Ενας γαμπρός αιωρείται πάνω από τις στέγες, μια νύφη σκύβει τρυφερά προς το φως, ενώ ένας τεράστιος ήλιος, σαν μυστικό που αποκαλύπτεται μόνο σε όσους μπορούν να ονειρεύονται, κατακλύζει τον ορίζοντα. Εραστές πετούν, ζώα μιλούν, τα λουλούδια πολλαπλασιάζονται σε χρωματικές εκρήξεις. Η πραγματικότητα και το όνειρο δεν συγκρούονται αλλά απλώς συνυπάρχουν, αβίαστα, σαν να ήταν ανέκαθεν προορισμένα να συναντηθούν στη ζωγραφική του Μαρκ Σαγκάλ (1887-1985).
Αυτός είναι ο κόσμος ενός καλλιτέχνη που δεν ζωγράφισε τη ζωή όπως ήταν, αλλά όπως θα ήθελε να είναι: ελεύθερη από τη σκληρότητα της λογικής, συνδεδεμένη όμως με την ουσία των συναισθημάτων, με μια βαθιά ανθρωπιά πάντα στον πυρήνα της. Μια υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του και στον κόσμο και που παραμένει ζωντανή όσες φορές κι αν την «ακούσεις» να διατυπώνεται: όπως στην έκθεση με τίτλο «Chagall: Witness of His Time / Testimone del suo tempo», η οποία φιλοξενείται έως τις 8 Φεβρουαρίου στη Φεράρα της Ιταλίας. Συγκεκριμένα, στο Palazzo dei Diamanti, το πιο εμβληματικό κτίριο της πόλης της Βόρειας Ιταλίας, το οποίο χτίστηκε μεταξύ 1493 και 1503 από τον αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Μπιάτζιο Ροσέτι για λογαριασμό του ευγενούς της πόλης Σιγκισμόντο ντ’ Εστε, και έχει την πρόσοψή του καλυμμένη με πάνω από 8.500 μαρμάρινα «διαμάντια».
Στην έκθεση παρουσιάζονται περισσότερα από 200 έργα από ιδιωτικές συλλογές: πίνακες, σχέδια, χαλκογραφίες, αλλά και δύο «immersive rooms» όπου ο Σαγκάλ συναντά τη σύγχρονη τεχνολογία, όπως είναι πολύ της μόδας τελευταία, ώστε το Palazzo dei Diamanti να μεταμορφωθεί σε σκηνικό ονείρων. Οι επιμελητές Πολ Σνάιτερ και Φραντσέσκα Βιλάντι συνθέτουν μια αφήγηση που κινείται ανάμεσα στο ορατό και στο άρρητο, ανάμεσα στη μνήμη και στο όραμα, ανάμεσα στη λαϊκή παράδοση και στο προσωπικό σύμπαν του καλλιτέχνη. Η έκθεση συγκεντρώνει έργα-σταθμούς από όλες τις περιόδους του Σαγκάλ. Από τη δεύτερη παραμονή του στο Παρίσι από το 1923 και μετά, όπου η χαρά ξεχειλίζει μέσα από γάμους, εραστές και γιορτές, μέχρι τη μετέπειτα περίοδο στο Σεν-Πολ-ντε-Βανς, όταν ο ζωγράφος βιώνει την πλήρη καλλιτεχνική ωριμότητα, βυθισμένος στο φως της Νότιας Γαλλίας. Από τα έργα των χρόνων της αυτοεξορίας τη δεκαετία του ’40 στη Νέα Υόρκη, όταν είχε διασχίσει τον Ατλαντικό για να γλιτώσει τα πογκρόμ στην Ευρώπη, έως τους πίνακες που δημιουργήθηκαν ενώ εργαζόταν για τις μνημειακές τοιχογραφίες της Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης στα μέσα της δεκαετίας του ’60.

Και μέσα σε όλα αυτά, εμφανίζεται συνεχώς το μοτίβο της δυαδικότητας: πρόσωπα που καθρεφτίζονται το ένα στο άλλο, μορφές που επαναλαμβάνονται σαν αντίλαλοι, άνθρωποι που έχουν δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Είναι η δική του διατύπωση της ανθρώπινης διττότητας: της μνήμης και της επιθυμίας, της εξορίας και του ανήκειν, της πίστης και της αμφιβολίας. Ο Σαγκάλ δεν ήταν μόνο ζωγράφος, και μάλιστα ένας έξοχος κολορίστας που ζήλευε ακόμα και ο Πάμπλο Πικάσο, αλλά ασχολήθηκε και εκτενώς με τη χαρακτική (όπως και με τα ψηφιδωτά, τα υαλογραφήματα και τις τοιχογραφίες), ώστε να εκφράσει εικόνες χωρίς τα χρώματα του καμβά, αλλά με έμφαση στη γραμμή, στη σκιά, στην αίσθηση της εικόνας. Μέσα από τα χαρακτικά του βλέπουμε μορφές και τοπία που δεν αποτυπώνουν απλώς την πραγματικότητα, αλλά προκαλούν συναισθήματα, νοσταλγία, εντυπώσεις. Εικόνες που μοιάζουν να έρχονται από όνειρα ή αναμνήσεις.
