Κάποτε, για να πληρώσει κανείς έναν λογαριασμό ή για να στείλει χρήματα στο εξωτερικό χρειαζόταν χαρτιά, υπογραφές, αναμονή σε κάποιο γκισέ τράπεζας. Σήμερα, λίγες κινήσεις στο κινητό αρκούν.
Η fintech, δηλαδή η τεχνολογία που επαναπροσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο διακινούνται τα χρήματα και παρέχονται οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, δεν ανήκει πια στο μέλλον αλλά στο παρόν. Και μάλιστα σε ένα παρόν που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς λόγω των αστραπιαίων εξελίξεων στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Ο όρος «fintech» – μια σύνθεση των λέξεων «financial» και «technology» – περιγράφει την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στον χρηματοοικονομικό κλάδο, με σκοπό τη βελτίωση, την αυτοματοποίηση και τη δημοκρατικοποίηση των υπηρεσιών.
Από τις εφαρμογές πληρωμών και το ψηφιακό banking μέχρι τα εργαλεία επενδύσεων, τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου και την ανάλυση δεδομένων, η fintech στοχεύει να καταστήσει τις οικονομικές διαδικασίες πιο γρήγορες, πιο έξυπνες και πιο εύκολα προσβάσιμες. Αυτό που ξεκίνησε ως εναλλακτική απέναντι στις παραδοσιακές τράπεζες εξελίσσεται σήμερα σε ολόκληρο οικοσύστημα.
Μια τεράστια βιομηχανία που συνδέει startups, γίγαντες της τεχνολογίας και τραπεζικούς κολοσσούς. Οι συναλλαγές μεταφέρονται στο cloud, οι αποφάσεις λαμβάνονται από αλγορίθμους και οι επενδυτικές συμβουλές προέρχονται πλέον από ροµποτικούς συµβούλους, τους λεγόµενους robo-advisors.
«Η fintech είναι, ουσιαστικά, η προσπάθεια να γίνει η οικονομία τόσο ευέλικτη και άμεση όσο και οι άλλες ενέργειες που κάνουμε με το smartphone μας. Και αυτό φυσικά αλλάζει τα πάντα»
Ακόμα πιο ευέλικτη οικονομία
Πίσω από τη fintech βρίσκονται τεχνολογίες όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), το blockchain, η ανάλυση μεγάλων δεδομένων (big data analytics) και η ψηφιακή ταυτοποίηση. Η AI αξιοποιείται για να εντοπίζει μοτίβα απάτης, να αναλύει πιστοληπτική ικανότητα και να προβλέπει κινδύνους με μεγαλύτερη ακρίβεια από οποιονδήποτε αναλυτή.
Το blockchain, η τεχνολογία που έκανε γνωστά τα κρυπτονομίσματα, χρησιμοποιείται πλέον για διαφανείς και αδιάβλητες συναλλαγές. Τα big data επιτρέπουν τη δημιουργία εξατομικευμένων προϊόντων – από ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο μέχρι μια πρόταση δανεισμού –, ενώ οι μέθοδοι βιομετρικής ταυτοποίησης προσφέρουν ασφάλεια χωρίς πολύπλοκους κωδικούς.
Στην πράξη, fintech σημαίνει απλοποίηση. Το κινητό γίνεται πορτοφόλι μέσω Apple Pay ή Google Pay, οι εφαρμογές ψηφιακής τραπεζικής αντικαθιστούν τις επισκέψεις σε υποκαταστήματα τραπεζών, πλατφόρμες όπως το Robinhood επιτρέπουν σε εκατομμύρια νέους επενδυτές να αγοράζουν μετοχές με ελάχιστα χρήματα, το crowdfunding δίνει τη δυνατότητα σε ιδέες να χρηματοδοτηθούν από το πλήθος. Ακόμα και η ασφάλιση έχει γίνει «έξυπνη» – με εταιρείες όπως η Lemonade να χρησιμοποιούν Τεχνητή Νοημοσύνη για την αποζημίωση ζημιών σε δευτερόλεπτα.
