Δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε δεκαοκτώ από τους καλύτερους νέους χορευτές του κόσμου σε μια παράσταση που κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στην Αθήνα, με την υπογραφή του Μπαλέτου της Οπερας του Παρισιού, σε επιμέλεια του Χοσέ Μαρτίνεζ, διευθυντή χορού του ιστορικού πολιτιστικού οργανισμού.
Στις 27 και 28 Μαΐου, το Paris Opera Junior Ballet θα ερμηνεύσει τέσσερις χορογραφίες (Ζορζ Μπαλανσίν, Μορίς Μπεζάρ, Αναμπελ Λόπεζ Οτσόα και Χοσέ Μαρτίνεζ) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που διοργανώνονται από τον Ανθρωπιστικό Οργανισμό Lifeline Hellas σε συνεργασία με τη visionary culture υπό την Αιγίδα της Πρεσβείας της Γαλλίας στην Ελλάδα, του Ελληνογαλλικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, και της ΑΒΥ Πριγκίπισσας Αικατερίνης, ιδρύτριας του Lifeline. Ο σκοπός είναι η συνέχιση της προσφοράς σύγχρονων θερμοκοιτίδων στα νοσοκομεία Παίδων «Αγία Σοφία» και «Π. & Α. Κυριακού». Ο Χοσέ Μαρτίνεζ μίλησε στο ΒΗΜΑgazino για τους χορευτές και τα έργα που θα ερμηνεύσουν επί σκηνής, καθώς και για τη συζήτηση που είχε με τη Σαρλότ Γκενσμπούρ για τη νέα σειρά «Étoile».
Πώς επιλέξατε τους δεκαοκτώ νέους χορευτές που θα εμφανιστούν εδώ και ποιες ιδιότητες αναζητούσατε;
«Οι 18 χορευτές που συμμετέχουν σε αυτή την παράσταση επιλέχθηκαν κατά τις ακροάσεις που διοργανώθηκαν τον περασμένο Ιούλιο για την ένταξη στο Μπαλέτο της Οπερας του Παρισιού. Αυτή η ομάδα είναι πολύ διαφοροποιημένη: ορισμένοι έχουν εκπαιδευτεί στη Σχολή Χορού της Οπερας του Παρισιού, ενώ άλλοι προέρχονται από εθνικές και διεθνείς σχολές. Αυτή η ποικιλομορφία είναι σκόπιμη, καθώς επιθυμούσαμε να ανοίξουμε την εκπαίδευση σε διαφορετικά στυλ και προφίλ.
Οι ιδιότητες που αναζητώ σε έναν χορευτή υπερβαίνουν την τεχνική. Απαιτείται πραγματικά ανοιχτό πνεύμα, καλλιτεχνική περιέργεια, επιθυμία να εξερευνήσει νέους χορογραφικούς κόσμους και να συμμετάσχει σε δημιουργίες. Φυσικά, ισχυρές βάσεις στον κλασικό χορό είναι απαραίτητες, καθώς παραμένουν το θεμέλιο της εργασίας σε μια ομάδα όπως η δική μας».
Φέρνοντας τόσο κλασικά όσο και σύγχρονα κομμάτια στην Αθήνα, πώς ισορροπείτε την παράδοση με την καινοτομία;
«Η παράδοση και η καινοτομία πρέπει πάντα να πηγαίνουν χέρι-χέρι. Μου φαίνεται ουσιώδες να αντλούμε από το κλασικό λεξιλόγιο για να δημιουργήσουμε νέα έργα. Μου εξάπτει το ενδιαφέρον να συνεργάζομαι με χορογράφους που προσφέρουν μια σύγχρονη ανάγνωση του μπαλέτου, δημιουργώντας αυτό που αποκαλώ κλασικά μπαλέτα του 21ου αιώνα. Εξ ου και το πρόγραμμα παρουσιάζει και πρόσφατα έργα που χρησιμοποιούν τις πουέντ (le chausson de pointe) – ένα υπέροχο εργαλείο – για να εξερευνήσουν νέες φόρμες χορού. Ετσι, η παράδοση παραμένει ζωντανή μέσω της δημιουργίας».
Πώς έχει επηρεάσει η δική σας καριέρα – από νικητής του Prix de Lausanne γίνατε Étoile και τώρα Καλλιτεχνικός Διευθυντής – την προσέγγισή σας στην καθοδήγηση αυτών των αναδυόμενων ταλέντων;
«Φυσικά, όλη μου η εμπειρία– είτε ως ερμηνευτής, χορογράφος ή διευθυντής – με βοηθά σήμερα να καθοδηγώ αυτούς τους νέους χορευτές. Είχα την τύχη να μάθω από πολλούς δασκάλους, τόσο στον κλασικό όσο και στον σύγχρονο χορό, και η εκπαίδευσή μου περιλάμβανε επίσης το μουσικό θέατρο. Αυτή η ποικιλομορφία μού επιτρέπει σήμερα να βοηθώ τους χορευτές να δοκιμάζονται σε διάφορα στυλ, σε διαφορετικούς καλλιτεχνικούς δρόμους. Η καριέρα μου ως χορογράφος, όπως και το γεγονός ότι έχω εργαστεί σε διάφορους οργανισμούς, μου επέτρεψε να κατανοήσω τις απαιτήσεις και τις ποικίλες λειτουργίες του επαγγελματικού χώρου.