Ο άνθρωπος πίσω από τον ποιητή
Οσο όμως η έκθεση μας οδηγεί μέσα από τον κόσμο του φωτός, των χρωμάτων και της ονειρικής ανατροπής, σιγά-σιγά αφήνει να φανεί και ο άνθρωπος πίσω από τον ποιητή. Ο Μοϊσέ Σεγκάλ, όπως ήταν κατά μία εκδοχή το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1887 κοντά στην επαρχιακή πόλη Βίτεμπσκ της απέραντης Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στη σημερινή Λευκορωσία. Ηταν το πρώτο από εννέα παιδιά, επτά κορίτσια και δύο αγόρια, σε μια φτωχή εβραϊκή οικογένεια.
Τα πρώτα χρόνια του Μοϊσέ σημαδεύτηκαν από τις στενές κοινωνικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις της τσαρικής Ρωσίας. Η τέχνη της εικονιστικής αναπαράστασης ήταν σχεδόν απαγορευμένη για τους Εβραίους, κι όμως ο νεαρός δεν σταμάτησε να σχεδιάζει. Οι πρώτες του προσπάθειες ήταν ένας διαρκής αγώνας για επιβίωση και αναγνώριση: στην Αγία Πετρούπολη ζωγράφιζε επιγραφές μαγαζιών για να ζήσει και δεν μπορούσε να εξασφαλίσει άδεια παραμονής μέχρι που κάποιοι εύποροι διανοούμενοι ομόθρησκοί του αναγνώρισαν το ταλέντο του και τον στήριξαν – ένας δικηγόρος τον προσέλαβε ως υπηρέτη για να καταφέρει να αποκτήσει τα απαραίτητα έγγραφα –, δίνοντάς του την ευκαιρία να σπουδάσει σε αναγνωρισμένη ακαδημία.

Η ταπεινή καταγωγή, η φτώχεια, αλλά και η παιδική εμπειρία, η θρησκοληψία και οι αναμνήσεις από το Βίτεμπσκ συνόδευαν πάντα τη δημιουργία του και επέδρασαν βαθιά στη θεματολογία και την ψυχολογία των έργων του. Στις περιοδικές επιστροφές του στην πόλη γνώρισε την Μπέλα, τη γυναίκα που θα συνόδευε όλη την ονειρική ζωγραφική του και που η απουσία της θα τον σημάδευε βαθιά μετά τον θάνατό της. Η Μπέλα Ρόζενφιλντ ήταν η μικρότερη κόρη μιας εύπορης οικογένειας εβραίων κοσμηματοπωλών και ο έρωτάς τους, καθαρός και απόλυτος, έγινε ένα από τα κεντρικά θέματα της τέχνης του, όπως οι προαναφερθέντες ερωτευμένοι που αιωρούνται, ζώα που μιλούν, ονειρικές ανθοδέσμες που μετατρέπονται σε σύμβολα, μια αέναη γιορτή της μνήμης και της ζωής.
Μια ζωή στη δίνη της Ιστορίας
Η ζωή του Σαγκάλ, με όλες τις αντιφάσεις της, τις απώλειες και τις χαρές της, αποτυπώνεται στους πίνακές του με έναν τρόπο που υπερβαίνει την απλή αφήγηση. Κάθε φιγούρα, κάθε αιωρούμενη μορφή, κάθε χρωματική έκρηξη μοιάζει να μιλάει για τον ίδιο τον καλλιτέχνη: για το παιδί που ζωγράφιζε κρυφά σε μια πόλη περιορισμένη από νόμους και φόβους, για τον άνδρα που αγάπησε και έχασε, για τον άνθρωπο που διέκρινε και υπέμεινε τις ανατροπές της Ιστορίας χωρίς να σταματήσει να ονειρεύεται. Διότι ο Σαγκάλ δεν ήταν απλώς ένας παρατηρητής του κόσμου. Ηταν ένας καλλιτέχνης που, ενώ κρατούσε τα μάτια του στο παρελθόν, ένιωθε βαθιά την ανάγκη να το μετασχηματίσει μέσα στο παρόν. Η πρώιμη λαϊκή, ιμπρεσιονιστική γλώσσα του, οι μετέπειτα φαντασιακές συνθέσεις του και τα βιτρό που δημιούργησε αργότερα, όλα επιδίωκαν να ανακτήσουν έναν κόσμο που έσβηνε με ταχύτητα στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η εβραϊκή Ρωσία, με τις πλούσιες παραδόσεις της, καταστράφηκε από τα πογκρόμ των τελευταίων χρόνων των τσάρων, ενώ η μπολσεβίκικη επανάσταση του 1917 διέλυσε ό,τι είχε απομείνει από την εβραϊκή ταυτότητα, μαζί με κάθε άλλη κοινωνική ταυτότητα.