Η fintech είναι, ουσιαστικά, η προσπάθεια να γίνει η οικονομία τόσο ευέλικτη και άμεση όσο και οι άλλες ενέργειες που κάνουμε με το smartphone μας. Και αυτό φυσικά αλλάζει τα πάντα. Πολλοί επαΐοντες του χώρου θεωρούν πως το 2025 βρίσκει τον κλάδο να ωριμάζει. Οι επενδύσεις σε fintech παραμένουν ισχυρές, αλλά πιο επιλεκτικές.
Πριν από λίγες ημέρες το Reuters δημοσίευσε, για παράδειγμα, την είδηση πως η άνθηση στις εταιρείες fintech και η αυξανόμενη ζήτηση για εξοικείωση με την Τεχνητή Νοημοσύνη αύξησαν τον αριθμό των κενών θέσεων εργασίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο Λονδίνο το τρίτο τρίμηνο του έτους, σύμφωνα με το London Employment Monitor της Morgan McKinley.
Οι κενές θέσεις στον τομέα αυξήθηκαν κατά 9% σε ετήσια βάση, ανέφερε η εταιρεία, αν και προειδοποίησε ότι οι προσλήψεις αποφοίτων πανεπιστημίου επιβραδύνονται καθώς αυτοματοποιούνται περισσότεροι ρόλοι. Οι εταιρείες που ακμάζουν δεν είναι πια εκείνες που φαίνονται πιο εντυπωσιακές, αλλά όσες συνδυάζουν τεχνολογία και βιώσιμη επιχειρηματικότητα.
Παράλληλα, η Τεχνητή Νοημοσύνη και η αυτοματοποίηση μεταμορφώνουν τον τρόπο λειτουργίας των ίδιων των εταιρειών αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αναδεικνύονται ως επιδραστικές φιγούρες οι επικεφαλής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο 44χρονος Σουηδός Σεµπάστιαν Σιεµιατκόφσκι, ο άρχων των «buy now, pay later» υπηρεσιών (BNPL εν συντοµία).
Από φοιτητής Οικονοµικών που δούλευε part-time σε µπεργκεράδικο, έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς επιχειρηµατίες της Ευρώπης, µε περισσότερους από 150 εκατοµµύρια πελάτες παγκοσµίως. Τα τελευταία δύο χρόνια ο ραγδαία ανερχόµενος entrepreneur επένδυσε µαζικά στην Τεχνητή Νοηµοσύνη, δηµιουργώντας ένα chatbot εξυπηρέτησης το οποίο χρησιµοποιεί το ChatGPT της OpenAI και αντικαθιστά το έργο εκατοντάδων υπαλλήλων. Παρά τις αντιδράσεις, τα οικονοµικά αποτελέσµατα τον δικαίωσαν: η εταιρεία του εισήχθη στο χρηµατιστήριο της Νέας Υόρκης το 2025 µε αποτίµηση άνω των 15 δισ. δολαρίων.
Ο Σιεµιατκόφσκι λατρεύει την Τεχνητή Νοηµοσύνη και δήλωσε στο Bloomberg πρόσφατα ότι χρησιµοποιεί την τεχνολογία συνεχώς. Τον περασµένο Μάιο εµφανίστηκε σε µια τηλεδιάσκεψη µε τη µορφή ψηφιακής ρεπλίκας που δηµιουργήθηκε από την Τεχνητή Νοηµοσύνη, κάνοντας σχόλια µε τη δική του φωνή και εµφάνιση. Λάνσαρε επίσης µια «Γραµµή Βοήθειας Διευθύνοντος Συµβούλου Τεχνητής Νοηµοσύνης» 24/7, η οποία απαντά στις ερωτήσεις των πελατών στο στυλ οµιλίας του αντισυµβατικού CEO, τόσο στα αγγλικά όσο και στα σουηδικά.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι η πορεία του Νικολάι Στορόνσκι, 41 ετών, γεννημένου και μεγαλωμένου στη Ρωσία – και αργότερα μόνιμου κατοίκου Λονδίνου –, ιδρυτή και διευθύνοντος συμβούλου της Revolut. O διορατικός επιχειρηματίας ίδρυσε την εταιρεία το 2015 με στόχο να κάνει τις διεθνείς συναλλαγές απλές και φθηνές. Δέκα χρόνια αργότερα, η Revolut διαθέτει πάνω από 65 εκατομμύρια πελάτες και αποτιμάται στα 75 δισ. δολάρια, όντας η πιο πολύτιμη fintech της Ευρώπης. Ο ίδιος, που πρόσφατα μετέφερε τη φορολογική του κατοικία στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, θεωρείται πλέον παίκτης παγκόσμιας εμβέλειας – ένας από τους λίγους που μπορούν να ανταγωνιστούν παραδοσιακές τράπεζες και trading πλατφόρμες.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Νταβίντ Βέλεζ, γεννημένος στην Κολομβία και μεγαλωμένος στην Κόστα Ρίκα, ίδρυσε τη Nubank το 2013 στο Σάο Πάολο με στόχο να φέρει τραπεζικές υπηρεσίες σε μια χώρα όπου τα επιτόκια ήταν υπέρογκα και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες ασφυκτικές. Σήμερα, η Nubank εξυπηρετεί περισσότερους από 100 εκατομμύρια πελάτες σε όλη τη Λατινική Αμερική και θεωρείται η μεγαλύτερη ψηφιακή τράπεζα του πλανήτη. Ο Βέλεζ, με σπουδές στο Stanford και παρελθόν στη Sequoia Capital, έχει αναδειχθεί σε σύμβολο της fintech επανάστασης του Νότου.