Η διδασκαλία του χορού μού έμαθε επίσης τη σημασία της υπομονής, της κατανόησης και του σεβασμού του ρυθμού κάθε καλλιτέχνη. Μια αξιοσημείωτη εμπειρία ήταν η εργασία μου στη Σχολή Χορού της Οπερας του Παρισιού, για το μπαλέτο «Scaramouche», όπου καθοδήγησα νέους χορευτές ηλικίας 8 έως 12 ετών. Εκεί ανακάλυψα ότι, σε κάθε ηλικία, οι καλλιτέχνες μπορούν να αυτοσχεδιάσουν, να αφοσιωθούν, να εκφραστούν πλήρως. Πρέπει να τους προσφέρουμε έναν χώρο για να πειραματιστούν, να τους προτείνουμε εργαλεία και να τους αφήσουμε να κάνουν επιλογές, αντί να επιβάλλουμε έναν μόνο δρόμο. Πιστεύω ότι αυτή η ανοιχτόμυαλη οπτική, που είναι τροφοδοτημένη από την πορεία μου, μπορεί ουσιαστικά να επιτρέψει στα νέα ταλέντα να ανθίσουν σήμερα».
Ποιο από τα τέσσερα έργα του προγράμματος έχει για εσάς τη μεγαλύτερη προσωπική σημασία και γιατί;
«Κάθε έργο του προγράμματος έχει μια ιδιαίτερη σημασία για εμένα, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ο Μπαλανσίν είναι ένας χορογράφος που λάτρευα να χορεύω: το στυλ του αποτελεί πραγματική πρόκληση, με απίστευτες τεχνικές και μουσικές απαιτήσεις. Είναι μια σπουδαία ευκαιρία για τους χορευτές να προσεγγίσουν αυτό το είδος ρεπερτορίου. Η συνεργασία σε ένα σύγχρονο έργο με μια εν ζωή χορογράφο, όπως η Αναμπελ Λόπεζ Οτσόα, είναι επίσης πολύτιμη εμπειρία για τους ίδιους – τους επιτρέπει να οικειοποιηθούν ένα έργο μέσα από άμεσο διάλογο με τη δημιουργό του. Αλλά αν πρέπει να διαλέξω ένα, τότε αναμφίβολα είναι το «Mi Favorita», το οποίο έχει για εμένα μια εντελώς ιδιαίτερη σημασία. Είναι δική μου χορογραφία και, κυρίως, η πρώτη που δημιούργησα ειδικά για νέους χορευτές.
Αρχικά είχε σχεδιαστεί για έξι ερμηνευτές, και για την περίσταση στην Ελλάδα προσαρμόστηκε για τους 18 χορευτές του Junior Ballet. Είναι ένα έργο που βασίζεται στο κλασικό λεξιλόγιο, με αρκετές δόσεις χιούμορ, που αφήνει σε κάθε χορευτή την ελευθερία να ενσωματώσει σε αυτό τη δική του εμπειρία, την προσωπικότητα και τα συναισθήματά του. Αυτό το καθιστά ένα πολύ ζωντανό έργο, το οποίο παρουσιάζω με μεγάλη χαρά».
Ποια μαθήματα ελπίζετε να μεταφέρουν αυτοί οι νέοι χορευτές στην επαγγελματική τους ζωή;
«Το να συμμετέχει κανείς στο Junior Ballet είναι ένα ουσιαστικό στάδιο στην εκπαίδευσή του. Πρόκειται για μια εντατική εμπειρία που τους επιτρέπει να συνεργαστούν με πολλούς χορογράφους, τόσο από το κλασικό ρεπερτόριο όσο και από τη σύγχρονη δημιουργία. Αυτό τους προσφέρει ποικιλομορφία εμπειριών και ένα ισχυρό υπόβαθρο κατά την είσοδό τους σε μια επαγγελματική ομάδα. Αποκτούν επίσης πολύτιμη σκηνική πείρα: οι περιοδείες τούς φέρνουν αντιμέτωπους με πραγματικές συνθήκες – να φτάσουν σε ένα θέατρο, να προσαρμοστούν γρήγορα σε έναν νέο χώρο, στους φωτισμούς, στη σκηνή. Αυτές είναι πολύτιμες δεξιότητες που τους παρέχουν τα απαραίτητα εργαλεία για να ενταχθούν αποτελεσματικά στην ομάδα.
Επιπλέον, επωφελούνται από ευκαιρίες ένταξης στο Μπαλέτο της Οπερας του Παρισιού. Εφέτος, για παράδειγμα, συμμετείχαν στο έργο «Η Ωραία Κοιμωμένη»στη σκηνή της Opéra Bastille. Είναι μια πραγματική εμπειρία πεδίου, υπό τη στέγη ενός μεγάλου οργανισμού, που τους προετοιμάζει να γίνουν ολοκληρωμένοι επαγγελματίες και αυτόνομοι καλλιτέχνες».
