Είμαστε στο μέλλον, στο Διάστημα. Στο Πλοίο Εξι Χιλιάδες, που έχει απομακρυνθεί αρκετά από τη Γη, επικρατεί αναστάτωση. Το πλήρωμα των εργαζομένων είναι μεικτό. Αφενός, έχουμε αυτούς που γεννήθηκαν και θα πεθάνουν. Αφετέρου, αυτούς που δημιουργήθηκαν και δεν θα πεθάνουν. Ανθρωποι και ανθρωποειδή, μαζί, αλληλεπιδρούν, συγχρωτίζονται, συγκρούονται.
Στο επίκεντρο αυτής της παράξενης συνθήκης βρίσκονται κάποια μυστηριώδη αντικείμενα που προέρχονται από τον πλανήτη Νέα Ανακάλυψη, αντικείμενα που επηρεάζουν το πλήρωμα με ποικίλους και απρόβλεπτους τρόπους. Αυτή η ιστορία φτάνει σε εµάς µέσα από μια σειρά μαρτυριών (ορισμένες είναι λογοκριμένες) που συλλέγει μια επιτροπή.
Το βιβλίο της Δανής Ολγα Ράουν με τίτλο «Οι υπάλληλοι» (De ansatte, 2020) βρέθηκε μεταξύ των φιναλίστ για το Διεθνές Βραβείο Booker 2021 και κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ικαρος σε μετάφραση του Σωτήρη Σουλιώτη.

Το BHMAgazino δεν έχασε την ευκαιρία να συνομιλήσει με την 39χρονη συγγραφέα, να διερευνήσει το υπόβαθρο της γυναίκας που συνέθεσε ένα τέτοιο έργο, εξωπραγματικό και αλληγορικό συνάμα. Την εντοπίσαμε στην πόλη της, την Κοπεγχάγη.
Είχε μόλις επιστρέψει από μια βόλτα που, στην περίπτωσή της, μοιάζει με καθημερινή τελετουργία: «Στον δρόμο επεξεργαζόμουν τα διαφορετικά κείμενα που γράφω αυτή την περίοδο. Συνήθως, κάνω μεγάλους περιπάτους στη μέση της εργάσιμης μέρας, επειδή επιτρέπουν στο μυαλό μου να κινηθεί αλλιώς. Eτσι δουλεύω γενικώς, χωρίς να σχεδιάζω ή να σκέφτομαι, είναι μάλλον σαν να ακούω απλώς ή να διαλογίζομαι. Επίσης, μου αρέσει πολύ το window shopping, να κοιτάζω τις βιτρίνες των καταστημάτων όσο περιφέρομαι έξω και αναλογίζομαι τι ακριβώς θα γράψω».
Η Ράουν ανατράφηκε από γονείς καλλιτέχνες, γεγονός που έχει την αξία του. Στο σπίτι, η μουσική και τα εικαστικά κυριαρχούσαν, όπως και η ανάγνωση.
Σε ποιον βαθμό άραγε το οικογενειακό περιβάλλον εξηγεί τη δική της συστηματική ενασχόληση με το γράψιμο; «Δεν ξέρω αν αυτό είναι έμφυτο ή επίκτητο. Ξέρω πάντως, από πολύ νωρίς, ότι η τέχνη είναι εφικτή ως τρόπος ζωής. Οι γονείς μου δεν είχαν σταθερές δουλειές, είχαν καλές χρονιές και κακές χρονιές, από οικονομική άποψη. Νομίζω ότι αυτό με έκανε να φοβάμαι λιγότερο, σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους, το ενδεχόμενο να μη βγάζω πάντοτε αρκετά χρήματα. Παρατηρώντας τους γονείς μου, από μικρή, διαπίστωσα πώς είναι να έχεις μια φυσική, βαθιά και ολοκληρωμένη σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Ζήλευα πολύ το πιάνο της μητέρας μου. Ενιωθα πως τα βράδια προτιμούσε αυτό παρά εμένα. Εγραφε τραγούδια. Η δημιουργική διαδικασία σε μεταμορφώνει, αυτό το γνωρίζω από πρώτο χέρι. Ως παιδί συνόδευα συχνά τη μητέρα μου στις περιοδείες της. Οταν κανείς βρίσκεται στη σκηνή και παίζει το όργανό του, ξαφνικά γίνεται περισσότερο ο εαυτός του, σαν να φωτίζεται το πρόσωπό του. Στα παιδικά μου μάτια ήταν κάπως τρομακτικό αυτό, επειδή είχα την εντύπωση ότι μου αποκαλύπτονταν κρυμμένες πλευρές των ενηλίκων.