Από την Ευρώπη ξεχωρίζει επίσης και ο Κρίστο Κάρμαν, εσθονός μαθηματικός και συνιδρυτής της Wise (πρώην TransferWise), η οποία εκτόξευσε το 2011 την ιδέα των διασυνοριακών μεταφορών χρημάτων χωρίς μεσάζοντες και υπερβολικές προμήθειες. Ο Κάρμαν, κατάφερε να μετατρέψει ένα προσωπικό παράπονο – την ακριβή μεταφορά χρημάτων μεταξύ Βρετανίας και Εσθονίας – σε εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Λονδίνου.
Στον πυρήνα της ψηφιακής υποδομής βρίσκεται ο Ζακ Πέρετ, ο αμερικανός ιδρυτής της Plaid, μιας εταιρείας που συνδέει τραπεζικούς λογαριασμούς με εφαρμογές μέσω APIs, αποτελώντας τον «συνδετικό ιστό» της παγκόσμιας fintech. Ο Πέρετ ίδρυσε την Plaid το 2013, η οποία σήμερα εξυπηρετεί εκατομμύρια χρήστες και συνεργάζεται με σχεδόν όλες τις μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ.
Υπάρχει βεβαίως και ο Πίτερ βαν ντερ Ντουζ, γεννημένος το 1969 στο Αμστελβίν της Ολλανδίας, συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Adyen, μιας από τις κορυφαίες εταιρείες fintech της Ευρώπης. Η καριέρα του ξεκίνησε στην ING Netherlands το 1995, όπου εργάστηκε ως επιχειρησιακός διευθυντής. Υστερα από έναν χρόνο μεταπήδησε στην Elsevier. Το 1999 απέκτησε την πρώτη του επιχείρηση στον τομέα των πληρωμών συνιδρύοντας την Bibit Global Payment Services. Ως γενικός διευθυντής Εμπορίου στην Bibit, ανέπτυξε εξειδίκευση στην επεξεργασία ηλεκτρονικών πληρωμών.
Η εταιρεία στη συνέχεια εξαγοράστηκε από τη Royal Bank of Scotland, το 2004, με τον Βαν ντερ Ντουζ να παραμένει στο Διοικητικό Συμβούλιο μέχρι το 2006. Εκείνη τη χρονιά ίδρυσε μαζί με τον Αρνουτ Σουίφ την Adyen, το όνομα της οποίας σημαίνει «ξεκινήστε πάλι από την αρχή» στη γλώσσα του Σουρινάμ.
Η εταιρεία ιδρύθηκε για να παρέχει υπηρεσίες επεξεργασίας ηλεκτρονικών πληρωμών σε διαδικτυακούς λιανοπωλητές. Από το 2007, η Adyen διατηρεί σταθερή διψήφια ετήσια ανάπτυξη. Διαθέτει ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο πελατών, που περιλαμβάνει μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, όπως η Spotify, το Facebook, το Netflix και το eBay. Ενα βασικό ορόσημο στην ανάπτυξη της Adyen ήρθε με την αρχική δημόσια προσφορά της τον Ιούνιο του 2018, με αποτέλεσμα την αποτίμηση της εταιρείας στα 13,4 δισ. ευρώ.