Υπάρχουν έλληνες χορευτές ή χορογράφοι των οποίων το έργο θαυμάζετε;
«Ναι, είχα την ευχαρίστηση να συνεργαστώ με τον Αντώνη Φωνιαδάκη όταν ήμουν διευθυντής της Compañía Nacional de Danza στη Μαδρίτη. Η συνεργασία αυτή υπήρξε πολύ γόνιμη. Είχαμε ανεβάσει ξανά το μπαλέτο του, «Les Noces», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Είναι ένας χορογράφος με έντονη καλλιτεχνική ταυτότητα και πολύ ιδιαίτερη αισθητική. Κρατώ πολύ θετικές αναμνήσεις και είναι σίγουρα ένας καλλιτέχνης με τον οποίο θα ήθελα να ξανασυνεργαστώ στο μέλλον.
Πρόσφατα ανακάλυψα το έργο του Χρήστου Παπαδόπουλου μέσα από τη συνεργασία του με το Μπαλέτο της Οπερας της Λυών, και βρήκα τον κόσμο του πραγματικά πολύ ενδιαφέροντα. Εχει ισχυρή καλλιτεχνική ταυτότητα και ξεχωριστή υπογραφή. Η συνεργασία μαζί του πρέπει να είναι αληθινή πρόκληση για τους χορευτές, αλλά και μια σπουδαία ευκαιρία εξερεύνησης. Αυτό ακριβώς το είδος εμπειρίας, κατά τη γνώμη μου, είναι που ωριμάζει έναν ερμηνευτή – τον ωθεί να ξεπεράσει τα όριά του και να ανακαλύψει νέους τρόπους έκφρασης».
Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η πιο ενδιαφέρουσα τάση στον σύγχρονο χορό σήμερα;
«Αυτό που βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτή την περίοδο είναι η τάση πολλών σύγχρονων χορογράφων να εισαγάγουν μια μορφή αφήγησης στα έργα τους, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα ένα πολύ προσωπικό και σύγχρονο χορογραφικό λεξιλόγιο.
Αυτό το μείγμα μεταξύ αφηρημένης κίνησης και αφηγηματικής πρόθεσης επιτρέπει να διηγηθούν ιστορίες που αγγίζουν την ευαισθησία του σημερινού κοινού – χωρίς να είναι απαραίτητα κυριολεκτικές ή συγκεκριμένες, αλλά προκαλώντας συναισθήματα, έντονες καταστάσεις και θέτοντας σύγχρονα ερωτήματα. Αυτό προσδίδει μεγαλύτερο βάθος στον χορό και δημιουργεί μια πιο άμεση σύνδεση με τον θεατή».
Εχετε παρακολουθήσει τη σειρά «Étoile»; Αν ναι, σας άρεσε; Πιστεύετε ότι αποτυπώνει με σαφήνεια τον κόσμο του χορού;
«Δεν είχα ακόμη την ευκαιρία να δω ολόκληρη τη σειρά – έχω δει μόνο την αρχή του πρώτου επεισοδίου, λόγω έλλειψης χρόνου – αλλά σκοπεύω να την παρακολουθήσω. Ξέρω όμως αρκετούς χορευτές που συμμετείχαν και μου μίλησαν για τα γυρίσματα και τη θεματολογία της σειράς. Είχα επίσης μια μακρά συζήτηση με την πρωταγωνίστρια, Σαρλότ Γκενσμπούρ, πριν από περισσότερο από έναν χρόνο, όταν προετοίμαζε τον ρόλο της. Μου είχε εξηγήσει την προσέγγισή της και την οπτική που ήθελε να δώσει στον κόσμο του χορού. Τούτου λεχθέντος, πιστεύω πως μια σειρά ή μια ταινία δεν έχει σκοπό να αποτυπώσει την πραγματικότητα με απόλυτη ακρίβεια. Είναι πάντα μια ερμηνεία, μια οπτική – εκείνη του σκηνοθέτη ή του σεναριογράφου.
Πρέπει επίσης να ληφθούν υπ’ όψιν οι αφηγηματικές απαιτήσεις: για να προσελκύσεις ευρύτερο κοινό, μερικές φορές πρέπει να υπερβάλεις σε κάποιες καταστάσεις, να δημιουργήσεις εντάσεις. Αρα, ακόμα και αν ορισμένα πράγματα είναι αληθινά στην ουσία τους, η σκηνοθετική τους απόδοση συχνά τα αλλοιώνει. Για εμένα, το «Étoile»είναι περισσότερο μια διασκεδαστική σειρά μυθοπλασίας, παρά ένα ντοκιμαντέρ ή μια πιστή αναπαράσταση του κόσμου του χορού. Μπορεί να γεννήσει ενδιαφέρον για αυτό το σύμπαν, αλλά πρέπει να τη βλέπει κανείς γνωρίζοντας πως πρόκειται για μια καλλιτεχνική ματιά και όχι για ρεαλιστικό πορτρέτο».