Διότι ο Σαγκάλ έζησε τα μεγάλα, ταραχώδη δρώμενα του 20ού αιώνα σε μια πορεία όπου οι πόλεμοι, οι επαναστάσεις και οι εξορίες δεν έσβησαν την καλλιτεχνική του φλόγα, αλλά την έκαναν εντονότερη. Το 1911 εγκαταλείπει τη Ρωσία για το Παρίσι, το κέντρο του μοντερνισμού. Εκεί, μέσα στον παλμό της Μονμάρτρης, συναντά μια Ευρώπη που αλλάζει. Δεν εντάσσεται πουθενά, ούτε στον κυβισμό ούτε σε κάποια ομάδα. Η δική του τέχνη είναι ένα δικό του κράμα: ποίηση, χρώμα, μνήμη. Ο Αντρέ Μπρετόν θα πει χρόνια αργότερα ότι ο Σαγκάλ ήταν εκείνος που επέτρεψε στη μεταφορά να εισβάλει στη σύγχρονη ζωγραφική, ότι ήταν ο «νονός» ενός σουρεαλισμού. Ωστόσο, το 1914, ένας γάμος τον φέρνει πίσω στο Βίτεμπσκ και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον κρατά εκεί. Ο Σαγκάλ και η Μπέλα, η αχώριστη συντροφιά και μούσα του, μετακινούνται στην Αγία Πετρούπολη και βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με τις Ρωσικές Επαναστάσεις. Για ένα σύντομο διάστημα η πρωτοπορία αποκτά επίσημη υπόσταση, ο Σαγκάλ καλείται μάλιστα να ιδρύσει σχολή τέχνης στην πατρίδα του. Γρήγορα όμως το νέο καθεστώς αποφασίζει τι είναι «ορθή επαναστατική τέχνη» και ο Σαγκάλ, με την ονειρική και πνευματώδη ζωγραφική του, δεν χωρά στα στενά αυτά όρια. Αποχωρεί από τη σχολή και αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει πια θέση στη Ρωσία.
Το 1922, με την Μπέλα και τη μικρή τους κόρη, Ιντα, φεύγουν οριστικά. Δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Από μακριά, παρακολουθούν τη συστηματική εξάλειψη του εβραϊκού κόσμου της παιδικής τους ηλικίας, πρώτα από τους Σοβιετικούς, έπειτα από τους Ναζί. Η συγγραφέας Μπέλα, ύστερα από χρόνια σιωπής, θα επανέλθει στο γράψιμο λίγο πριν από τον θάνατό της, το 1944, από βακτηριακή λοίμωξη στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 54 ετών, συντάσσοντας τα τρυφερά απομνημονεύματα με τίτλο «Burning Lights», ένα αντίο στο Βίτεμπσκ που χάθηκε για πάντα.

Ο Σαγκάλ, βυθισμένος στη θλίψη αλλά ακούραστος, συνεχίζει το ταξίδι του. Στη Νέα Υόρκη, τα χρόνια του Πολέμου μετατρέπονται σε περίοδο σχετικής ασφάλειας, αλλά και βαθύτατου απολογισμού. Το 1948 επιστρέφει στη Γαλλία και εγκαθίσταται στη μικρή κοινότητα του Σεν-Πολ-ντε-Βανς, στη Γαλλική Ριβιέρα, δίπλα στον Πικάσο και τον Ματίς. Εκεί, μέσα στο διάφανο μεσογειακό φως, η ζωγραφική του αποκτά νέες διαστάσεις, πιο καθαρές, πιο πνευματικές, σαν να ανασαίνει από την αρχή. Με τη νέα σύντροφο και αργότερα δεύτερη σύζυγό του, Βαλεντίνα Μπρόντσκι, ταξιδεύει δύο φορές στην Ελλάδα, το 1952 και το 1954. Ανάμεσα στα τοπία, τους μύθους και τα χρώματα του Αιγαίου, ανακαλύπτει μια διαφορετική πηγή έμπνευσης και μια αίσθηση ελευθερίας που θα διαποτίσει το ύστερο έργο του. Θα φύγει από τη ζωή στο Σεν-Πολ-ντε-Βανς, σε βαθιά γεράματα, το 1985, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο ένα τεράστιο καλλιτεχνικό corpus, αλλά και μια από τις πιο αναγνωρίσιμες, ποιητικές και αγαπημένες εικαστικές γλώσσες του 20ού αιώνα. Μια τέχνη που συνεχίζει να μιλάει για τον έρωτα, τη μνήμη και το θαύμα της ανθρώπινης ύπαρξης.
INFO
«Chagall: Witness of His Time / Testimone del suo tempo»: Palazzo dei Diamanti, Φεράρα, έως
τις 8 Φεβρουαρίου 2026.