Μερικές φορές ένιωθα ότι αφανιζόμουν ολόκληρη από τη μεγαλοπρέπεια των συναισθημάτων που κατέκλυζαν τη σκηνή. Σαν να με έκαιγε μια φωτιά. Απέκτησα μια σχεδόν θρησκευτική αντίληψη για τη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης. Σήμερα πια, πιστεύω ότι η τέχνη ενεργοποιεί κομμάτια τόσο της συνείδησης όσο και του σώματός μας με τρόπους που ενδεχομένως μας δείχνουν ότι δεν έχουμε καταλάβει ακόμα πώς να συνδέουμε τον εαυτό μας με τον κόσμο γύρω μας».
Στα «παρασκήνια» του βιβλίου
Πώς όμως προέκυψαν «Οι υπάλληλοι», αυτό το αλλόκοτο και ακατάτακτο βιβλίο; «Εγραφα τότε ένα άλλο μυθιστόρημα που, εν τέλει, εξέδωσα αργότερα. Με είχε αρρωστήσει εκείνο το βιβλίο, με είχε αρρωστήσει ο ίδιος μου ο εαυτός. Επαθα αυτό που παλιότερα θα αποκαλούσαν “νευρικό κλονισμό”, μετά πήρα αναρρωτική άδεια και έφυγα από το γραφείο. Αρχισα ομαδική ψυχοθεραπεία, την οποία μισούσα. Με βοήθησε ωστόσο, παρότι ήταν ταπεινωτική.
Ευρισκόμενη σε μια τέτοια κατάσταση, η Λέα Γκουλντίτε Χέστελουντ, εικαστική καλλιτέχνιδα, επικοινώνησε μαζί μου. Γνώριζα το έργο της. Μου ζήτησε να γράψω ένα κείμενο για τον κατάλογο μιας επερχόμενης ατομικής της έκθεσης. Δέχθηκα επειδή μετεωριζόμουν στο κενό και επειδή μου άρεσαν πολύ αυτά που έκανε.
Δεθήκαμε διαβάζοντας Ούρσουλα Κ. Λε Γκεν (που κανείς δεν τη διάβαζε εκείνη την εποχή, οφείλω να επισημάνω) και η Λέα με ώθησε προς τη σωστή κατεύθυνση, μιλώντας σχετικά με κατασκευές περίεργων εξαρτημάτων για μορφές ζωής που δεν ήταν ανθρώπινες. Οταν πήγα στο στούντιό της και είδα τα γλυπτά της, τι να πω, ξετρελάθηκα.
Ετσι, ξεκίνησα να γράφω και πολύ γρήγορα συγκέντρωσα μερικές σελίδες. Τις έστειλα στη Λέα, της άρεσαν και μου έστειλε, με τη σειρά της, φωτογραφίες από τα καινούργια γλυπτά της. Από αυτή τη γόνιμη συνεργασία προέκυψε το βιβλίο. “Νομίζω ότι είναι μυθιστόρημα” της είχα πει στο τηλέφωνο» θυμήθηκε η Ράουν.
Και συνέχισε: «Ολα τα κείμενα που απαρτίζουν τους “Υπαλλήλους” τα έγραψα μέσα σε έναν μήνα. Αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης της Λέα. Υστερα, δημοσίευσα και το βιβλίο. Ανέκαθεν ήθελα να γράψω επιστημονική φαντασία, αλλά δεν έβρισκα το θάρρος. Εξαιτίας της θητείας μου στην ποίηση και στον ρεαλισμό, νόμιζα ότι έπρεπε να γράφω για τον εαυτό μου. Τι βαρετό!
