος, όμως δεν μπορούν να αποκλείσουν μια νέα απόπειρα. Ο ψηφιακός κόσμος έχει πολλά παράθυρα. Μια κατασκευασμένη είδηση, ένα deep fake βίντεο που θα εμφανίζει έναν πολιτικό να κάνει ή να λέει ανάρμοστα πράγματα, ειδικά τις τελευταίες ημέρες πριν από την κάλπη, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.

Εννέα μήνες είναι πάρα πολύ μεγάλος χρόνος για την πολιτική. Αν κάποιος βγει πρόωρα εκτός μάχης, υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες για την αντικατάστασή του από το κόμμα και για νέα προεδρική υποψηφιότητα. Ομως κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ακόμη μια δοκιμασία για τη δημοκρατία των ΗΠΑ.