Ο ίδιος ο Πίτερ βαν ντερ Ντουζ διατήρησε μερίδιο 3% μετά την αρχική δημόσια προσφορά. Αυτό το μερίδιο συνέβαλε στην ένταξή του στη λίστα των δισεκατομμυριούχων του «Forbes» το 2020. Η λειτουργική κλίμακα της εταιρείας έχει αυξηθεί σημαντικά, με ετήσιους όγκους επεξεργασίας συναλλαγών που ξεπερνούν τα 900 δισ. δολάρια.
Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε τους μηχανικούς των πληρωμών, όπως ο Γκιγιόμ Πουσάζ, ο ελβετός ιδρυτής της Checkout.com που διαχειρίζεται πάνω από 1 δισ. δολάρια ημερησίως, ή ο Χαρσίλ Μάτουρ της ινδικής Razorpay, που προσφέρει πλήρες οικοσύστημα πληρωμών και neobanking λύσεων σε μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές του κόσμου.
Από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τη Βραζιλία, από τη Στοκχόλμη μέχρι το Μπανγκαλόρ, τα πρόσωπα αυτά έχουν ένα κοινό: δεν προέρχονται από τον τραπεζικό κόσμο αλλά από τη μηχανική, τα μαθηματικά, την πληροφορική. Οραματίστηκαν έναν κόσμο όπου τα χρήματα κινούνται τόσο εύκολα όσο τα δεδομένα. Και κατάφεραν να τον δημιουργήσουν.
Η νέα εποχή των χρηματοοικονομικών τεχνολογιών
Το 2025 χαρακτηρίζεται από τρεις λέξεις-κλειδιά: «AI», «εξατομίκευση» και «ενσωμάτωση». Η Τεχνητή Νοημοσύνη μετατρέπεται από βοηθητικό εργαλείο σε βασικό πυρήνα λειτουργίας. Οι πλατφόρμες συλλέγουν δεδομένα, αναλύουν συνήθειες και προτείνουν προϊόντα σχεδόν «διαισθητικά». Ο χρήστης δεν χρειάζεται να ζητήσει δάνειο – η εφαρμογή γνωρίζει ήδη ότι το χρειάζεται.
Παράλληλα, το λεγόμενο embedded finance (ενσωματωμένα χρηματοοικονομικά) καθιστά τις υπηρεσίες σχεδόν αόρατες: η χρηματοδότηση, η ασφάλιση ή οι πληρωμές συμβαίνουν μέσα στην εμπειρία μιας άλλης εφαρμογής, χωρίς ο χρήστης να αντιλαμβάνεται ότι «αλλάζει πλατφόρμα». Στο παρασκήνιο, το blockchain και τα λεγόμενα stablecoins ωριμάζουν, ενώ οι κεντρικές τράπεζες ετοιμάζουν τα δικά τους ψηφιακά νομίσματα (CBDCs).
Οι κυβερνήσεις θεσπίζουν κανόνες – όπως η ευρωπαϊκή MiCA – επιχειρώντας να θέσουν τάξη σε έναν χώρο που άλλοτε έμοιαζε ανεξέλεγκτος. Η ασφάλεια παραμένει κρίσιμη, με την ανάπτυξη βιομετρικών και συμπεριφορικών μεθόδων ταυτοποίησης που αναγνωρίζουν τον χρήστη από τον τρόπο που πληκτρολογεί ή κινεί το τηλέφωνό του.
Το fintech δεν είναι πια ένα περιφερειακό, αναδυόμενο φαινόμενο ούτε απλώς μια λέξη της μόδας. Είναι το λειτουργικό σύστημα της νέας οικονομίας. Οι συναλλαγές, οι αποταμιεύσεις, οι επενδύσεις, ακόμα και οι ασφαλίσεις μετατρέπονται σε εμπειρίες λογισμικού. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από αλγορίθμους, αλλά η πρόκληση παραμένει η εξής: πώς θα διασφαλίσουμε ότι η τεχνολογία υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το αντίστροφο.