Από τη στιγμή όμως που χρησιμοποίησα τη φαντασία μου για να γράψω κάτι εντελώς επινοημένο, ήταν λες και άνοιξε στο μυαλό μου μια πόρτα. Πίσω από αυτήν υπήρχαν αμέτρητα δωμάτια που δεν είχα δει ποτέ πριν, γεμάτα εικόνες, προτάσεις, φωνές. Πλησίασα σε κάτι σαν έκσταση. Εγραφα μανιωδώς. Θυμάμαι ότι περίμενα στην ουρά στο σουπερμάρκετ και πληκτρολογούσα στο κινητό με φρενήρη ρυθμό, επειδή τα λόγια των υπαλλήλων με πλημμύριζαν» και δεν την άφηναν σε ησυχία.
Επειτα, ζητήσαμε από τη Ράουν να σχολιάσει την «πολυφωνία» του βιβλίου της, σε έναν ορίζοντα κοινωνικό, αλλά και τους έντονους προβληματισμούς που αυτό θέτει σε σχέση με την τεχνολογία. Μπορεί η τελευταία να αντικαθρεφτίσει, με κάποιους τρόπους, την ανθρώπινη φύση ή την ανθρώπινη ηθική; Μπορούμε σήμερα να θεωρούμε «ουδέτερη» την ψηφιακή τεχνολογία; Πώς οφείλουμε να την πλησιάζουμε, δίχως να την εξιδανικεύουμε, δίχως να τη δαιμονοποιούμε;
«Εμένα, δεν με ενδιαφέρει το άτομο καθόλου. Ηθελα να γράψω για μια ομάδα. Και μάλιστα μια ομάδα διαφορετική από αυτήν που συναντάμε τις περισσότερες φορές στη λογοτεχνία, την οικογένεια. Ηθελα να γράψω για τον χώρο εργασίας, που καταλαμβάνει σηµαντικό µέρος της ζωής µας, µέσα όμως από το πρίσμα μιας ομάδας, μιας δύσκολης συλλογικότητας. Οταν ήμουν 20 χρόνων, οι νεότεροι συγγραφείς εδώ πάνω, στον Βορρά, έπρεπε να ανακτήσουμε το “εγώ” ώστε να φτιάξουμε χώρο για την πολιτική εμπειρία, να την αναπλαισιώσουμε στο πλαίσιο της σύγχρονης σκανδιναβικής λογοτεχνίας. Τότε αυτό ήταν το κρίσιμο.
Στην πορεία, ωστόσο, φοβάμαι πως το πράγμα ξέφυγε, ξέφυγε και από την ίδια την αυτοβιογραφική μυθοπλασία, κατέληξε σε ένα “εγώ” βασιλικότερο του βασιλέως. Νομίζω ότι πλέον δυσπιστώ ξανά απέναντι στο “εγώ”. Οταν έγραφα τους “Υπαλλήλους”, είχα την αίσθηση ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούσα δεν μου ανήκε, ότι αναδυόταν από μόνη της. Ποιος μιλάει όταν γράφουμε τη λέξη “εγώ”; Το ερώτημα αυτό το κάνω αδιάκοπα στον εαυτό μου. Από την άλλη μεριά, εις ό,τι αφορά την ουδετερότητα, δεν πιστεύω ότι υπάρχει, παρά μόνο στη χημεία. Κάθε εργαλείο φέρει το σημάδι του δημιουργού του. Και όλα τα εργαλεία φέρουν την ιδεολογία τους. Το ChatGPT, για παράδειγμα, είναι ένα εργαλείο που βασίζεται στην κλοπή και στην εκμετάλλευση πόρων, είναι ένα εργαλείο που έχει δημιουργηθεί μέσα στις ιδεολογικές συντεταγμένες του λεγόμενου “κατασκοπευτικού καπιταλισμού”, αυτό είναι όλο».
Η Ράουν, ακτινογραφώντας ακριβώς την ευαλωτότητά μας, αλλά και την τρυφερότητα που δεν βρίσκει διεξόδους έκφρασης και εκδήλωσης, μιλά για την εκτεταμένη απανθρωποποίηση του καιρού μας. «Λογαριάζω το βιβλίο μου ως βαθιά πολιτικό, έτσι τουλάχιστον το βλέπω εγώ. Και υπερθεματίζοντας σχετικά με τις συνέπειες του μεταφορντικού καπιταλισμού, στις οποίες αναφερθήκατε κι εσείς, θα έλεγα επίσης ότι είναι ένα μυθιστόρημα που περιγράφει πώς οι ιδέες των “κατηγοριών” ή των “εθνικοτήτων” μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία καταπίεσης».
Η Ράουν, με τους «Υπαλλήλους», εξάπτει την αγωνία μας για το πνευματικό και ψυχικό κατάντημα της ανθρωπότητας. Είναι σαν να αφηγείται την ιστορία της πικρής αποτυχίας ενός ολόκληρου είδους. Αφηγούμενη η ίδια μια τέτοια αποτυχία, τη ρωτάμε, ξορκίζει ίσως την προοπτική της αυτοκαταστροφής του;
«Αυτό αφορά τους αναγνώστες, την καθεμία και τον καθέναν ξεχωριστά. Εχω διαβάσει για το βιβλίο τα πάντα, το έχουν χαρακτηρίσει και “δυστοπία” και “ουτοπία”. Και νομίζω ότι έτσι θέλω να είναι. Ωστε να εμπλακούν όλοι με τον δικό τους τρόπο και να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Εγώ προτιμώ να παραμείνω μεταξύ αμφισημίας και αμφιθυμίας».
Προς το τέλος της συζήτησης, με τη Ράουν επιστρέψαμε στις πηγές της έμπνευσής της, καθώς και στο λογοτεχνικό της «εργαστήρι»: «Η ποίηση και η πεζογραφία λειτουργούν διαφορετικά, εντός μιας μεγάλης σύνθεσης. Η πεζογραφία μεταδίδει πολύ από το νόημά της μέσα από την αφήγηση, την ευρύτερη μορφή της, τις ακολουθίες της. Η ποίηση, πάλι, όχι τόσο. Η ποίηση είναι ο κόσμος που συνομιλεί με τον εαυτό του. Για εμένα όλα ξεκινούν με την ποίηση. Η ποίηση είναι παλαιότερη από το μυθιστόρημα.
Η ποίηση είναι εξαδέλφη της προσευχής, του τραγουδιού, του νανουρίσματος. Και σχετίζεται με το σύμβολο, τις βραχογραφίες, τις πρωταρχικές, αρχέγονες εικόνες. Ειλικρινά, δεν με απασχολούν ιδιαιτέρως τα λογοτεχνικά είδη. Είναι προϊόντα, και αυτά, της ακατάπαυστης ανάγκης μας να ταξινομούμε τα πράγματα.
Με έχουν εμπνεύσει πολύ ποικίλα μεσαιωνικά χειρόγραφα με τις αντίστοιχες εικονογραφήσεις τους, την εποχή που βιβλίο μπορούσε να θεωρηθεί το οτιδήποτε, τότε που δεν είχαν καν επινοηθεί τα είδη. Συνήθως, πρέπει να αποδώσω ένα είδος στα βιβλία μου προκειμένου να τα τυπώσει ο εκδότης, αυτή είναι η λογική της αγοράς. Με τους “Υπαλλήλους” προσπάθησα να δω πόσο λίγα στοιχεία χρειάζονται για να συνδεθεί μια αφήγηση. Δεν είναι ποίηση, επειδή υπάρχει μια ενιαία αφήγηση, όμως τα μεμονωμένα κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο θα μπορούσαν να θεωρηθούν ποίηση».
Γιατί όχι; Ναι.





